ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΟ ΧΟΛΑΡΓΟ;
Διήγημα του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ
Θα είχαν περάσει καμιά δεκαριά χρόνια, που έφυγε από τη «ζωή» του Χολαργού ο κύριος Λάϊος Σωκράτης. Λες και τον κατάπιε η γης, ξάφνου έγινε άφαντος. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Παράτησε –τρόπος του λέγειν-σπίτι, οικογένεια- τρόπος του λέγειν- παιδιά, –τρόπος του λέγειν κι έγινε καπνός.
Μερικοί, ελάχιστοι έτριβαν τα χέρια τους από χαρά, άλλοι πάλι απορούσαν κι άλλοι διέδιδαν πως μάλλον θα είχε πεθάνει… ή το πλέον βέβαιο να ήταν στη φυλακή…
Τίποτε όμως απ΄ αυτά δεν είχε γίνει, αν και ο ίδιος εύχονταν και το θάνατο και τη φυλακή.
Απλά φόρτωσε στο σαράβαλό του, όλα τα χρειώδη, (μια μικρή κατσαρόλα, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, ένα γκαζάκι, ένα μπρίκι, μερικά σκεπασίδια , τον φορητό του υπολογιστή και κάποια άλλα τσιμπράγκαλα) και πάτησε γκάζι προς άγνωστη κατεύθυνση.
Είχε τόσο πνιγεί από όσα βίωνε το τελευταίο διάστημα, ώστε δεν τον ένοιαζε που θα πήγαινε. Εκείνο που ήξερε πολύ καλά ήταν πως όπου αγκυροβολούσε, θα επιζούσε , θα ήταν πάλι αυτός , ο ένας και μοναδικός, όπως και στο Χολαργό, όπου έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη ζωή της πόλης. Κοντολογής μετά τον δήμαρχο, αυτός ήταν το σημαντικότερο πρόσωπο της πόλης, αν και για την ακρίβεια μάλλον αυτός ήταν ο πρώτος και μετά ο εκάστοτε δήμαρχος. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο για όσους γνωρίζουν τα στοιχειώδη του πολιτικο-κοινωνικού βίου της χώρας.
Ο Σωκράτης, ήταν εκδότης της τοπικής εφημερίδας, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που έκανε και διάσημη την πόλη ανά την επικράτεια, άλλοτε ασήμαντη πολίχνη, αλλά κυρίως αυτή, η εφημερίδα του καθόριζε τους ρυθμούς της ζωής της πόλης με το πνεύμα της και την «σκληρή» όντως γραφής της, κάθε άλλο παρά και τόσον αρεστής.
Ναι, ειν΄ αλήθεια, πως ο κύριος Σωκράτης, ήταν από τους ελάχιστους εναπομείναντες παραδοσιακούς δημοσιογράφους που είχαν την πεισματάρικη ιδιορρυθμία, να μην κάνουν πίσω ποτέ… και να χτυπάνε όποια αταξία στο σταυρό. Ανυποχώρητος, άκαμπτος, ανένδοτος, άφοβος, ασυμβίβαστος, γενικά ένας ξεροκέφαλος τύπος που κονταρομαχούσε υπέρ αξιών, ιερών και οσίων, όπως αυτός νόγαγε όλα αυτά τα περίεργα και εν πολλοίς τερπνά. ΄Εδινε την εντύπωση απεσταλμένου των ουρανών. ΄Όχι δα πως πίστευε πως θα άλλαζε τον κόσμο, μα θα εμπόδιζε , όσο του αναλογούσε στον μικρόκοσμό του την εξάπλωση της ανθρώπινης ξεφτίλας
Ήταν φανερό πως ενοχλούσε με τα δημοσιεύματα του τα γνωστά μωροφιλόδοξα υποκείμενα που ανακατεύονται στη ζωή μας, επιδιώκοντας να στήσουν το δικό τους άστρο πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ε, αυτούς δεν τους χαριζότανε με τίποτε. Τους έστηνε στα έξι μέτρα και τους καθάριζε. Δεν χαριζότανε στον όποιον τυχοδιωκτάκο της όποιας μικρής ή μεγάλης εξουσίας. Μια κι έξω βάραγε! Οι Δήμαρχοι, οι Σύμβουλοι, γενικά όλοι οι θεομπαίχτες του δημόσιου μικρού και χαζοχαρούμενου κύκλου του Χολαργού υπέφεραν. Τους έδειχνε την κακομουτσουνιά τους στο καθρέπτη. Κι αυτό, όπως και να το κάνουμε δεν άρεσε .. ΄Ολοι μας έχουμε μια ,λίγο ή πολύ ιδανική εικόνα για πάρτη μας , εξωραϊσμένη, φτιασιδωμένη, αγωνιζόμενοι σταθερά για κοινωνική καταξίωση-αποδοχή και ξάφνου σου βγαίνει, αυτός ο αλαφροϊσκιωτος δημοσιογραφίσκος και σου χαλάει το ίματζ! Λέει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη…Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να καθρεπτίζεσαι με τις φυσιολογικές σου διαστάσεις…και μάλιστα με τόσες πολλές ρυτίδες ηθικής αταξίας!
Όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή οι ζωγραφιζόμενοι θεομπαίκτες- ζορισμένοι- θέλησαν να τον πλήξουν, να τον βγάλουν από τη μέση, να τον ατονίσουν, να τον μηδενίσουν, διότι κατά την άποψή τους, τους τα είχε πρήξει και δεν το άντεχαν άλλο. Έπρεπε να συνετίσουν τον αυθάδη. Το σχήμα τους, οι ξεφτίλες τους για δημόσια θέματα ήταν στο μπαλκόνι, στο σεργιάνι κι όλο το πόπολο χασκογελούσε σε βάρος τους.
΄Ετσι, με την προτροπή ενός γραφείου μεγαλοδικηγόρων-με υπουργό και βουλευτάδες στελέχη- άρχισαν προς θωράκιση της δήθεν τρωθείσης αξιοπρέπειας και της ανύπαρκτης τιμής τους, να υποβάλλουν –βιομηχανικά-μηνύσεις τη μία πίσω από την άλλη, με το γνωστό σκοπό να βουλώσουν το στόμα του, να κλείσουν την εφημερίδα του που ξεμπρόστιαζε τα αχαμνά τους. Να τον αφανίσουν, εν ολίγοις, …για να μην τους είναι ο μπάσταρδος …ενοχλητικός!
Κάθε βδομάδα και μια μήνυση. Για κάθε λέξη που έγραφε, ο Σωκράτης, έτρωγε και μια μήνυση. {Που θα πάει ο κερατάς. Θα λυγίσει… Και θα νικήσουμε …εμείς! έλεγαν οι χαζοχαρούμενοι μηνυτές…)
Δεν ήταν μονάχα αυτός ο συρφετός που τον καταδίωκε, για τον οποίο δεν έδινε δεκάρα… ΄Ηταν και η καταδίωξη που προέκυψε μέσα από τη φαμίλια του, με αρχηγό τη γυναίκα του και με εξαπτέρυγα τα «τσογλάνια» του, όπως συνήθιζε περιπαικτικά να αποκαλεί τα τέκνα του, τα οποία ως η παράδοση το θέλει ήσαν κατ΄ εικόνα, ομοίωση και φτιάξιμο της πανίσχυρης, θεάς- μάνας, από την καταδυναστική αίγλη της οποίας ουδείς εν ζωή γλιτώνει.. Η μάνα είναι το άλφα και ωμέγα της ζωής…Ο δε «μπαμπάς» απλά ένας θλιβερός κλόουν, αν όχι κάτι χειρότερο.
Ολημερίς και ολονυκτίς η καρακάξα, η γυναίκα του, του έσκουζε, επισημαίνοντας και χρωματίζοντας με απίστευτο δραματικό τρόπο:
–Δεν σκέπτεσαι τα παιδιά σου…βρε, άχρηστε, όλο στα δικαστήρια είσαι… Μα σοβαρέψου. Αυτά που γράφεις είναι βλακείες…..και έχουν συνέπειες και σε μας.
–Κάνεις βλακείες πατέρα…του έλεγαν οι γιοι του. Ξέρουμε πως έχεις δίκαιο… αλλά δεν μπορείς να πολεμάς ξυπόλυτος … Οι αντίπαλοί σου είναι πιο δυνατοί και θα σε συντρίψουν…λογικέψου πια.
Πάσχιζαν τα κακόμοιρα με το μυαλουδάκι τους να τον συνεφέρουν…να τον κάνουν συμβιβαστικό με τους διώκτες του, να τον αποδυναμώσουν εν ονόματι της ιερής σκοπιμότητας της προστασίας και του ιδίου και της οικογένειάς του και των μελών της. Από μια άποψη αυτό μοιάζει λογικό… αλλά η λογική με τον Σωκράτη…δεν είχε καμιά συμβατότητα με τη δική τους λογική. Αυτός πετούσε στα δικά του σύννεφα. ΄Ελεγε: « Δεν μπορείς να μην ενοχλείς έναν απατεώνα δήμαρχο! Δεν μπορείς να κάνεις τον δημοσιογράφο. Αλλιώτικα πήγαινε στην Ομόνοια να πουλάς στραγάλια, κουλούρια, λαχεία…», πρέσβευε μετά ακατανόητου-για τους οικείους του- φανατισμού μια ολάκερη ζωή.
–Δεν θέλω να ακούω τέτοια χαζά.…Δεν καταλαβαίνω…πως , ενώ δέχεστε ότι έχω δίκαιο…δεν πρέπει να πολεμάω … επειδή τάχα μου … οι μηνυτές μου… είναι ισχυρότεροι! Μα και ξεβράκωτος οφείλω να πολεμήσω…Δεν σας έχω διδάξει τέτοια κακορίζικα εγώ. Θα υπερασπίζεστε τις πίστες σας, ξυπόλυτοι, ξεβράκωτοι, πένητες, άφραγκοι, με όποιο τίμημα και κυρίως όταν οι όροι είναι άνισοι και σε βάρος σας και με ενάντια τη λογική! Η τιμή, η αξιοπρέπεια , η πίστη σε αυτά που πιστεύετε δεν έχουν συγγένεια με τη λογική. Η λογική είναι για τα ανθρωπάκια. Για τους συνετούς, για τους πρακτικούς, για τους βολεψάκηδες… για τους ατάραχους. Καταλαβαίνετε ρε όρνεα, κωλόπαιδα του κερατά, γιατί μιλάω;…έλεγε.
