ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ …ΕΝ ΤΑΦΩ

ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ …ΕΝ ΤΑΦΩ

Ένα …απίστευτο ΔΙΗΓΗΜΑ του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ

–Ε, και αν πεθάνω σήμερα ή αύριο, τι έγινε;

–“Θα χάσει ο Χριστός το κρεμμύδι του”!

Το ποια είναι η σύνδεση Χριστού και κρομμύου, ειλικρινά δεν ξέρω. Τη σοφή ρήση την έλεγε η μάνα μου, θέλοντας προφανώς να υπογραμμίσει: “ουδέν σοβαρόν με τα ανθρώπινα.” Άρα, μη χολοσκάτε… και ειδικά με τον θάνατο!

Ιστορική γυναίκα η μάνα μου. Σε τέτοιο βαθμό, που αν και απήλθε εκ του μάταιου κόσμου τούτου, εδώ και πολλά χρονάκια, δεν λέει να μας εγκαταλείψει! Υπάρχει. Είναι εδώ δίπλα μας. Άθικτη ως σαρκίον! Μ΄ άλλα λόγια έχει γαντζωθεί και μ΄ένα απίστευτο γινάτι αρνείται να λιώσει στον τάφο της. Να πάρουμε επιτέλους κι εμείς οι δόλιοι τα κοκαλάκια της, να τα βάλουμε σ΄ ένα κασελάκι και να τα εναποθηκεύσουμε, επ’ ενοικίω, στους ειδικούς χώρους που διαθέτει κάθε σύγχρονο Νεκροταφείο, Κοιμητήριο, που ξέρει να κάνει επαγγελματικά τη δουλειά του.

Η μάνα μου, μέχρι σήμερα, τέτοια χάρη δεν μας την έκανε. Πείσμωσε και δεν το’ χει σκοπό να απαγκιστρωθεί από τη γη. Κόλλησε σαν βδέλλα.

Δεν ήταν, κάθε άλλο μάλιστα, άνθρωπος που μας βασάνιζε, οπότε ίσως θα δικαιολογούνταν η εμμονή της, να μη θέλει να λιώσει πάνω στην τριετία, όπως οι πεθαμενατζήδες λογαριάζουν κι οι κανόνες προστάζουν. Εκείνο που με παραξένευε και δεν μπορούσα να εξηγήσω το καινούργιο αυτό καπρίτσιο της, ήταν πως, αν θυμάμαι καλά δεν έδειχνε και ιδιαίτερα ενθουσιασμένη από τη ζωή της. Συχνά της τα’ έψελνε για τα καλά κι ακόμη συχνότερα, έστελνε στον όξω από δω όλους όσους θεωρούσε φταίχτες για την άχαρη ζωή που βιούσε και πρώτον απ΄ όλους τον ανεπρόκοπο άντρα της…(τυχαίως πατέρα μου),ο οποίος λουλούδι την πήρε και… τσουκνίδα την κατάντησε.

Και να την τώρα, πάλι κλωτσάει. Παραμένει ντούρος κι αλώβητη εν τάφω, όπως τη μέρα που τη θάψαμε.

Με τις γυναίκες, είτε εν ζωή είτε εν τάφω, δεν ξέρεις ποτέ ακριβώς τι θέλουν, αν το θέλουν και γιατί το θέλουν. Είναι τόσο απρόβλεπτες, που το λιγότερο που μπορεί να σου συμβεί, αν τις πάρεις στα σοβαρά, είναι να καταλήξεις σε τρελάδικο σκέφτηκα, απόλυτα πελαγωμένος, αν και τέτοιες σκέψεις ήσαν ανώφελες εκείνη τη στιγμή.

Ο Δήμος μάς έστειλε “ειδοποίηση” πως σήμερα, αύριο, μεθαύριο το πολύ, “τη σηκώνουμε” κι ελάτε να κανονίσετε το λογαριασμό και μετά θα σας πούμε τη μέρα και την ώρα αποκομιδής των λειψάνων.!

