ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟY “ΘΕΟΥ
Υπό ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ
Ετος 2.000 μετά Χριστόν και ο Χριστός στις Κουκουβάουνες. Μια τρύπα εις το ύδωρ,φτερό στον άνεμο και καλαμιά στόν,ανύπαρκτο πιά, κάμπο!Τα σήμαντρα ηχούν.Παπάδες, εξαπτέρυγα και η αγέλη του πληρώματος- σταυροπροσκηνητές, ντάλα θεομπαίκτες, παρόντες και μη εξεραιτέοι…στις επάλξεις της υποκρισίας . “Βόηθα με Θεέ μου να σφάξω τον διπλανό μου” Καί πάνω- κάτω,δεξιά -αριστέρα και μία στην κοιλιά, κοινώς σκεμπές, σταυριλίκι,κεράκι κι ευλογητός ΣΥ ο θεός ημών …που γεννιέσαι κάθε 25 Δεκέμβρη και ψωφάς, επί ξύλου κρεμάμενος, κάθε άνοιξη-Πάσχα.!..Δια τα ανομήματα ημών…
Βίτσιο,όμως, τα ανθρωπάρια να τον γεννουν και να τον θανατώνουν κάθε χρόνο..Τιμής έννεκεν..Τάχα μου..Κι από την άλλη, στο καθημερινό αλλησφερίσι τους, να τον ξεκοιλιάζουν και τον ίδιο κι ολάκερο το σόγι του. Ειδικά δε τη μάνα που τον γέννησε … με σύλληψη δια της μυροβολιάς του κρίνου!Γι αυτό και της αλλάζουν τα φώτα, πάντες, οι ενάρετοι και θεοσεβείς
Θάταν, δε θάταν τέσσαρες τα μεταμεσονύκτια .Κι ο γεροντάκος, Κεχαγιά, τον λέγανε τον ταλαίπωρο, πετάχτηκε από την καταγής στρωματσάδα του.Που να θυμηθεί, αν έβλεπε κανένα όνειρο.Κι αν έβλεπε,σάμπως τί θα έτρεχε;Τα περιφρονούσε και για το λόγο πως με τις ερμηνείες ονείρων -γενικώς- δεν τα πήγαινε ποτέ καλά.
–Αει στο διάολο κι απόψε, πάλι…μουρμούρισε.Κάτι έβλεπα στον ύπνο, μα δεν θυμάμαι γρί.. και ούτε που το γουστάρω.Μωρέ γέρο, συνέχισε από μέσα του, σάλτα για κατούρημα κι αν κάτι, στο μεταξύ θυμηθείς από το όνειρο, βλέπεις και κάνεις.
Για την ακρίβεια, ο γέρο-Κεχαγιάς είχε την αίσθηση ,από το όνειρο, μιας γλύκας και βάλθηκε να πιέζει τον εαυτό του να συνδεθεί μαζί της,ελπίζοντας, μετά το ξαλάφρωμα από το κατούρημα.. πως έτσι θα τον έπαιρνε ο ύπνος.!
Τρίχες!Ετσι, κάθε νύχτα, βασανίζονταν.. ώσπου έφτανε το πουρνό και με γειά μας με χαρά μας.Μήτε τη γλύκα του ονείρου ακούμπαγε, μήτε και ύπνον άλλον είχε.Σαν ξημέρωνε η νέα μέρα,τον έπιανε η πάρλα με τον Θεό. Τούλεγε.. του τάψελνε..Ένας μουρλός μονόλογος, που τον είχε συνήθειο από τον καιρό που πήγαινε στο κατηχητηκό, δηλαδή.
-Α, μωρέ, μπαγάσα Θεέ, μεθαύριο έχουμε Χριστούγεννα.Θα ξαναγεννηθείς, μ΄άλλα λόγια.Ποιός στη χάρη σου.Καλά, ρε φιλαράκο, δεν βαριέσαι, κάθε χρόνο και γεννητούρια;Εσύ στην φάτνη και σε σταύλο μας φανερώθηκες..Εγώ σε μια λεκάνη,σαν αυτές που στα χωριά μας οι γυναίκες ζύμωναν ψωμί, πρωτόρθα.Εσύ σε φάτνη κι εγώ ακόμη,κατάχαμα στο τσιμεντένιο πάτωμα τη βγάζω..Εσύ δα Θεός, όπως μας μονστράρεσαι, αλλά και γώ.. κατ΄εικόνα και ομοίωσή σου Θεός! Τι Θεός ;..Θεάρα.. όπως… Ολυμπιακάρα.Εφτιαξες ζωή κι έφτιαξα-κατά βούλησή σου και πρόνοιά σου–έφτιαξα ,λέω, …κι εγώ ,ζωή!! Ζωοδότης σαν και του λόγου σου!