Μετά πλατάγιζε, σπαρτάριζε στα γέλια!
—Χα…χα.. χα. Ο κερατάς είμαι εγώ … που γέννησα αυτά τα στουρνάρια …Τα καημένα…του βγήκαν …λογικά, συνετά , με στρογγυλό νιονιό πλάσματα… Ώοιμε…αλί και τρισαλί … τέτοια συμφορά! Τέτοιο χουνέρι της φύσης! Χα…χα…χα…
Α, ρε παλιομπαγάσα Θεέ … α, ρε Θεοί του Ολύμπου τι μου σκαρώσατε! Ου να μου χαθείτε Ούλοι σας!
Η καθημερινή οικογενειακή φαγούρα ήταν αφόρητη. Δεν καταλάβαιναν γιατί λειτουργούσε έτσι ο δημοσιογράφος… Τον βαράγανε οι απέξω, αλλά και οι από μέσα στην οικογένειά του. ΄Εβλεπε ολοκάθαρα την αποστροφή, την απόρριψη, το ευτελισμό, την περιφρόνηση των θέσεών του, των κειμένων του στην εφημερίδα του, από τους ίδιους τους δικούς του. Αυτοί που πριν από λίγο καιρό τον θαύμαζαν… για όσα έως τότε κουβαλούσε και πετύχαινε.. ΄Όλα αυτά ανατράπηκαν…. Η μαύρη προπαγάνδα της γυναίκας του…όπως έλεγε, ήταν καταλυτική. στον επηρεασμό των τέκνων της σε βάρος του. Γνωστή η τακτική των μανάδων… να διαβάλλουν τους άντρες τους…προκειμένου να πάρουν με το μέρος τους τα παιδιά τους. Αιωνόβια η διαπάλη. Δεν μπορούσε να την συνθλίψει, δοθέντος ότι είχε την άποψη ότι τα παιδιά …τα αγαπάει η μάνα αληθινά- και σίγουρο- προς τι λοιπόν να βλάψει μια τέτοια φυσιολογική αγάπη; Φυσικά έριχνε τη δική του αγάπη… αλλά δεν βαριέσαι… Τα παιδιά πρέπει να απολαμβάνουν αγάπης…και δεν του πήγαινε να μπει σε διενέξεις, και συγκρούσεις για το ποιος από τους δυο τους έχει πιότερη αγάπη προς τα παιδιά τους. Την άφησε να αλωνίζει… με την αγάπη της. Αυτός αυτοπεριορίζονταν διακριτικά στο περιθώριο, στο παραπόρτι της πατρικής αγάπης. Σήμερα απλά θέριζε τη σοδειά: Κανείς από τη φαμίλια του δεν ήταν μαζί του! Όλοι εναντίον του!
Μερικές στιγμές λύγιζε. «Βρε μπας κι έχουν δίκαιο; Μήπως το παρατραβούσε το σχοινί; Ας έβαζε νεράκι στο κρασί του…»
Αυτά τα σκουλήκια της αμφιβολίας που τον έζωναν δεν κρατούσαν για πολύ, αν και κάνανε τακτικές επιθέσεις το τελευταίο διάστημα. Τίναζε το κεφάλι του κι αμέσως συνέρχονταν.
–΄Όχι Σωκράτη, μονολογούσε, είσαι σε καλό δρόμο. Ξέρεις τι κάνεις, πάντα ήξερες από πού γέρνει η ζυγαριά. ΄Ασε τον κοσμάκι να σκούζει…εσύ σταθερός στη ρότα σου…Μοναχικός καβαλάρης, έτσι είναι η δημοσιογραφία…μονολογούσε και μετά κραύγαζε δυνατά:
–Ψηλά το κεφάλι ΡΕ ΤΡΑΧΑΝΑ… μη λυγίσεις στις σειρήνες της λογικής…
Οπότε μια μέρα η γυναίκα του, του λέει… «φύγε δεν σε θέλω…θα πάρω διαζύγιο!»
Στην αρχή έκανε κάποιες κουτσουκέλες αντίστασης, αλλά κατάλαβε το μάταιο.
Αποφάσισε να φύγει…Το τελεσίγραφο ήταν σαφές, η προσβολή κατάστηθη. Δεν μπορούσε να την υποφέρει! Δεν ήθελε να ακούει, να βλέπει τίποτε από όλα αυτά τα ψεύτικα που είχε στήσει. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί, για ποιες αξίες μάχοταν με τη φυλλάδα του, την εφημερίδα του, την τόσο πολύχρονη.. Παραδέχονταν όλοι πως είχε δίκαιο, αλλά διαφωνούσαν με το ότι … ένας ξυπόλυτος, γυμνός δεν μπορεί να υπερασπιστεί το δίκαιό του, διότι, λέει, οι επιβουλείς του, είναι ισχυρότεροι και θα τον θάψουν! Κι αυτός έλεγε…πως και οι αδύναμοι και οι γυμνοί, οφείλουν να δίνουν τη μάχη τους έστω κι αν χάσουν…έστω κι αν πέσουν! Μα δεν τον καταλάβαινε κανείς.
΄Όλα ήταν σε γενική κατάρρευση.
΄Ετσι βρέθηκε να οδηγεί το σαράβαλό του χωρίς να ξέρει κατά που θα τραβήξει…Προς ξηρά ή προς θάλασσα; Ιδού ο κόμπος. Οδηγούσε στην τύχη, αλλά δεν ήξερε τον προορισμό. Τελικά, μετά από κάποιες μανούβρες… βρέθηκε στον Πειραιά….
Σαλτάρισε στο πρώτο πλεούμενο… και ξεμπάρκαρε στην Πάρο…Εκεί έμεινε κανα δυο χρόνια και πέτυχε να γίνει πρωταγωνιστής της ζωής του νησιού. Τους εξέδωσε όχι μόνο τον τουριστικό οδηγό , αλλά και εφημερίδα, Η ΠΑΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ, η οποία και έπαιξε δυνατό ρόλο στις δημοτικές εκλογές. Δεν του έφταναν του θεότρελου τα βάσανά του, οι φουρτούνες που κουβάλαγε από το Χολαργό (δικαστικές διώξεις, και το σοβαρότερο, την απόλυσή του ως συζύγου και πατρός) και στο άψε σβήσε ξαναρίχτηκε στο στίβο, αυτή τη φορά σε έναν άγνωστο γι αυτόν τόπο, που όμως κατάφερε σε λίγους μήνες να τον μπουρδουκλώσει έτσι ώστε να γίνει και παράγοντας κλειδί στην τοπική ζωή. Τέτοια παλαβομάρα. ΄Άλλοι θα γονάτιζαν, αυτός , ξαναζωντάνεψε. Πήρε τα απάνω του κι ακάθεκτος, άρπαξε στη χούφτα του την ίδια τη ζωή του διάσημου νησιού.
Κρατούσε μια συμπαθητική παραθαλάσσια γκαρσονιέρα στην Αλυκή , όπου εκεί κάθε βράδυ γινότανε συσκέψεις επί συσκέψεων με υποψηφίους δημάρχους και συμβούλους…, καταστρώνονταν πλάνα επί πλάνων εκλογικής νίκης…΄Ολοι τον είχαν σε εκτίμηση και αποζητούσαν τη συμπαράστασή του, τις γνώσεις του. Ο Σωκράτης ήταν σίγουρα μια προσωπικότητα που ακτινοβολούσε, παντού, είτε βρισκότανε ανάμεσα με παρακατιανούς, είτε με σπουδαίους και ισχυρούς. Είχε , ας πούμε , αυτό το χάρισμα, να ξεχωρίζει, να λάμπει , χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια ή επίδειξη. Και φυσικά άφραγκος… μόνιμα και μονιμότερα να αρνιέται κάθε αμοιβή για τις γνώσεις και τεχνογνωσία που εξέπεμπε .
–Αν κρίνετε πως αυτά που λαλώ σας είναι χρήσιμα… πάρτε τα, αξιοποιείστε τα…θα χαρώ να σας βοηθήσουν… Οι ιδέες μου δεν είναι δικές μου, αλλά της φύσης κι άρα δεν μπορώ να τις εμπορευτώ. Είναι δωρεά των Ουρανών…και ως δωρεά περνάει σε σας… συνήθιζε να υπογραμμίζει.
Έτσι χιλιάδες άνθρωποι είχαν επωφεληθεί από αυτή την αλλόκοτη τακτική, ανατρεπτική των ισχυόντων παρά των συγχρόνων. Ο Σωκράτης, όντας αυτοδίδακτος στα πάντα, τη γνώση του την παραχωρούσε ελεύθερα στους πάντες…χωρίς καμιά εμπορική συναλλαγή. Θεωρούσε προσβολή, βανδαλισμό κι αυθάδεια… να μη βοηθάς έναν φοιτητάκο σε κάποιο πρόβλημα, την ώρα που εσύ έχεις τη λύση έτοιμη στο πιάτο. Και το πιάτο του Σωκράτη ήταν προς βρώσιν απάντων…Μια ζωή τον ίδιο χαβά! «Αυτά που κατεβάζει το νιονιό μου, είναι της φύσης , δεν είναι δικά μου…και σε ξένους αχυρώνες… εγώ δεν κάνω παζάρια… δεν μπορεί να εμπορεύομαι τέτοια φρούτα και να κλέβω τα πνευματικά δικαιώματα της φύσης…» έσκουζε συχνά…
΄Όμως ένα τέτοιο βράδυ, όπου η συζήτηση και ο οίνος έρεαν ευχάριστα, κουβαλήθηκε η Αστυνομία… και είπε ότι τον ήθελε ο κύριος διοικητής, ένα αμούστακο καλό παιδί με τον οποίο είχε κάποιο φιλικό διάλογο, αν και ήξερε πως οι διάλογοι με τα αστυνόμια, είναι σκατένια ιστορία και καλόν είναι να αποφεύγεται, συνιστούσε στους αδαείς, όταν είχε τα κέφια του.