Όταν έγινε η πρώτη απόπειρα εκταφής, οι πεθαμενατζήδες, αν και έμπειροι, τα χάσανε και παρόλο που δεν το’ χαν συνήθειο, άρχισαν, αναστατωμένοι να σταυροκοπιούνται.

–Μην έρχεστε για την τακτοποίηση του λογαριασμού! Η μακαρίτισσα δεν έλιωσε δυστυχώς, ακόμη! Μας μήνυσαν.

–Είναι σοβαρό αυτό που λέτε; ρώτησα, γεμάτος απορίες, μια και τέτοια περίπτωση δεν μου’ χε ξαναλάχει έως τότε.

–Μα ξέρετε, κύριε, τι ρωτάτε; Και βεβαίως είναι σοβαρό! Η μάνα σας κρατάει επί 3 χρόνια τον τάφο….Και δεν έχει λιώσει, πώς να αδειάσουμε τον τάφο, αφού ακόμη είναι πάνω της όλες τις σάρκες της;

–Έχω κάποια ευθύνη εγώ γι αυτό;

–Και βεβαίως έχετε! Μάνα σας δεν είναι;

–Είναι! Ήταν… Μα τι ευθύνη έχω εγώ, όταν αυτή αρνείται να παραδώσει τα κλειδιά στον επόμενο ένοικο του τάφου; Μπράβο, ρε μάνα λεβεντιά! θαυμάζω την αντιστασιακή σου αγωνιστικότητα! παρατήρησα, μην ξέροντας αν έπρεπε να σοβαρευτώ ή να το ρίξω στο σορολόπι, όπως άλλωστε και το’ έκανα αυθόρμητα και με σαδιστική σίγουρα διάθεση.

–Τρελός είστε κύριε; Ξέρετε τι λέτε; έσκουξε ο εντεταλμένος δημοτικός υπάλληλος.

–Εγώ ξέρω, εσείς ξέρετε τι καταλαβαίνετε…;

Μετά από πολλές τέτοιες ευάρεστες, ανατριχιαστικές και μακάβριες επικοινωνίες, τα παιδιά του Νεκροταφείου της πόλης, μας έδωσαν το τελεσίγραφο:

–Δεν μπορούμε, άλλο να περιμένουμε. Θα τη βγάλουμε και θα την πάμε στην άκρη του Νεκροταφείου, σε νέο τάφο, με καλό χώμα! Υπάρχουν στην ουρά κι άλλοι, που θέλουν έναν τάφο για να αναπαυθούν!

–Και τι με νοιάζει εμένα για τους άλλους; Εμείς δεν κρατάμε το διαμέρισμα στο Κοιμητήριο; Δεν είμαστε εντάξει με τα νοίκια μας; Πώς κι έτσι αυθαίρετα μας κάνετε έξωση;

–Το συμβόλαιο με την Υπηρεσία μας είναι για μία τριετία. Ο χρόνος έχει παρέλθει και ο τάφος πρέπει να εκκενωθεί για άλλον πελάτη. Ο τάφος είναι αναλώσιμο προϊόν, δε μπορεί να μένει στο ράφι εσαεί, χωρίς να παράγει κέρδος!

Καταλαβαίνετε, ένα νεκροταφείο, δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι μπίζνα, επιχείρηση, έχουμε δαπάνες…Πώς θα τις καλύψουμε, επειδή η μάνα σας θέλει να κάνει το κέφι της, να μη λιώνει; Θα πληρώσουμε εμείς τα σπασμένα;

–΄Ολα αυτά, καλά κι άγια! Μα δεν έχετε προβλέψει περιπτώσεις, που οι νεκροί, μπορεί να’ ναι στριμμένοι και να μην θέλουν να το κουνήσουν;

–Κι ασφαλώς, έχουμε προβλέψει. Αυτό σας λέω! Θα τη μετακομίσουμε σε άλλο τάφο. Μην ανησυχείτε. Ξέρουμε τη δουλειά μας! Αύριο κιόλα μπορείτε να δείτε τη νέα θέση που θα τη βάλουμε. Θα σηκώσουμε και το σταυρό της, που φέρει το όνομά της. Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν στην εντέλεια. Καλού-κακού, βρείτε κι έναν παπά για να κάνει τρισάγιο εκταφής, κι όλα θα πάνε μια χαρά, κατέληξε ο υπάλληλος.