..Μπάς μωρέ έχω πιότερο αίστημα;
Τρείς αρσενικούς έσπειρα.. Τρείς παιδαράδες, που αν τους ξέρεις εσύ,άλλο τόσο κι έγώ!Να μα την Παναγιά, Χριστέ μου, σίγουρα είμαστε συνάδερφοι! Θεοί!Συμπάθαμε,..για το συναδερφικό,.. αλλά, εν τάξει..εσύ είσαι πιο Θεός!Προϊστάμενος, τμηματάρχης Αλφα βαθμού,να πούμε, μεταξύ Θεών!Εν τάξει, να τηρούμε και τις αποστάσεις!Ξέρω πως είσαι και τσαντήλας, άλλωστε όλοι εμείς οι Θεοί είμαστε, κατά βάση, τσαντήλες! Εσύ,τα βολεύεις. Πότε κοπανάς μια πεννιά και βγαίνουν απ τόν χάρτη τα Σόδομα και Γόμορα, πότε κάνεις πέτρινο άγαλμα τη φαμίλια του παρατρεχάμενου σου Μίστερ Λώτ και πότε ρίχνεις τον αγλαίορα το καταβρόχι και ο μόνος που σώζεται είναι ο μάγκας ο Νώε με όλα τα τσιμπράγκαλά του.
Εγώ μωρέ αφέντη μου, τι πρέπει να κάνω με τη σπορά μου;.. Να, ρε ,συνάδλεφε, δεν μου πάει να τους καλυβώσω, ούτε να τους τραβήξω το αφτί…Για πε μου …μπάς κι έχω πιο πολύ αίστημα ,λες μωρέ, από σένα;
Εκεί πάνω, με τις παλαβές αυτές μονολογίες του με τον “συνάδελφο”.. θεό,αποκοιμήθηκε για κανά δεκάλεπτο.
΄Οταν ξανάνοιξε τα βλέφαρά του, δεν θυμόταν τίποτε πιά!
Η μέρα, έξω ήταν βαρυά.Πήγαινε να βρέξει…Πόσο θα τόθελε! Πόσο θάθελε να πέφτει πάνω του η βροχή και να σπάει πλάκα με κείνους που κράταγαν ομπρέλα… Πάντα ήταν με το μέρος της βροχής, χωρίς νάξερε το λόγο.Το Φθινόπωρο τον γιόμιζε με μια γλυκιά θλίψη. Το Χιονόπωρο, με μια απίθανη ζεστασιά, έστω κι αν δεν είχε ούτε μαγκάλι για να θερμάνει το κοκκαλάκι του. Λατρευε την άνοιξη και ρουφούσε τα καλοκαίρια ,σχεδόν με ολοήμερο κολύμπι…Κι ενώ τσαλαβουτούσε στη θάλασσα, μήτε ένα ψαράκι είχε πιάσει ποτέ στη ζωή του, παρά τις κάποιες απόπειρες που είχε κάνει.Απορρούσε με τους άλλους, που τους έβλεπε στο ακροθαλάσσι, να κάθονται επί ώρες για να πιάσουν τελικά μια τηγανιά ψαρικό και νάχουν να το κουβεντιάζουν επί μια βδομάδα σ΄όλο το χωριό.“ Καλό το ψάρι,έλεγε, μα σου τρώει πολύ χρόνο.. Κι εγώ δεν έχω χρόνο για χάσιμο.”Ετσι με το ίδιο σκεπτικό, πέρασε μια ολάκερη ζωή, χωρίς να μάθει ούτε χαρτιά, ούτε τάβλι να παίζει…μήτε ψαράκι να καμακώσει.
Οι άλλοι τον κοιτούσαν,όπως ήταν φυσικό, με στραβό μάτι.Σαν να μην ήταν του δικού τους κόσμου.Απ’ άλλο χωριό, απ΄άλλο πλανήτη, αν και για την ακρίβεια, συμφωνούσαν με τα χωρατά του.
Τους έλεγε: “Λίγα είναι τα καρβέλια μου στη ζωή.Ο Θεός μου τάδωκε για να τα κάνω καλή χρήση.Εσείς κάντε ό,τι σας κατεβαίνει στο τσερβέλο.Παρατάτε με.. εμένα!Εγώ έχω άλλη αποστολή.” Κι έκοβε κάθετα την πάρλα, συγχίζοντας τους, ακόμη πιο πολύ με κείνο το “αποστολή”.. που τούρθε να ξεράσει.
Ανακάθησε στο στρώμα του,σφούγγισε τις τσίμπλες από τα ματοτσίνορά του και μετά σύρθηκε στον απόπατο για να νυφτεί και να κάνει, εν πάση περιπτώσει, όλα τα χρειώδη και κατά τον νόμο.