–Εν τάξει ,μείνετε ήσυχοι, θα έρθω αύριο το πρωί … τώρα έχω σύσκεψη , όπως βλέπετε…είπε με προστακτικό ύφος στα όργανα της τάξης… και τους ξεφορτώθηκε, αυτός ο καταζητούμενος…και μάλιστα κυκλοφορών με ψευδώνυμο στην Πάρο, «για να θολώνει τα ύδατα και να έχει τις πλάτες του ασφαλείς» όπως έλεγε ο κατεργαράκος. ΄Ηξερε πως κάποια στιγμή θα έπεφτε στη φάκα των διωκτικών αρχών, αφού ήταν φυγόποινος… Είχε σωρεία καταδικών ερήμην… πάντα φυσικά για θέματα Τύπου (μηνύσεις για δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμιση). Αλλά με τη σύλληψή του θα τακτοποιούνταν…μεν… μα ,νόμιζε, ότι δεν είχε έρθει η ώρα του ακόμη…
Μόλις τέλειωσε η σύσκεψη , μάνι- μάνι φόρτωσε τα πράματά του στο σαραβαλάκι του, ένα Σκόντα της κακιάς ώρας κι όπου φύγει-φύγει… Άρπαξε το πρώτο καράβι κι έγινε μπουχός από την Πάρο! Το έσκασε… δεόντως.
Τι είχε συμβεί; Ως δαιμόνιος που ήταν ο κύριος Σωκράτης ήξερε καλά πως αν εμφανίζοταν στον κύριο διοικητή… τα πράγματα γι αυτόν ίσως μπερδεύονταν κι αυτό δεν το γούσταρε με καμιά δύναμη! Τι τον ήθελε ο κ. Διοικητής;
Κάποιος παλιοκάπελας της Πάρου… θίχτηκε από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας του και έκρινε σκόπιμο, για την προστασία της τιμής του βρόμικου τζατζικιού που πρόσφερε να υποβάλλει μήνυση … για δυσφήμιση. ΄Ετσι, ο αστυνόμος τον κάλεσε για να του πάρει απλή κατάθεση…Ο Σωκράτης όμως σκιάχτηκε, πονηρεύτηκε…Αν παρ΄ ελπίδα έψαχνε βαθύτερα, ο αστυνόμος, τι θα γινόταν; Θα τον μπαγλάρωνε . Θα πήγαινε σούμπιτο στη φυλάκα! Και δεν το γούσταρε εκείνη τη στιγμή με τίποτε! ΄Επρεπε να εξαφανιστεί από το προσκήνιο της Πάρου!
Με τίποτε δεν ήθελε τέτοια εξέλιξη ο λεβέντης μας…΄Ετσι πολύ σοφά, αν και βεβιασμένα,- όπως παραδέχτηκε αργότερα- το έβαλε στα πόδια. ΄Ετσι έμεινε ρέστη η αστυνομική επιτυχία και ρέστοι οι Παριανοί από τη σοφία του!
Φτάνοντας στον Πειραιά, κατάλαβε πως δεν ήξερε ποιο δρόμο να τραβήξει… Η περίπτωση να ξαναεπιστρέψει στον Χολαργό και στους δικούς του, ήταν εξ αρχής αποκλεισμένη. Ούτε ζωγραφιστούς ήθελε να τους βλέπει, όσο κι αν αυτή η ανεξήγητη διάθεσή του, τον πονούσε αβάσταχτα…
΄Εστριψε το τιμόνι αριστερά και καβάλησε τη στράτα που οδηγεί προς Πελοπόννησο…
–Θα πάω για Κεφαλονιά, μουρμούρισε… Εκεί έχω προϊστορία…και ρίζες!
Στην Κεφραλονιά είχε δύο συνεργάτες δημοσιογράφους…μαθητούδια του. Κάτι θα γινότανε ,υπέθετε. Το κεφάλαιο Πάρος έκλεισε… ΖΗΤΩ λοιπόν η Κεφαλονιά….
΄Ελα όμως που η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Δέκα χιλιόμετρα έξω από την Κόρινθο το σαραβαλάκι του τα κακάρωσε, τα τίναξε… κόλλησε η μηχανή του. Μάλλον ο ταλαίπωρος είχε ξεχάσει να το ταϊσει με λάδια. Φώναξε μια οδική υπηρεσία… Το σύρανε το κάρο και το βάλανε σε ένα δρόμο της Κορίνθου.
–Ωραία, είπε, Καλή και η Κόρινθος… Θα τους αλλάξω κι αυτούς τα φώτα. Θα επιβιώσω.
Αμέσως βρίσκει και ενοικιάζει διαμέρισμα… άδειο, σκέτα ντουβάρια….κοντά στο αχρηστευμένο κάρο του. Το θέμα ήταν πού και πώς θα κοιμόταν. Βρήκε στο δρόμο κάποιες χαρτοκούτες, βρήκε πολλές. Τις άρπαξε… και τις έστρωσε στο πάτωμα….Κι εκεί άπλωνε το κορμί του για ύπνο. Βρήκε κι άλλες χοντρές κούτες… που τις έκανε γραφείο… έβαλε τον υπολογιστή… έβαλε τα χαρτιά του… και τα μολύβια του και η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…Μπίρ Αλάχ… ΄Όχι δεν ήταν από αυτούς που γονατίζουν …έστω κι αν πάλι βρισκόταν στο «φτού κι από την αρχή», σε νέα περιπλάνηση προς το άγνωστο. Ο Σωκράτης είχε στυλ απίστευτο. ΄Ηταν άνθρωπος παντός καιρού.
Την επομένη αρχίζει να κάνει έρευνα αγοράς.. Και την μεθεπομένη… μα όλες οι μετρήσεις, τού έβγαιναν αρνητικά. Ούτε μια περίπτωση θετική σταύρωσε! Κορίνθιοι γαρ, είπε… Μπάσταρδοι του κερατά… αν και από την πόλη τους μπολιάστηκε ο Χριστιανισμός…με μια εβραϊκή κομπανία , στην οποία πόνταρε ο Αποστόλης ο Παύλος… Έτσι μας προέκυψε η προς «Κορινθίους επιστολή” του… για να κατουριόμαστε αιωνίως. Στα ραβασάκια ο Παυλίκος ήταν μάνα! ΄Ολο επιστολές ταχυδρομούσε…προς Θεσσαλονικείς… προς Ρωμαίους…Κορινθίους, προς πάσαν κατεύθυνση…Παντού… άλλη δουλειά δεν έκανε… επιστολογραφούσε… αν και καμιά επιστολή του… δεν έχουμε στα χέρια μας…ώστε να μην αμφιβάλουμε περί της ύπαρξής του, όπως δεν αμφιβάλουμε με τον Πλάτωνα , τον Αριστοτέλη κι άλλων σημαντικών , από τους οποίους κάτι γραπτό σώθηκε , βρε αδερφέ. Από τον Αποστόλη Παύλο, τον περισπούδαστο αυτό σκηνοποιό… και τέως συνταγματάρχη των Ρωμαίων, δεν σώθηκε γρι! Ούτε ένα επιστολόχαρτό του. Τίποτε.! Αλλά φύτεψε ο μπαγάσας… τη νέα θρησκεία του στην Κόρινθο, με τη συνεργασία ενός εβραϊκού ζευγαριού, τον Ακύλα και τη Πριστίνα, ή όπως διάολο λεγότανε…-δεν καλοθυμάμαι- και καθάρισε με την «προς Κορινθίους Επιστολή του». Ποιά επιστολή προς Κορινθίους; Σε Εβραίους την έστειλε , αλλά όχι και σε ορίτζιναλ Κορίνθιους….οι οποίοι φοράγανε …στραβά την τραγιάσκα και ήσαν επικυρίαρχοι σε πολλά Ελλαδικά τότε. Κάτω από αυτές τις ιστορικές συνθήκες , ο Σωκράτης , αντιλήφθηκε σύντομα πώς ήταν σε λάθος χώρο..! Η Κόρινθος δεν τον ήθελε με τίποτε! Απλά πράγματα. ..όπως και τον Αποστόλη Παυλίκο…ο οποίος παρά τα παχιά του λόγια για τον νέο Θεό… τους μόνους οπαδούς που βρήκε στην Κόρινθο ήταν αυτό το εβραϊκό ζευγάρι ! Αλλά τους διόρισε… ! Τους έχρησε εκπροσώπους του και της νέας θρησκείας που επαγγέλονταν!