Ήταν πολύ φυσικό να μην καταλαβαίνω τίποτε απ΄ όλα αυτά που μου έλεγαν οι εκλαμπρότατοι αυτοί υπάλληλοι του νεκροταφείου. Πρώτη φορά, στη ζωή μου αντιμετώπιζα μια τέτοια κατάσταση, που με θόλωνε τόσο, ώστε δεν ήξερα αν έπρεπε να βρίσω ή να υποταχτώ στις αποφάσεις των νεκροϋπαλλήλων του Δήμου.

–Γιατί όλη αυτή η φασαρία;

–Διότι δεν λιώνει η μάνα σας! Αν είχε λιώσει, δεν θα σας ενοχλούσαμε. Θα παίρναμε τα κοκαλάκια της, θα τα πλέναμε, θα τα στεγνώναμε και μετά θα σας τα παραδίδαμε. Και να τα κάνατε ό,τι θέλατε…Έτσι είναι το τακτικό!

–Ναι θα τα’ κανα … πατσά! Βρυχήθηκα, τελών εν πλήρη συγχύσει.

–Κύριε, μην κάνετε αστεία. Εμείς σοβαρολογούμε, είπαν!

–Για την σοβαρότητά σας δεν έχω καμιά αντίρρηση. Θέλω εν τούτοις, αν η ευγένειά σας μου το επιτρέπει από την πείρα που έχετε, με το αλλησφερίσι με τους πεθαμένους, να μου πείτε πού αποδίδετε εσείς ένα τέτοιο σπάνιο φαινόμενο; Να μη θέλει να λιώσει η μάνα μου!

–Καλέ τι λέτε, δεν σας το’ παμε, δεν το’χετε ακούσει; Το ξέρουν όλοι στην πόλη!

–΄Οχι, γι αυτό ρωτάω!

–Λοιπόν, κοιτάξτε, Κύριε, το φαινόμενο να μη λυώνουν κάποιοι νεκροί, δεν είναι σπάνιο,όπως θαρρείτε. Για πείτε μου: Μήπως η μακαρίτισσα ήταν σκληρό καρύδι στη ζωή της, έτσι;

–΄Ηταν! Το ομολογώ. Πολεμούσε με νύφες κι αγκόνια. Δεν το’βαζε ποτέ κάτω! Πιο άντρας από τους άντρες! Τι να σας λέω… Θυμάμαι, παιδί εξάχρονο εγώ, τότε στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής συνέλαβε έναν Γερμαναρά φαντάρο, όταν γίνονταν η υποχώρηση των Ναζί κι αυτός, ο φουκαράς κυνηγημένος από τις εξελίξεις, είχε την έμπνευση να πάει να κρυφτεί σε έναν μικρό οικίσκο που είχαμε στην αυλή του κτήματός μας, όπου φυλάσσαμε καμιά δεκαριά πρόβατα.

΄Εξω στους δρόμους του χωριού γινότανε χαμός. Οι αντάρτες είχανε το πάνω χέρι και έλεγχαν την κατάσταση και βαρούσανε στο ψαχνό ακόμη και τις σκιές. Εκεί δίπλα μας, ήσαν δυο αρματωμένοι ντουφεκάδες,αντάρτες κι εμείς μέσα στο σπίτι μας είχαμε έναν Γερμανό!

Συσκεφτήκανε οι άντρες, ο πατέρας μου, τα αδέρφια του, οι θείοι μου, μα κανείς δεν μπορούσε να λύσει το απρόσμενο πρόβλημα. Οπότε η μάνα μου εγείρεται αρπάζοντας το χέρι μου: “Θα πάω εγώ στην καλύβα και θα τον πιάσω τον Γερμαναρα”! είπε. Κι εν τω άμα και τω θάμα, με σέρνει προς την καλύβα, χωρίς φυσικά εγώ να συνειδητοποιώ τι διάολο έκανε.