Ο Σωκράτης μας δεν είχε να πλασάρει κανέναν Θεό, καμιά θρησκεία… Μια ευκαιρία ζητούσε για να τρώει ένα κομμάτι ψωμί, ύστερα , από την αποπομπή του από Χολαργό και Πάρο…Ζητούσε πολλά; Μπα….Οι Κορίνθιοι ήσαν ιδιόρρυθμοι και δεν καταλάβαιναν αυτά που τους κόμιζε! Αν και δυναμικοί, ποτέ δεν καταλάβαιναν…. Εδώ και χιλιάδες χρόνια… από εποχής Περικλέους…Τι σάμπως μπορούσε να προσδοκά από τέτοιους; Έγιναν διάσημοι…με μια πουτάνα, τη Λαϊδα! «Λαϊς, η Κορινθία!» Μάρκα ντεποζέ! Τι τάχα, ένας Σωκράτης εκ Χολαργού να προσδοκούσε από τέτοιους απόγονους μιας καραπουτανάρας;
Όταν είδε πως δεν υπήρχε ελπίδα, αποφασίζει να φύγει και από την Κόρινθο… Δρόμο για Κεφαλονιά…λέει. Αγοράζει ένα άλλο σαράβαλο… -το άλλο το παράτησε στο δρόμο στην Κόρινθο, κάπου εκεί στην αρχή της πόλης, λίγο πιο κάτω από τις σιδηροδρομικές ράγες- μια και η θεραπεία του, δεν ήταν εφικτή, αφού του ζητούσαν 200.000 δρχ… οι συνεργάκηδες… ενώ αυτός βρήκε νέο κάρο με 50.000 δρχ. …άρτιο και λειτουργικότατο! Τρελές καταστάσεις. Η μοίρα του μεν του πήγαινε κόντρα, αλλά συνάμα και τον χάδευε… Δεν τον άφηνε εντελώς μονάχο και στα κρύα του λουτρού!… Φεύγει…φεύγει…Η Κόρινθος δεν τον σηκώνει…
Φτάνει στην Κεφαλονιά. Οι φίλοι του τού βρίσκουν αμέσως διαμέρισμα…μια πληκτική τουριστική κάμαρη, εκεί όξω από το Αργοστόλι , στη Λάσση , κανα δυο χιλιόμετρα πέρα. Να μένει τζάμπα όσο καιρό ήθελε! Δεν του άρεσε όμως… Ήταν καλοζωϊσμένος…ε, πώς να γίνει… το αίμα δεν γίνεται νερό! Το παράτησε ,και έφυγε, κι από δω άρον-άρον, αφού προηγουμένως έκανε μια φωτογράφηση όλης της Κεφαλονιάς, με πολύ καλές λήψεις . Στο μυαλό του ήδη είχε σχεδιάσει το επόμενο του βήμα.
–Φεύγω μα θα επιστρέψω… και θα σας βγάλω τουριστικό οδηγό κι εσάς….Κουζουλοί, περιμένετε! είπε.
Για την ακρίβεια, τους είχε βγάλει ΟΔΗΓΟ πριν δέκα χρόνια, αλλά με τις νέες φωτογραφήσεις του, νόμιζε ο ατυχής ότι είχε πιάσει τον Πάπα από τα αυτά του, τα «μπόσικα»…Τέλος πάντων. Πήρε των ομματιών του…Μπήκε στο καράβι… μα πάλι δεν ήξερε που πάει… που θα κατασταλάξει…
Επέστρεφε! Πού όμως;…Στον τόπο της καρατόμησής του, το Χολαργό; Στα εδάφη της απολάκτισής του από τη φαμίλια του, από την πόλη, που υπηρέτησε και ανέδειξε;
Δεν ήξερε, ήταν πελαγωμένος.
Πού πας βρε μπουνταλά; Δεν έχεις μοίρα κάτω από τον ήλιο…γιατί επιστρέφεις πια; Παλουκώσου κάπου κι ό,τι γίνει… Γιατί αυτό το γυρολόϊ; Ρίξε πέτρα πίσω σου μια κι έξω…τι χαζά είναι αυτά τα πήγαινε-έλα…; Καταλάβαινε την ανοησία, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς… Η επιστροφή στον τόπο του «εγκλήματος» είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο στην ανθρώπινη ιστορία. Σκαστός από την Πάρο… Φευγάτος από την Κόρινθο…και τη Κεφαλονιά! Τι άλλο περίμενε στη σειρά; Πού αλλού θα πήγαινε; Πήγαινε…πήγαινε χωρίς να ξέρει πού…Έτσι, φτερό στον άνεμο… Καταβρόχθιζε τα χιλιόμετρα πάνω –κάτω…για να βρει αποκούμπι κι ένα πιάτο φαγί…Τράβαγε και τράβαγε μα τελειωμό δεν είχε … Μια μόνο προσδοκία , ότι η μοίρα θα του χαμογελάσει κάποια στιγμούλα…Πως κάπου θα ξεπεζέψει…και θα βρει τη γαλήνη που τόσο είχε ανάγκη! Δεν είναι εύκολο… να κατανοήσεις τέτοια καθολική απόρριψη από οικείους και ξένους, σε μια πόλη όπου ήσουνα αφέντης… επικυρίαρχος…και ρυθμιστής. Από το κάτι…περιέπεσε στο μηδέν! Δεν μπορούσε να το χωνέψει, πως ολάκερη η ζωή του, πουφ, έγινε καπνός, συντρίμμια. Από τα ψηλώματα στο καλάθι των αχρήστων… Είχε σπίτι, φαμίλια, κουτσούβελα, κύρος και καταξίωση κοινωνική και από μια στιγμή στην άλλη, όλα έγιναν στάχτη, σμπαράλια. Ποιος πάτησε τη σκανδάλη; Ποιος σκότωσε τον Σωκράτη και τον εξαφάνισε από τη ζωή του Χολαργού;
Θεωρούσε ότι καταλυτικό ρόλο στην εξαφάνισή του έπαιξε η γυναίκα του. Δεν είχε τα αναγκαία ψυχολογικά στηρίγματα από μέρους της. Ή έστω ένα είδος κατανόησης, ανοχής της δύσκολης δημοσιογραφικής δουλειάς που έκανε! Του ρίχνανε σφαλιάρες οι απέξω… κι η γυναίκα του έριχνε πολλαπλάσια τις δικές της. Μετά, αφού έπεισε και τα τέκνα τους, οι σφαλιάρες έπεφταν καταιγιστικά επί της κούτρας του. ΄Ηταν αφόρητο, δεν μπορούσε να το αντέξει…Αντί να τον στηρίζουν…αυτοί οι υποτίθεται δικοί του, τον… πυροβολούσαν…τον δολοφονούσαν σε κάθε στιγμή!
Εντάξει οι απέξω, έλεγε, αλλά και οι από μέσα, γιατί ; Αντί μέσα στο σπίτι να γαληνεύει, εκεί αντιμετώπιζε νέες οδυνηρότερες θαλασσοταραχές, πώς να αντέξει ; Μάχες με τους απ΄ έξω κι αλύπητα μαστιγώματα με από τους μέσα, τους δικούς του ανθρώπους. Ε, του κερατά… δεν τράβαγε άλλο. Δεν κακοκάρδιζε ούτε τους έξω ούτε προς παντός τους δικούς του. Τους δικαιολογούσε ορισμένως, αλλά πια είχε φτάσει στο αμήν. Τους απέξω από μια άποψη, τους έφερνε βόλτα. Ίσα-ίσα η αντιπαράθεσή μαζί τους, τον γέμιζε και τον διασκέδαζε…Μα με τους μέσα , δεν φτούραγε, γινότανε σμπαράλι, ράκος. Ξαπόσταση η ψυχή του δεν είχε…
Τα βρόντηξε! Εξαφανίστηκε! Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά… δεν είχε άλλη διέξοδο. Όλοι τον έφτυναν…Είχε μια εικόνα σπουδαίου και περιέπεσε στο σκουπιδαριό.
Α, όλα κι όλα…αυτός ο θυελλώδης δεν τα έριχνε αυτά στη κακή του μοίρα. Απλά αποδέχονταν ψυχρά τα μοιραία καμώματά της. ΄Όλα τα απέδιδε σε μια συγκυρία, σε μια συνωμοσία συμπτώσεων, που όφειλε να αποδεχτεί, να συμπλεύσει με τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε, κι αν μπορούσε να την ξεπεράσει, κτίζοντας μια άλλη ζωή, ε …δεν θα ήταν κι άσχημα.
Ήταν ήδη εξηντάρης, μα συνέχισε να έχει πίστη στις δυνάμεις και ικανότητες του, αν και μερικές φορές, ως βαθύς γνώστης της ζωής, δεν απέκλειε και το ενδεχόμενο να γίνει τρόφιμος σισιτίων του Δημοσίου για αναξιοπαθείς. Τρόμαζε με την ιδέα,- γιατί είχε ένα αξιοσέβαστο όνομα- αλλά δεν απέκλειε καθόλου μια τέτοια εξέλιξη, αφού το κατρακύλισμα των ανθρώπων στη ζωή «από τα ψηλά στα χαμηλά» είναι στην ημερησία διάταξη. Η ειμαρμένη σχεδιάζει τα δικά της χωρίς τον ξενοδόχο. ΄Εχει τη δική της άποψη!
Απόδιωχνε τέτοιες γκρίζες σκέψεις…και συνέχισε να το παίζει «σβούρα»… να γυρίζει από χωρίον , εις χωρίον και από νήσον εις νήσον…, πιστεύοντας ότι κάτι καλό θα φέξει και γι αυτόν. Μα δεν έφεγγε, όσο κι αν πάσχιζε απεγνωσμένα.
Φτάνοντας στην Αθήνα…δεν είχε σκέψη να επιστρέψει στον άφιλο και εχθρικό Χολαργό. Ροβόλησε στο μαγαζί του γιου του, στο Παγκράτι.. Είχε τα κλειδιά του μαγαζιού. Μπήκε μέσα σαν κλέφτης…και την άραξε στο πατάρι, στο πάτωμα , περιμένοντας να ξημερώσει για να δει τι μπορεί να απογίνει.
Τι να απογίνει; Δεν μπορούσε να απογίνει τίποτε…
Ο γιος του, όταν είδε τον πατέρα του που έκανε «κατάληψη» του μαγαζιού του… για να ακουμπήσει το σαρκίο του άρχισε να… τον βρίζει (Τι βρισιές κι αυτές… θεέ μου…) και του πρόσταζε να φύγει… «διότι εκεί ήταν… ιερός χώρος,…το μαγαζί και δεν μπορούσε –επί τέλους -να καπνίζει… διότι ..πρέπει να σεβόμαστε την πελατεία…η οποία είναι …υπέρτατη θρησκεία»! Κι ότι τα προϊόντα του θα βλάπτονταν! Εκεί ήταν …μαγαζί κι έπρεπε να το σέβεται!