Μάνα ήταν, θα είχε τους λόγους της να σέρνει το κουτσούβελό της. Ορμάει προς τη στάνη και ξάφνου μέσα από τα πρόβατα, σηκώνεται ένας κρεμανταλάς Γερμανός, δυό μέτρα ύψος, υψώνει τα χέρια του ψηλά κι αρχίζει να κλαίγεται:

–Νο καπούτ… νο κόψει-κόψει, χειρονομώντας προς το λαιμό του, προφανώς υπονοώντας, πως δεν έπρεπε να τον σφάξει, ποιά, η μάνα μου! Η μάνα μου, δεν ξέρω με ποια δύναμη, τον πλησίασε με καθησυχαστικά νοήματα, αφού δεν μιλούσε τη γλώσσα του κατακτητή και προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως περίπου, μαζί της έπρεπε να νοιώθει ασφαλής.
Ο Γερμαναράς, αφού ξεθάρησε και για να την πείσει πως δεν ήταν ανάγκη να σφαχτεί, έβγαλε από τη χλαίνη του, ένα πορτοφόλι κι άρχισε να δείχνει στη μάνα μου, τις φωτογραφίες της γυναίκας του, και των δυο παιδιών που είχε στο Βερολίνο. Η μάνα μου τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και του είπε στα ελληνικά, που αυτός βέβαια δεν κατανοούσε, μα τη σημασία τους την έπιανε.

–Μην σκιάζεσαι, δεν θα πάθεις τίποτε. Στηρίξου απάνω μου, του είπε ενώ συνάμα τον πρόσταξε να του δώσει την αρματωσιά του, τον οπλισμό, χειροβομβίδες και ντουφέκι.

Τα φορτώθηκε η μάνα μου κι επιστρέψαμε στο σπίτι, όπου οι λεγόμενοι άντρες καρτερούσαν εναγωνίως, υποτίθεται, δοθέντος, ότι, ρε άντρα, δεν αφήνεις ποτέ μια γυναίκα με ένα παιδί να εκτίθεται σε τέτοιους κινδύνους!

Τέλος πάντων, βάλανε τον Γερμαναρά, στον οντά, του δώσανε ένα πιάτο ζεστό τραχανά κι όλοι τους δείχνανε τη φιλικότητα απέναντί του.

΄Ομως υπήρχε το πρόβλημα των δυό κατσαπλιάδων που ήσαν όξω από το σπίτι, οι οποίοι κατά τις διαταγές πού είχαν μόλις βλέπανε Γερμανό, έστω και σ΄ αυτή την κρίσιμη στιγμή της υποχώρησης του κατακτητή, τον βαρούσαν στο σταυρό!

–Τι κάνουμε, αναρωτήθηκαν όλοι στο σπίτι μας, αλλά δεν έβρισκαν καμιά γόνιμη ιδέα. Οπότε, πάλι η μάνα μου, παίρνει την πρωτοβουλία και λέει:

— Άστε, θα το κανονίσω εγώ!

Μια και δυο, πορεύεται προς τους δυο αντάρτες, που ήταν έξω στο δρόμο. Ο ένας από τους δυο, της ήταν γνωστός.

–Ακούστε τι θα σας πω. Έχω ένα Γερμανό στρατιώτη αιχμάλωτο. Θα σας τον παραδώσω με έναν μόνο όρο. Δεν θα του κάνετε την παραμιικρή γρατσουνιά! Αλλοιώτικα, εσείς και όλο σας το σόϊ θα έχει κακά ξεμπερδέματα μαζί μου!

Συνεννοούμαστε; Αλλιώτικα Γερμανό δεν θα’ χετε στα χέρια σας!

Οι αντάρτες- τάχα μου απελευθερωτικές δυνάμεις- αφού συνεννοήθηκαν με τις διοικήσεις τους, χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μας, δηλώνοντας πως θα σεβαστούν τους όρους που έθετε η… περίεργη μάνα μου.