Τόσο σοβαρά κι αστεία ταυτόχρονα!… Εκεί ήταν μαγαζί…΄Εσφιγγε τα χείλη του. Αυτός ο άλλοτε αγέρωχος, ο πανίσχυρος. Να τιμωρήσει τον υβριστή υιό του. Οι πάντες τρόμαζαν το θυμό και τις εκρήξεις του. Δεν λογάριαζε τίποτε. Τα έβαζε με Θεούς και δαίμονες…και θα άφηνε το αποσπόρι του να του κουνιέται ανευλαβώς;
Το άφησε όμως, το βούλωσε… αν και στο βάθος γέλαγε με την αποκοτιά του και τα επιχειρήματά του. Πάντα ένας πατέρας κατανοεί τις αταξίες των παιδιών του. Ήταν όμως αδύναμος, ένας πατέρας εκπεσών εκ του θρόνου. ένας … αποδιοπομπαίος πατέρας. ΄Ηταν ξεπουπουλιασμένος από την παλαιά του αίγλη… η οποία σιγά-σιγά , σπυρί-σπυρί, και με τη μαύρη προπαγάνδα της γυναίκας του και των γυναικών των τέκνων του… έφτασε πια να είναι σαν κοτόπουλο άπτερο, έτοιμο για μαγείρεμα. Αυτός ο πρώην αετός! Πώς να βάλει στη θέση το γιο του; Με τι φόντα και ποιες πατρικές εξουσίες; Σφάλισε τα χείλη του… και δεν έβγαλε μιλιά. Τα κατάπιε όλα. Το μόνο που ήθελε ήταν απλά να ξαποστάσει…μια και δεν είχε που αλλού να πάει.. Κατέληξε στο πατάρι αυτό του γιου…του. Αλλά κι αυτό ενοχλούσε!
Πάνω απ΄ όλα το μαγαζί. Ο πατέρας πρέπει να εξοβελιστεί… στον κάλαθο των αχρήστων! Να εξαφανιστεί… να μη υπάρχει! Ούτε σε πατάρι…ούτε καν σε πάτωμα πρέπει να υφίσταται!
Εδώ υπάρχει δάκτυλος, σίγουρα, της γυναίκας του μιας εξαιρετικά μορφωμένης ή παραμορφωμένης γυναίκας από το Αγρίνιο… Βασικά αγρία…(Αγρίνιον γαρ), ωραία κι άσχετη περί παντός, όπως μάλλον «όλαι αι γυναίκαι», έλεγε.! Διότι το μαγαζί το είχαν συνεταιρικά με τον γιο του. Και ναι μεν ο υιός, στο βάθος να ήθελε να ανεχθεί τον πατέρα του στο πατάρι,- καμιά σκέψη να τον πάρει σπίτι του- αλλά η λεγάμενη η γυναίκα του δεν τον άφηνε και του έπρηζε με τη μουρμούρα τους όρχεις, χώρια που το βράδυ δεν θα απολάμβανε, ο ταλαίπωρος «τσιτσί» στο κρεβάτι. Κι αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα στη αρμονία του ζευγαριού. Η δε κρεβατομουρμούρα ήταν φαίνεται τοιαύτης εντάσεως, ώστε ο κωλοπαιδαράς , δεν το άντεξε και την επομένη άρχισε να πυροβολεί τον πατέρα του, ωθώντας τον προς άμεση εγκατάλειψη του παταριού που κατέλαβε, αυθαίρετα κι ανορθόδοξα.
–Μα… τέτοια σπουδαία τέκνα μου έλαχαν; Τέτοια κωλόπαιδα, αναρωτιόταν ο ταλαίπωρος Σωκράτης….
Πνίγοντας την αξιοπρέπειά του, έκανε υπομονή. «Θα φύγω, τέκνον μου αγαπητό…. Περίμενε, λίγο ακόμα… σε παρακαλώ».του έλεγε.
΄Ελεγε και «παρακαλώ» ο Σωκράτης, την ώρα που σ΄όλο του το βιος δεν είχε παρακαλέσει κανέναν, επί ζωής, κερατά! Στο πατάρι, του είχαν έρθει όλα τούμπα.
Έμεινε εκεί, περίπου ένα εξάμηνο, στο πάτωμα με μια κουβερτούλα , χειμωνιάτικους μήνες, με δύο και τρία παντελόνια φορεμένα το ένα απάνω στο άλλο για να μη κρυώνει, έχοντας στο κούτελό του την απορία πάντα, πως δα, και γιατί τα τέκνα του, δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον πάρουν σπίτι τους;…
Καλά μιλάμε για ψιλά … γράμματα, ωστόσο είχε ο ατυχής αυτή την … απορία!
Απάντηση… δεν έλαβε ποτέ, αν και την ήξερε! Οι νυφάδες του δεν γούσταραν…με τίποτε, αυτόν τον εξυπνάκια…ίσα-ίσα χαίρονταν την κατρακύλα του…και τις περιπέτειές του, που και τις μονστράνε στη μούρη των αντρών της…ώστε να κατανοήσουν οι χαλβάδες (υιοί του)… ποιος πατέρας τους έλαχε…υπονοώντας φυσικά ότι οι δικοί τους πατεράδες ήσαν …πολύ καλύτεροι από τον Σωκράτη, … αν και ο ένας ήταν …βοθρατζής, (δηλαδή είχε ένα βυτίο κι απορροφούσε τα σκατά των σπιτιών) κι ο άλλος καπνοπαραγωγός.) οπότε η απόρριψή του κυρίου και επιφανούς Σωκράτη ήταν πλέρια…καθολική ! Μπορεί δα ένας χαζοβιόλης… δημοσιογράφος να είναι ίσος με έναν καπνοαγρότη ή με έναν σκατατζή; Σε καμιά περίπτωση. Ο καπνοπαραγωγός κι ο βοθρατζής υπερέχουν, αυτό να γίνει κατανοητό και να το εμπεδώσουν οι πάντες! Χώρια που μαζώνουν και παράδες. Ενώ ένας δημοσιογράφος τι μαζώξει, εκτός κι γίνει εκβιαστής, όπως κάποιοι. Σαφές;
΄Ετσι παίζεται το παιχνιδάκι με τα ζευγάρια… «Οι δικοί μου γονείς…είναι καλύτεροι από τους δικούς σου.» Ανθρώπινες χαζομάρες αιωνίως κυκλοφορούσες!
Από τη μια, ο Σωκράτης, το διασκέδαζε, κι από την άλλη κουνούσε την κεφάλα του για την ευτέλεια που βίωνε …Απορούσε μεν , αλλά τα κατανοούσε δε !.
Καταλάβαινε… και χασκογελούσε με τον εαυτό του… «Γιατί απορείς ρε μάγκα…αυτά τα προϊόντα έφερες στη ζωή… δικά σου δεν είναι;…Να τα χαίρεσαι!»
Μάλιστα πολύ πριν, σε απροσδιόριστο χρόνο, τους είχε πετάξει το εξής αμίμητο:
–Χάρηκα που σας γνώρισα… ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ!
Ποτέ δεν είχαν καταλάβει τι εννοούσε… Μήπως αυτός υποψιάζονταν τι έλεγε;
Στο μεταξύ στο Χολαργό, η κατάσταση βελτιώνεται…όλα έχουν ηρεμήσει με την απουσία, εξαφάνιση του Σωκράτη. Κανείς δεν ενοχλεί…ή ενοχλείται… Η εφημερίδα του, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ συνεχίζει να εκδίδεται από τον γιο του…ο οποίος αιφνιδίως είχε αρπάξει τα ινία της, χωρίς καμιά πατρική εξουσιοδότηση, έτσι απλά. Αλλά χέστηκε η φοράδα μέσα στο αλώνι … Ήταν μεν μια άπρεπη πράξη κατάληψης, αλλά καλή και βιαίως θετική. Η Εφημερίδα με την ορμή του γιου του συνέχιζε να υπάρχει, έστω και με κατεβασμένους τους τόνους της, και με χλιαρή την κριτική της, πλην όμως υπήρχε. Κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, αν και ξάφνιασε αυτούς που γούσταραν τη θανή της εφημερίδας. Ο Σωκράτης μεν είχε εξαφανιστεί, είχε πεθάνει… αλλά συνέχιζε να ζει με την πρωτοβουλία του γιου του, ο οποίος το έπαιζε δημοσιογραφικά χωρίς πολλές εξάρσεις, αλλά συντηρούσε κόσμια την σαραντάχρονη παράδοση. χωρίς να χαδεύει τους αυθαιρετούντες και χωρίς να τους παρενοχλεί όμως, σκληρά , όπως ο πατέρας του…! Νέοι καιροί, νέα ήθη.. Όλα καλόδεκτα και χωρίς μουρμούρες από τη πλευρά του Σωκράτη, ο οποίος ορισμένως είχε όλα τα προνόμια να τσατιστεί… και να αρπάξει φραγγέλιο! Προτίμησε να κάνει και πάλι το κορόϊδο. Δέχτηκε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας του από το γιο του, αυτόν … το χυδαίως υβριστή του…
Σιγά… μπορεί να θυμώνουν κάποτε τα παιδιά, αλλά στο βάθος παραμένουν σεβαστικά…Ε, τώρα σε τέτοιες λεπτομέρειες θα μένουμε…έλεγε ο γερό- Σωκράτης. Οι πατεράδες και οι μανάδες , έχουν αυτό το υπέροχο χάρισμα: να παραβλέπουν τα δύστροπα καμώματα των παιδιών τους…
–Πως τα πάω πατέρα…με την εφημερίδα;
–Πολύ καλά, αγόρι μου…Προχώρα… άφοβα…Καλύτερα δεν μπορούσε να γίνει. Η σκυτάλη πια είναι στα χέρια σου. Προβλέπω πως η εφημερίδα θα υπάρχει και στον επόμενο αιώνα…Μα είναι θαυμαστό αυτό! Σ΄ ευχαριστώ που συνεχίζεις το όνειρο!