Κι έτσι έγινε. Τον αιχμάλωτο της μάνας μου, που τους παρέδωσε, τον σεβάστηκαν οι άνθρωποι της νέας εξουσίας. Οι αριστεροί!.. Αυτοί οι οραματιστές της ΕΣΣΔ!

΄Ενα μήνα μετά, βλέπαμε τον Γερμαναρά να περνάει έξω από το δρόμο του σπιτιού μας με δύο άλογα και κάρο μαζώνοντας τα σκουπίδια. Σταματούσε έξω από την πόρτα μας κι έλεγε ευγνωμόνως “την καλημέρα του” στη μάνα μου. Κι εγώ με το χεράκι μου, κουνάμενο, τον χαιρετούσα!

Μετά από την κρίση του πολέμου, άθικτος, ο αιχμάλωτος της μάνας μου, προωθήθηκε προς το Βερολίνο, την πατρίδα του! Αυτό το φανταράκι του Χίτλερ, που πήγε να κρυφτεί μέσα στα πρόβατά μας, και τον συνέλαβε… η μάνα μου!

Τόσο δραματικά… με την παλληκαρού μάνα μου!

–Να σας πω, κύριε νεκροθάφτη, κι ένα άλλο περιστατικό, που χαρακτηρίζει το “αντρίκιο”-σκληροκάρυδο στυλ της μάνας μου; ΄Ακου:

Δεν ξέρω, αν η μάνα μου ήταν αντιστασιακή, όπως ο συρμός επιδιώκει να εμφανίζει τους πάσης φύσης αιθεροβάμονες! Ξέρω ένα, πως για τους αντάρτες του βουνού, κέντησε μια σημαία χρυσαφένια , ελληνική και τους την έστειλε ολομεσής της κατοχής στα βουνά, ακόμη και ραδιόφωνα έστελνε…

Κατέρρευσε η κατοχή και μια μέρα έρχονται στο χωριό μας οι “απελευθερωτικές” δυνάμεις, Αγγλοι, Ινδοι κι έλληνες κατσαπλιάδες και όλο το κακό συναπάντημά τους.

Η μάνα μου σαν μοδίστρα, έβαλε τις μαθήτριές της(καμιά εικοσαριά ήτανε) να φτιάξουν αμάραντα στεφάνια, για να στεφανώσει, υποδεχόμενη, αυτές τις συμμαχικές δυνάμεις. ΄Ετσι της είχε βιδώθει! Στις πρωτοβουλίες της αυτές, έσερνε εμένα και τον αδερφό μου. Ο πατέρας μου, αμέτοχος, την έλεγε χαζή!

Σε μια στροφή, του δρόμου, καθώς πηγαίναμε προς την κεντρική λεωφόρο απ΄ όπου θα περνούσαν οι ξένες δυνάμεις, βλέπουμε ένα παιδάκι που κρατούσε αγγλική σημαιούλα να καταδιώκεται από ένα άλλο που είχε ρωσική σημαία. Η μάνα μου δεν το άντεξε και ορμάει ακάθεκτη: (Ήταν βαμμένη Δεξιά-Βενιζελικιά, υποστηρικτής της αντίστασης, μα δεν γούσταρε τα τζουτζέκια του κομμουνισμού, που προσκυνούσαν την Σοβιετία, ενώ ο πατέρας μας ήταν κρυφοκομμουνιστής! ΄Ητοι …πλήρης αρμονία!)

–Παλιόπαιδο, φύγε από κει! Κράτα τη σημαία σου, αλλά μην κυνηγάς τον άλλον που έχει άλλη σημαία! έσκουζε τρέχοντας για να σφαλιαρίσει το κωλόπαιδο. Το παιδί με τη ρώσικη σημαία, μπροστά στην απειλή της μάνας μου, φρενάρισε ενώ το άλλο τη σκαπούλαρε μέσα στα στενά, λεύτερο κι άνευ φόβου κατασπάραξης.

΄Ομως, έλα που εκεί μπροστά κάνανε σουλάτσο, δυο αντάρτες, με τα φισεκλίκια τους κι όλη την αρματωσιά τους. Φράζουν την επιθετικότητα της μάνας μου και της λένε:

–Αν δεν είχες δυο παιδιά μαζί σου, θα σε καθαρίζαμε, διότι είσαι αντιδραστικιά…

–Αντε βρε χαμένοι, άντε πνιγείτε από κει!.. Το κτίριο αυτό εκεί, το βλέπετε; Η σημαία σας που κυματίζει σ΄αυτό, είναι από τα δικά μου χέρια! Σκοτώστε με , αν έχετε κότσια! Προτάσσοντας η μάνα μου τα στήθη της! Και, μα τω Θεώ, είχε βυζάρες!

Οι άλλοι βάλανε την ουρά στα σκέλια και μας άφησαν για να στεφανώνουμε, με αμάραντους στεφάνους, τις συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσης από τους ναζί, που εισέρχονταν, εν ανεκδιηγήτω δόξει, στο χωριό μας.

Τέτοιο λεβέντικο πράμα ήταν η μάνούλα μου, κύριε πεθαμεναντζή! Θες να σου πω κι άλλα; Είναι ίσως από τις πρωτοπόρους στις κατάληψεις! Ναί, έκανε κατάληψη κρατικού σπιτιού.! Την έκανε και ζήσαμε εκεί ,πάνω από δέκα χρόνια. Είχε κότσια! Αντρίκια! Η μάνα μου ΚΑΤΑΛΗΨΙΑΣ! Μάλιστα κύριε! Τι να σου λέω όμως…Βίος και πολιτεία!

–Ε, τότε όλα εξηγούνται! είπε ο Δημοτικός υπάλληλος. Αυτό είναι! Εδώ σ΄ αυτές τις λεπτομέρειες βρίσκεται όλο το πρόβλημα! Μερικοί σκληροί, αντιστέκονται ακόμη και στον τάφο τους! υποσημείωσε με σπουδαιοφάνεια ο υπάλληλος.

–Μα τι λέτε, τι πράματα είναι αυτά; Οι κανόνες της φύσης ανατρέπονται! Μπαίνω στο χώμα και λιώνω.. μετά από εύλογο χρόνο, έτσι είναι η φύση των πραγμάτων…..

–Δεν είναι έτσι ακριβώς, είπε σοβαρά-σοβαρά ο πεθαμεναντζής. Και ρώτησε αμέσως: Η μητέρα σας μήπως είχε αδυναμία στο κολύμπι;

–Του θανατά! Σχέτη νεροφίδα. Σαν ψάρι σπαρταρούσε άμα έβλεπε νερό μπροστά της, αν και δεν ήξερε καθόλου κολύμπι. Μα χαίρονταν απέραντα το πλατσούρισμα στο νερό!

–Αυτό είναι! Αποφάνθηκε, πάλι, ο ειδήμων του νεκροταφείου!

–Ησυχάστε κύριε. Ξέρετε, ότι το Νεκροταφείο μας είναι από τα πλέον σύγχρονα της χώρας μας. Κάθε τάφος είναι κι ένα τσιμεντένιο σπιτάκι. Οι πεθαμένοι μπαίνουν μέσα πακέτο, σφραγίζονται, ούτε χώματα, ούτε σκόνες και τέτοια αηδιαστικά. Τσαφ, τον χώνουμε μέσα, τον καπακώνουμε και περιμένουμε τρία χρονάκια για να λιώσει! Απλές και καθαρές δουλειές!

–Τόσο σοβαρά….;

–Μήπως με ειρωνεύεστε κύριε;

–Κάθε άλλο!

–Λοιπόν, αφού η μάνα σας , εν ζωή είχε λατρεία στο κολύμπι, φαίνεται ότι το χούγι το κράτησε και μετά θάνατον!