Πάντως όλοι στο Χολαργό, Δόξα τω Θεώ, έμοιαζαν ευτυχείς… Η ζωή κυλούσε πλέον ήρεμα ,ενώ η γυναίκα του ..που βιαίως τον απέλυσε… μάλλον συνήλθε, δεν είχε αφορμές για να ξύνεται. Κοντολογής είχε καταλαγιάσει αν και σταθερά ψαχνότανε…όπως όλες οι γυναίκες όταν καβαλήσουν τα σαράντα τους.
Ο Σωκράτης , όπως μπήκε κλέφτικα , αυθαίρετα στο μαγαζί του γιου του, αποφασίζει να φύγει επίσης έτσι. Φορτώνει στο αυτοκίνητο όλα τα αναγκαία , κατεβάζει-κλειδώνει τα ρολά… και πάλι μπαρκάρει. Η θάλασσα τον τραβάει σαν μαγνήτης … Αυτή τη φορά ο προορισμός του είναι η Νάξος. Τον φιλοξενεί για δύο μέρες μία φίλη του και πρώην συνεργάτιδά του. Μετά προφασίζεται πως φεύγει για Αθήνα… αλλά δεν έφυγε…Πήγε και την άραξε σε ένα γιαλό απόμερο της Νάξου…. και κοιμόταν μέσα στο κάρο του, ενώ όλη τη μέρα κάθονταν στη παραλία κάτω από μια ομπρέλα, με τραπεζάκι και καρεκλάκι…όπου είτε διάβαζε… ένα χοντρό βιβλίο, είτε…ρέμβαζε, είτε συνήθως κολύμπαγε…
Αυτή η παραθαλάσσια, στη Νάξο, περιπέτεια, όμως, δεν κράτησε για πολύ…Δεν ήταν ευτυχής σίγουρα.… ΄Εκανε βέβαια τις φωτογραφήσεις του στο νησί… έχοντας στο μυαλό να βγάλει κι εδώ τουριστικό οδηγό μα… κι αυτή η απόπειρα δεν του έβγαινε επαγγελματικά…Ίσως κιόλα δεν ήθελε να προσπαθήσει πιότερο…ένιωθε κουρασμένος, δεν είχε το αλλοτινό κέφι του .Ο Χολαργός, τα παιδιά του… δεν ξεκόλλαγαν από πάνω του.
Μια νύχτα πήρε ξανά το καράβι… κι επέστρεψε στον Πειραιά! Καταλήγοντας στο πατάρι του μαγαζιού του γιου του ξάφνου, αισθάνθηκε τη ανάγκη να τηλεφωνήσει στον δεύτερό του γιο που έδειχνε περισσότερο πονετικός από τους άλλους και έλαβε το μαντάτο που τον αναστάτωσε.: «Πού είσαι ρε πατέρα…η μάνα μας είναι στο νοσοκομείο! Τη σακάτεψε ένα αυτοκίνητο. Έπεσε πάνω της και την ξεκοκκάλιασε! του είπε.
Ο Σωκράτης προσποιήθηκε πως ήταν στη Νάξο… και πως όλο τον καιρό της απουσίας του είχε κλειστό το κινητό του τηλέφωνο…
–Εντάξει, παίρνω το αεροπλάνο κι έρχομαι, του είπε…αν και ήταν ήδη στην Αθήνα από βραδύς… Ψεύτικο το σκηνικό, αλλά καλό και δήθεν ηρωϊκό. Αλλά τι σημασία; Η ουσία μετρούσε.
Ένα δικό του πλάσμα …σακατεύτηκε! Έπρεπε να είναι δίπλα του … δίπλα σ΄ αυτήν που τον απέλυσε, τον έδιωξε.. Δεν μπορούσε, δεν το νογούσε να την αφήσει μονάχη της , πάντα ήταν κοντά της, σε όλους τους. Δεν του πήγαινε, πώς να το κάνουμε, δικό του κορίτσι ήτανε…Ε, καλά τώρα τον έδιωξε… τον απόλυσε…ποιόν αυτόν, ε, και τι έγινε σάμπως;… «Εχέσθη η φορβάς εν τοις αλωνίοις», σκέπτονταν. Ήταν το κορίτσι του, θα το άφηνε τάχα στη μοναξιά του πόνου του;
Και τσούφ… πάει και τη βρίσκει… μπαταρισμένη σε γύψους , να τη φιλοξενεί σπίτι του, ο αδερφός της κάπου εκεί στον Ωρωπό. Κι αμέσως αρχίζει να την υπηρετεί σε κάθε της ανάγκη. Την έπλενε, τη σφουγγάριζε., την έκανε ασκήσεις φυσικοθεραπείας, της άλλαζε τα βρακιά, την ξεσκάτωνε, της έβαζε τη «πάπια», της έκανε εντριβές , γενικά έκανε όλα εκείνα που θα την ανακούφιζαν ΄Ετσι απλά…κι όμορφα. Σωκράτης ήταν αυτός… ένας και μοναδικός κι από παλιά….
Καλά όλα αυτά, μα μέσα του ο Σωκράτης έβραζε. Ανησυχούσε. Συνέχιζε να είναι φτερό στον άνεμο… έπρεπε να βρει λύση για το μέλλον του, κάπου επί τέλους να κατασταλάξει. Τα λιγοστά χρήματά του, είχαν εξαντληθεί κι έπρεπε κάτι να κάνει για να επιβιώσει. Φυσικά καμιά σκέψη επανόδου στα πάτρια εδάφη. Χώρια που οι καταδίκες συσσωρεύονταν, στον αστυνομικό σταθμό, αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε διόλου. Οι αστυνομικοί, που τον ήξεραν πολύ καλά και περισσότερο την ουσία των καταδικών του , ευγενώς δεν είχαν καμιά διάθεση να συλλάβουν αυτόν τον αξιοσέβαστο κι έντιμο δημοσιογράφο.
Βάζει το χέρι στην τσέπη του και διαπιστώνει πως του είχαν μείνει μόνο σαράντα δραχμές…Σκέτη συμφορά. Με τέτοιο φαιδρό ποσό, πως και με τι να επιδαψιλέψει την άρρωστη γυναίκα του; Είχε μια περίεργη αξιοπρέπεια ο Σωκράτης. Δεν δέχονταν από κανένα τίποτε, μήτε ένα ποτήρι νερό, και ήθελε, όσο μπορούσε να προσφέρει τα πάντα στους άλλους. Γι αυτό και του βγήκε το κουσούρι πως ήταν Θεός… Δίας, Διόνυσος, Απόλλων και κάτι τέτοια που θεωρούσε αστειότητες. Δεν έκανε τίποτε πιότερο από το να έχει ανοιχτή καρδιά. ΄Όλα για όλους.
–Με σαράντα δραχμές στη τσέπη και με γυναίκα στο κρεβάτι του πόνου, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Βέβαια η γυναίκα του ήταν οικονομικά ανεξάρτητη και είχε παραδάκι. ΄Όμως αυτός ήταν της σχολής, πως στη γυναίκα πρέπει να δίνεις, να μην παίρνεις, παρά μόνο τα χάδια της! Αλλιώτικα καταντάς τιποτένιος και πάντως όχι άντρας με τις προδιαγραφές του αρχαιοελληνικού καταστατικού.
–Σήμερα κουκλάρα μου, -έτσι αποκαλούσε τη γυναίκα του- θα φύγω από κοντά σου…θα απουσιάσω μέχρι το βραδάκι…Κάνε υπομονή! Μέρα είναι και θα περάσει.
–Μα…γιατί;
–Άστο …ξέρω τι κάνω… απάντησε αχνά ο ευσεβής κύριος Σωκράτης.
Ξεκίνησε…. Είχε και μια άλλη έκδοση, ένα περιοδικό, το album ΟΠΤΙΚΗΣ, που ξεχάσαμε να το αναφέρουμε. Μπορεί με την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Χολαργού να είχε σοβαρά προβλήματα… αλλά με το album… τα πράγματα τσουλούσαν ομαλά. Στο κάτω της γραφής ήταν τρίμηνο περιοδικό… κι όσο να πεις η διαχείρισή του ήταν πιο εύκολη και με λιγότερες αντιπαραθέσεις…έστω κι αν υπήρχαν κόντρες κι εδώ.
Του χρωστάγανε πολλά οι αναγνώστες του από συνδρομές. Διαβάζανε, μα δεν πληρώνανε.. Τεχνικό το θέμα έλεγε…δήθεν, αλλά η αλήθεια είναι πως οι ΄Ελληνες στα έντυπα… είναι φανατικοί τρακαδόροι…!Δεν πληρώνουν και κάνουν και τον νταή από πάνω… οι εξυπνάκηδες! Ειδικά οι οπτικοί έχουν δώσει ρεσιτάλ σε τέτοια!
Σαλτάρει στην πιο κοντινή συνοικία και παίρνει σβάρνα τα οπτικά μαγαζιά.
–Είμαι αυτός τους έλεγε… κι οι άλλοι κατουριότανε από χαρά που είχαν μπροστά τους, αυτόν που τους έλεγε πως είναι…αυτός. Αυτό έχει σημασία. Όπως στον Χολαργό, ο Σωκράτης ήταν επίσης μεγάλη προσωπικότητα και στα της όρασης. Απολάμβανε πανελλήνιου σεβασμού, από τους οπτικούς επί έτη πολλά.
΄Έμπαινε -έβγαινε στα οπτικά μαγαζιά και εισέπραττε … συνδρομές.
Χαιρόντουσαν την επίσκεψή του, αλλά μάλλον έβλεπε τη δυσαρέσκειά τους, όταν ήσαν αναγκασμένοι να πληρώσουν συνδρομή… Τους καταλάβαινε, αλλά έπρεπε να εισπράξει…Έπρεπε να εξασφαλίσει τα δέοντα προς την κλινήρη γυναίκα του.