–Τι λες, μωρέ, τι είναι αυτά;

–Αυτά! Είπαμε ότι το νεκροταφείο μας είναι καύχημα τεχνολογίας. Κάπου, ωστόσο ο Μηχανικός, δεν πρόβλεψε τα συν και τα πλην. Δεν έλαβε υπόψη τον παράγοντα βροχή, με αποτέλεσμα οι τάφοι να γεμίζουν με…νερό κάθε φορά που βρέχει… Επειδή δε, οι τάφοι είναι στεγανοί, τσιμεντένοι, τα νερά κατακρατούνται μέσα κι έτσι το πτώμα, εν ολίγοις, κολυμπάει του καλού καιρού! Δεν λιώνει εύκολα!

Δεν αποσυντίθεται. Διατηρείται ακέραιο, όπως όταν βάζεις τις ελιές σ΄ ένα βάζο σε σαλαμούρα. Αυτό συνέβη και με τη μητέρα σας, εξήγησε ο έμπειρος δημοτικός υπάλληλος.

Τα’ κουγα όλα αυτά εμβρόντητος.

Η μάνα μου κολυμβήτρια εν τάφω! Ποιος θα το πίστευε; Δεν πελάγωνα, μα ήταν όλα τόσο απρόσμενα και φρενοβλαβή, ώστε ένιωθα κυριευμένος από μια περίεργη αίσθηση συντριβής. Το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Τι να πω και τι να συλλογιστώ! Η μάνα μου αρνιόταν να απαγκιστρωθεί από τη ζωή αυτή. Φαίνεται πως της άρεσε! ΄Ασε πια εκείνη τη λόξα της με το νερό και το κολύμπι! Χώρια και το γαϊδουρίσιο πείσμα της, στοιχείο επίσης σοβαρό, για να συντηρείται με σάρκα κι οστά στον κόσμο αυτόν, κατά τον υπάλληλο του Κοιμητηρίου.

Πέθανε και δεν πέθανε! Παρέμεινε ατόφια σαν τη μέρα που εξέπνευσε, που τύποις, κοιμήθηκε, έτσι απλά. Σαν πουλάκι. Νυφούλα, ήρεμη, γαλήνια, ωραία. Στα ογδόντα πέντε της!
Μάλιστα είχε προετοιμάσει και τα νεκρόρουχά της. Σαν ράφτρα με αξία, τα’ χε κάνει μοντελάκια, στην τρίχα, όλα!

–΄Ολα θα τα βρεις στο τάδε συρτάρι, δεν θέλω να’ χεις βάσανα άμα αναχωρήσω από τη ζωή. Προνόησα! με συμβούλευσε.

Πάνω -πάνω στο συγκεκριμένο πακέτο, είχε ένα ποσό για τα έξοδα της κηδείας της και πάνω απ΄ όλα την ελληνική σημαία, που έπρεπε να σκεπάζει τη σωρό της, όπως μου άφησε αυστηρή εντολή!

Σκέφτομαι, τώρα που θα της αλλάξουν τάφο -εκεί σε χωμάτινο πια χώρο -πιο αποτελεσματικό καθώς λένε- στο λιώσιμο, πως αυτή δεν θα τα βάλει κάτω! Κάτι θα σκαρφιστεί. Πάλι θα κάνει την αντίστασή της. Δεν θα λιώσει! Σχεδόν πια είμαι βέβαιος. ΄Ηδη είχε αιχμαλωτίσει τη ζωή, όπως τον Γερμαναρά, ήδη κάνει κατάληψη τάφου, όπως είχε κάνει με το κρατικό σπίτι, και δεν ξέρω τι άλλο θα σκαρώσει! Και το χαίρομαι, διότι-μεταξύ μας, θα γλιτώσω και τα τέλη εκταφής, γιατί καθώς είπαν, “η μετακόμιση σε άλλο ταφικό χώρο, βαρύνει το Δήμο, -είναι μέσα στα μείον, στο παθητικό της δουλειάς! «Θα τα ξαναπούμε… μόνον όταν λιώσει!» αποφάνθηκε ο Δήμος! Η μάνα μου, για μια ακόμη φορά, με προστάτευε από άστοχα, περιττά έξοδα! Πάντα με φρόντιζε η ατιμούλα! Πάντα τα κατάφερε να με βγάζει λάδι!

ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ

Γράφτηκε τον Σεπτέμβρη του 2001

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.