Κατά το απογευματάκι επέστρεψε, όπως το είχε υποσχεθεί…Τη χάδεψε, τη φίλησε και της είπε πως όλα πήγανε καλά. Εν τάξει, οι σαράντα δραχμές είχαν πολλαπλασιαστεί με τις εισπράξεις των συνδρομών… Τώρα ένιωθε καλύτερα πιο άνετος στα καθήκοντα φροντίδας προς το κοριτσάκι του…Το ηθικό του ήταν αναπτερομένο.
Μετά ένα μήνα η γυναίκα του άρχισε να ορθοποδεί, να γίνεται ολοένα πιο αυτοδύναμη και σιγά-σιγά να αυτοεξυπηρετείται.. Ο Σωκράτης σκέφτηκε πως η αποστολή του καλού Σαμαρίτη τερμάτισε και πως πια ήταν καιρός να συλλογιστεί και τον εαυτό του. Στο μυαλό του χόρευαν ένα σωρό συννεφιασμένες σκέψεις.
Ανησυχούσε…αναζητούσε μια κάποια λύση. ΄Ηταν μετέωρος , διωγμένος, αποδιοπομπαίος. Κι αυτό δεν άλλαζε με τίποτε. Κάνοντας μια βόλτα στην περιοχή του Ωρωπού διαπίστωσε πως παρουσίαζε ενδιαφέρον για τα γούστα του .Δεν του έφτανε η κακοτυχία του κι όμως συνέχιζε να διατηρεί αλώβητες τις κακές του συνήθειες υψηλών …προδιαγραφών άνεσης και περιβάλλοντος . Παλαιά, δεν είχε σε καμιά εκτίμηση τον Ωρωπό, αλλά ανακάλυψε τώρα μερικές γωνιές του, που τον ενθουσίασαν. Η ιδέα να την αράξει εδώ είχε πλεονεκτήματα… αντί να περιπλανάται ανά τη χώρα … μπορούσε με έδρα τον Ωρωπό… να συνέχιζε να ζει, εργαζόμενος. Δυο οργιές, πέρα ήταν η μεγάλη, θεότρελη πόλη…Μπορούσε με απλές κινήσεις να στήσει μια άλλη ιστορία, να μην πεθάνει ολότελα. Τελικά, ψάχνοντας, ανακάλυψε μια παραλία , νοίκιασε μυστικά, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε, ένα επιπλωμένο διαμέρισμα πάνω στο κύμα και για πρώτη φορά από πολύ καιρό άρχισε να τρίβει τα χέρια του από χαρά σαν παιδαρέλι…
Οι ουρανοί εκεί στον Ευβοϊκό του φάνηκαν ολοφώτεινοι… όταν παντού, Πάρος, Κόρινθος, Νάξος, Κεφαλονιά, ήταν σκέτη μαυρίλα.
Με αφορμή το τροχαίο στραπάτσο της γυναίκας του, ξάφνου ο κόσμος γύρω του φωτίστηκε με ελπίδα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Έσπασε εκείνη τα ποδάρια της και ξάφνου άνοιξαν οι ορίζοντες γι αυτόν. Από τη μια στην άλλη. Λες να ήταν μήνυμα από τα ουράνια; Πέθανε, πυροβολήθηκε, εκτελέστηκε στο Χολαργό… μα θα συνέχιζε πια να ζει στον Ωρωπό. Μυστήρια πράματα σκαρώνει αυτή η ζωή…. Τώρα απλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να το βάλει στα πόδια και μετά μη είδατε τον Παναγή… Τι ήθελε και θυμήθηκε τον Παναγή; Μα τέτοια έρχονται και φεύγουν από το νου…με καταιγιστική ταχύτητα… Ο Παναγής… όχι των Μεγάρων, αλλά ο δικός του, το εγγόνι του, ήταν ένα νιάνιαρο πεντάχρονο , μα μεγάλη φυσιογνωμία… Του έλεγε:
— «Ρε παππού είσαι ,μαλάκας τελικά»! και έσκαγε στα γέλια… το χαριτωμένο. Μα κι ο ίδιος, ο Σωκράτης, σπαρταρούσε! Απλά οι άλλοι δεν ήξεραν όσα αυτό παιδοπούλι αντιλαμβάνοταν!
–Σουτ παλιόπαιδο, του έλεγαν οι γονείς του , αυτά που λες είναι άπρεπα! Δεν πρέπει να μιλάς έτσι στον παππού σου, σ΄ ακούει κι ο κόσμος, τι θα λέει πως δεν έχεις σεβασμό; Παλιόπαιδο!
–Σκασμός φώναζε ο Σωκράτης! «Άφες το παιδίον να λέγει ό,τι θέλει. Τους κατακεραύνωνε ! «Τα παιδιά , ρε, είναι ΘΕΟΙ. Κι ότι λένε είναι ορθόν!
Δεν έχουν μεν «γνώση»,αλλά έχουν αίσθηση, όσφρυση… καίρια. Καταλαβαίνουν!
Α, ρε Παναγή λεβέντη… είχες καταλάβει πως ο ταλαίπωρος παππούς σου ήταν ένας κοινός …μαλάκας! Μόνον εσύ το κατάλαβες…Μπράβο γλυκούλη μου!
Στο μεταξύ η γυναίκα του πήγαινε προς το καλύτερο. Η παρουσία του δεν ήταν πλέον αναγκαία. Τα παιδιά του συνέχιζαν τη ζωή τους. … Η δυνατότητα να γράφει, να έχει τη δική του φωνή στην εφημερίδα που δημιούργησε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Χολαργού ήταν παντελώς ανεπίτρεπτη, απαγορευμένη ζώνη ! Τέτοια κατάντια! Ο γιος του λογόκρινε τα κείμενά του και πάντα τα απέρριπτε. Ο μαθητάκος, έστελνε στο διάολο τον δάσκαλό του, τον ίδιο τον πατέρα του. ΄Ετσι έκρινε, μπορεί σωστά .. μπορεί όχι…΄Ηταν ολοφάνερο πως ο Σωκράτης είχε τερματίσει. Είχε τελευτήσει δια παντός και ανεπιστρεπτί. Περίπτωση νεκρανάστασης δεν προβλέπονταν.
Φίλησε τη γυναίκα του. Της ευχήθηκε: «καλή τύχη να έχεις καλή μου». Φεύγω.
–Τι είναι αυτά καλέ… πού πας, πού θα μείνεις…; Έκανε εκείνη δειλά.
–Κάπου θα βρω, απάντησε αυτός αυστηρά, ξερά.
–Μα είσαι με τα καλά σου;
–Περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Εξάλλου, γλυκιά μου μου έδωσες εξιτήριο, απολυτήριο από τον οίκον μας. Εσύ αποφάσισες να με παντρευτείς, κι αφού σου βγήκα ξινός, αποφασίζεις να με απολύσεις. Σεβόμουνα πάντα τις αποφάσεις σου και το ξέρεις…και δεν διανοούμαι να ασεβήσω τώρα…
–΄Ασε πια τις εξυπνάδες και παλουκώσου σπίτι σου…
–Πάει πολύς καιρός, κυρά μου, που δεν έχω σπίτι. Χαίρε…χαίρετε εν παντί όλοι σας. Χάρηκα για τη γνωριμία! Χάρηκα που σας γνώρισα όλους σας.
Κι έφυγε για πάντα… Έριξε πέτρα πίσω του.
Βολεύτηκε… στον Ωρωπό, την άραξε…έριξε , όπως φαίνονταν, παντοτινή άγκυρα.
Έκείνο που δεν μπορούσε να εξηγήσει με τίποτε ήταν… πως ούτε για μία φορά …, τα παιδιά του,- τους είχε δώσει το στίγμα του- δεν ένοιωσαν την ανάγκη να τον επισκεφτούν στο παραθαλάσσιο κονάκι του για να κάνουν παρέα μαζί του!… ΄Ετσι βρε αδερφέ για πλάκα… για παρέα με έναν γέρο που δεν τους ήταν και… τόσο άγνωστος…
–Σας έχω κι έτοιμο όμορφο δωμάτιο, καλύτερο από ξενοδοχείο, για να έρχεστε να κάνετε τα μπάνια σας τα καλοκαίρια, τους έλεγε …
Μα κανείς τους δεν είχε πάει ποτέ, παρά τις κρυφές του προσδοκίες.
Αυτό τον πλήγωνε, δηλαδή για να πούμε την αλήθεια στεναχωριότανε για πάρτη τους!!! Δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους. Τον έπνιγε η αδειοσύνη τους…η κενότητα…η απουσία και του παραμικρού ενδιαφέροντος για τον γεννήτορά τους..
Ενοχλούταν αφάνταστα κι σιγά -σιγά μέσα του φούντωνε ένα αίσθημα ενοχής…
Κάπου θα είχε στραβώσει το πράμα, κάπου ο ίδιος , ως πλάστης τους, θα είχε ανακατέψει λάθος τα υλικά, τις αναλογίες αγωγής τους…Δεν γινότανε αλλιώς… Τα προσωπικά ζωντανά παραδείγματά του, ούτε αυτά τους συγκινούσαν. Τον έδιωξε η μάνα τους κι αυτός απίκο εκεί. Στο προσκέφαλο του πόνου.
Η φιλοσοφία του Σωκράτη απλή, αλλά όχι απλοϊκή: « Τον άνθρωπο που αγκαλιάζουμε κι ασπαζόμαστε, δεν τον αφήνουμε ποτέ μονάχο στις δυσκολίες του. Γινόμαστε φανάρι και πατερίτσα του σε όλα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι μέσα στο μεδούλι μας… σαρξ εκ της σαρκός μας….».έλεγε, όταν κάποιοι απορούσαν…και του πρόσαπταν πως είναι «καψούρης» με τη γυναίκα του. Θύμωνε. Τι χυδαία λέξη κι αυτή!
Σωκράτη τον λέγανε και Σωκρατικά λαλούσε. Και τώρα βίωνε ένα άλλο φονικό, την σμπαραλιασμένη συνείδησή του. Τη χειρότερη δολοφονία απ΄ όσες ζούσε έως εκείνη τη στιγμή. Διαπίστωνε πως τα τέκνα του δεν είχαν γίνει κατ΄ εικόνα και ομοίωσή του…έστω κατά τις διδαχές του, το παράδειγμά του.
Δεν είναι τόσο εύκολο να βλέπεις τη σπορά σου τόσα άδεια. Καλά μεν παιδιά, αλλά τζούφια. Αφόρητο συναίσθημα, πήγαινε να παλαβώσει. Αντιλαμβάνονταν, συνειδητοποιούσε πλέον την παντελή χρεοκοπία του ως ανθρώπου. Είχε τραγικά αποτύχει. Ό,τι έσπειρε, δεν άνθισε. Όλα επί ματαίω…
Τον φόνευσαν στο Χολαργό δια παντός. Πόσοι πάτησαν τη σκανδάλη εξακολουθητικά;…Και στον Ωρωπό πάλι εκτελεσμένος έμοιαζε…και ήταν στην ουσία. Είχε κάνει το λάθος να πει σε μερικούς πως είχε φαμίλια κι άξια παιδιά……μα αυτά δεν τα είχανε δει ποτέ τους… και τον κουσκουσέβανε δεόντως, όπως είθισται στις μικρές κοινότητες, όπου η κατασκοπεία πάει σύννεφο…
Αν και μερικές φορές για να λύνει τις απορίες τους, τους απαντούσε με περίπλοκο νόημα:
–Δεν βλέπετε τους δικούς μου;… Μα μου έρχονται νύχτα… και φεύγουν νύχτα… Δεν τους αρέσει το φως της ημέρας…έχουν γυναίκες, υποχρεώσεις, γραμμάτια….
Υπήρχε και δεν υπήρχε.. Ζωντανός πλην όμως πεθαμένος, ξεκομμένος από όλα όσα είχε δημιουργήσει μια ολάκερη ζωή στράφι, σκέτη πατάτα. Εξανεμίστηκε. Αεροποιήθηκε, όπως τα ζώα που τα πατάνε τα αυτοκίνητα στις δημοσιές, που μετά από μερικά περάσματα αυτοκινήτων πάνω στα άψυχα κουφάρια τους… εξαερίζονται.
Σαν να είχε δίκαιο εκείνο το νιάνιαρο, ο Παναγής, που τον έλεγε «μαλάκα», σκέφτονταν συχνά στις ώρες της απέραντης μοναξιάς του.
–΄Όχι Παναγή μου…είπε, μπορεί να έχεις απόλυτο δίκαιο…. Μαλάκας μεν, όπως ορθά επεσήμανες αλλά όταν δεν υπάρχεις, δεν είσαι και τόσον… μαλάκας!
Δεν είχε άλλα περιθώρια. Μια λύση τού έμεινε.
Να πατήσει τη σκανδάλη και να τινάξει τα μυαλά του.
Ετοιμάστηκε… Φούσκωσε σαν σα γαλοπούλα τα στήθια του.. ΄Ελαβε θέση και ξάφνου είπε «τι πα να κάνεις ρε τρελέ..».; Οι αυτόχειρες αφήνουν κι ένα ραβασάκι. ΄Ένα στερνό μήνυμα.
–Εσύ το έγραψες;
–΄Όχι …
–Στρώσε τον κώλο σου και σύρε δυο γραφές.
΄Ετσι πρέπει να γίνεται με κάθε αυτοκτονούντα. ΄Όλα κι όλα οι τύποι πρέπει να τηρούνται.
Κι άρχισε να γράφει τούτα:
«Μην ψάξτε να βρείτε σε ποιον ανήκει το πτώμα! Είναι No name. ΄Εχω φροντίσει να εξαφανίσω και το παραμικρό προσωπικό στοιχείο. ΄Ήρθα ξεβράκωτος στη ζωή και φεύγω επίσης γυμνός. Από το τίποτε …στο τίποτε. Δεν υπήρξα ποτέ. Βάλτε με , παρακαλώ, σε μια σακούλα απορριμμάτων , γιατί απόρριμμα ήμουν, και πετάξτε με στη θάλασσα, την μόνη που με χάδεψε. ΄Ετσι , θα είμαι χρήσιμος και ως κουφάρι. Θα ταϊστούν τα ψαράκια… και μετά , ως καλοταϊσμένο ψάρι, θα μπω στο στομάχι σας! Πρώτα … απλά καθόμουν στο στομάχι πολλών. ΄Ημουν ενοχλητικός. Τώρα , μετά θάνατον προσβλέπω να είμαι ευφραντικός και γευστικότατος.
Ή αν αυτό παρουσιάζει τεχνικές δυσκολίες… πετάξτε με στα σκυλιά…κι αυτά θα ταϊστούν… έτσι για να πληρωθεί η ρήση πως έμοιαζα και του Διογένη του κυνικού. Σας ευχαριστώ για τον κόπο που σας βάζω. Κατά τα άλλα να χαίρεστε τη ζωή σας. Είναι όμορφη, αρκεί να μην την ασχημίζετε με αποκοτιές και αστειότητες ..
Yπογραφή:
΄Ενας ζωντανός-νεκρός χωρίς όνομα. No name, όπως οι φτηνιάρικες δισκέτες του υπολογιστή σας».
Ξαναδιάβασε το κείμενο. «Τέλειο», λέει…. «Θα πάθουν την πλάκα ούλοι τους!…» Τέλειο, δεν χωράει κουβέντα! ΄Ετσι για να… μάθουν!
–Ρε Σωκράτη ποιοι να μάθουν, ποιος έμαθε και τι από τη ζωή αυτή;… Ρε Σωκράτη… είσαι σοβαρός; Τι πα να κάνεις; Δεν τους χέζεις όλους!
Κοντοστάθηκε. Βρε είναι καιρός για αποκοτιές; … Βρε δεν πας στη θάλασσα , να κάνεις ένα μπανάκι, να δροσιστείς.
Η ιδέα του άρεσε κι αντί να πατήσει τη σκανδάλη, βούρ ρίχνει ένα σάλτο στη θάλασσα… κι άρχισε να κολυμπάει. ΄Ηταν πολύ χαρούμενος, μα τόσο πολύ…..
Μα πάλι του ήρθαν οι μαυρίλες του. Ρε αντί για τη σκανδάλη… αν είχες δεθεί με ένα βαρύδιο, με μια μεγάλη πέτρα…θα πήγαινες σούμπιτο στον πάτο της θάλασσας….σε ένα λεπτό θα ξεμπέρδευες ….
–Μπριτς που θα σας κάνω τη χάρη… Ο Σωκράτης ποτέ δεν πεθαίνει, μουρμούρησε.
Και συνέχισε να κολυμπάει του καλού καιρού!
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ –
Γράφτηκε τον Φλεβάρη του 2006.
**Για την ιστορία: Πρώτος αναγνώστης του διηγήματος αυτού είναι ο κ. Αλέξανδρος Στεφανίδης από Θεσσαλονίκη,(άγνωστός μου φυσικά) ο οποίος από λάθος του υπολογιστή… το διάβασε στην ιστοσελίδα press-bank.gr, πριν καν ολοκληρωθεί. Το λάθος έγινε αμέσως αντιληπτό και αποσύρθηκε μέχρις ότου πάρει την τελική μορφή που βλέπετε εδώ. Αλλά ο ευγενής αναγνώστης του κ. Στεφανίδης ενθουσιαστείς, φαίνεται, απέστειλε το εξής e-mail: «Σας ευχαριστώ πολύ για τον «Σωκράτη» σας, που διάβασα χθες. Συγκινήθηκα. Μου θύμισε κάποιον δικό μου Σωκράτη». Σας ευχαριστώ και πάλι»….Αλλά γιατί τον …αυτοκτονείτε;
Κι εγώ τον ευχαριστώ θερμότατα για τις καίριες επεμβάσεις του στο διήγημα….
Σημαδιακό. Φαίνεται πως υπάρχουν πολλοί «Σωκράτηδες»…Μα γι αυτούς γράφτηκε και κυρίως για τα τέκνα τους. Αυτά για την ιστορία της τύχης που προβλέπεται να έχει «ο Σωκράτης» πριν καν προλάβει να γεννηθεί.
Δεύτερος κι απρόσμενος αναγνώστης ο νέος δημοσιογράφος κ. Μαλαματένιος Μπατίστας.. κι αυτός μιλάει με συμπάθεια για τον Σωκράτη… αλλά δεν τον θέλει αυτοκτονούντα. Δεν ταιριάζει στην προσωπικότητά του… λένε και οι δυο πρώτοι αναγνώστες αυτού του διηγήματος. Διότι πράγματι στην πρώτη έκδοση του διηγήματος… ο Σωκράτης, όντας πλέον ανύπαρκτος αποφασίζει να αυτοκτονήσει…΄Όμως μπήκαν στη μέση αυτοί οι δύο πρώτοι αναγνώστες. Ζύγιασα τις παρατηρήσεις τους … και τελικά …ανάστησα τον Σωκράτη!
Συμφώνησα με την ευστοχία τους. Και επειδή ποτέ δεν πεθαίνει «κανείς Σωκράτης» …έστω κι αν οι άλλοι του δίνουν… φαρμάκι! Και τους δυο τους ευχαριστώ για τις επεμβάσεις τους… Κοιτάξτε … τι σκαρώνει η ζωή…. Και πως τελικά διαμορφώνεται μια αφήγηση…ένα διήγημα!
Μα , ρε Σώκρατε … θα εγκατέλειπες αυτή την ομορφιά ζωής;
Απ.Βραχιολίδης
(7.630 ΛΕΞΕΙΣ)