Απολύεται ..ως σύζυγος
Αυριο ξημερώνουν χριστούγεννα,σκέφτηκε κι αυτόματα είδε να στραβομουτσουνιάζει πικρά.Πικρά γιατί; Αναρωτήθηκε αμέσως.Σα νάνοιωθε προσβλημένος μ΄αυτό το “πικρά”. Ναι, όπως και να το κάνουμε είναι στιφό, νάσαι γέρος και μονάχος, μέρες Χριστουγέννων.Υστερα κοιτάχτηκε στο καθρέπτάκι κι έπιασε τη μουτσούνα του με ένα ηλίθιο,μα και πλατύ χαμόγελο.Μουρμούρισε:
–Ελα ρε μεγάλε.Εσύ είσαι Θεός, τη μοναξιά θα σκιαχτείς;Πως δα θάμασταν Θεοί, αν πρώτα απ΄όλα δεν είμασταν μονάχοι και δεν κάναμε του κεφαλιού μας; Μπορεί ένας Θεός να τη βγάζει καθαρή χωρίς τη μοναξιά; Μαλάκωσε με τη σκέψη αυτή. Σχεδόν τσιτώθηκε από αυτοπεποίθεση.
–Αει σιχτίρ, μονολόγησε. Εχείς ανάγκη, εσύ, από εμψύχωση;Τι παλαβά είναι αυτά!Για κάτσε καλά, καπτάν- Κεχαγιά, μη σου πάρει ο διάολος τον πατέρα και τη μάνα..
Πάλι, όμως, συνέφιασε. Τι ήταν να θυμηθεί τη μάνα και τον πατέρα του;Ρεμάλια του κερατά κι αυτοί, σκορποχώρι.Τα διάλυσαν ύστερα από 17 χρόνια εγγάμου, ανθόσπαρτου και ζυζανιοκτόνου ..βίου.Και καθώς λέει ο λαουτζίκος, το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, νάσου και η αφεντιά του,στον ίδιο παρανομαστή.Ετσι ολόϊδια σαν τους γονιούς του. Βάσκανος μοίρα ή επανάληψη της ιστορίας;
Η γυναίκα του καπτάν- Κεχαγιά, αφού για καιρό έβαζε κάτω την υψηλή λογιστική,τα σύν και τα πλήν,τα κέρδη και τις ζημιές ,κατέληξε στο σοφό και έγκυρο συμπέρασμα πως τούτος εδώ, ο αλλόκοτος, δεν είχε πιά άλλη θέση στη ζωή της, που ως γνωστόν “μία την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε τι θα απογίνουμε.” Τόν απόλυσε!Τούδωσε πασαπόρτι που λένε.
Για κοίτα ρε, πως τα φέρνει η μοίρα!Διώξανε με τις κλωτσοπατηνάδες, το Θεό απ’ τον πατράδεισό του! Σάμπως ήταν η πρώτη φορά που Θεοί εξωπετιούνται από τους παραδείσους τους, τους βωμούς και τις εστίες τους;
Τον βόλεψε η ιδέα.Αλλά εκεί που μπερδεύονταν ήταν το άλλο: Θαρρούσε πως είχε “αποστολή” στη ζωή, βιάζονταν να την αποτελειώσει, έτσι που ξεχάστηκε. Και να σήμερα, στα εξήντα τόσο και κάτιτις, δεν πρόλαβε ούτε μπαρμπούτι να παίξει, ούτε κάν έναν αγώνα ποδοσφαίρου να παρακολουθήσει… ΄Ολα τάδινε για τη φαμίλιά, που λένε πως είναι και ιερό, το ιερότερο πράμα.΄Ολα, καρδιά, φροντίδα, αγώνα,αγάπη, παράδειγμα, πηξίδα, δέκα και βάλε άλλες τόσες, εντολές.. Ούλα μωρέ! Ακούστε που σας λέω…
Στέγνωσε να δίνει..δεν καταλάβαινε γιατί τόκανε και πως τόκανε.Κάτι σαν χρέος , σαν ευθύνη του φαίνονταν, αλλά δεν πολυέμπαινε σε λεπτομέρειες που δεν νογούσε. Αρκούνταν στην κρυφή χαρά που ένοιωθε, εκεί στο βάθος μέσα του,της προσφοράς του προς τα πλάσματα που έφερε στη ζωή, μέχρις ότου ορθοποδήσουν.΄Ολα τάλλα ήταν παραμύθια της χαλιμάς. Δεν τον ένοιαζε τίποτε. Μήτε το ευχαριστώ κανενού, μήτε ένα ποτήρι νερό εξ άλλου τους ζήτησε κι αυτοί ούτε που λογάριασαν ποτέ να του προσφέρουν.΄Ετσι απλά.
Τους τόχε ξεκόψει από καιρό:
–Δεν με νοιάζουν τα δικά σας αισθήματα αντίκρυ μου.Μου αρκεί τό ότι εγώ σας αγαπώ.
Οι Θεοί αγαπούν. Δεν έχουν ανάγκη ούτε λατρείας,ούτε ευχαριστιών,ούτε αναγνώρισης.
—————
Και τώρα τι κάνουμε με το συζυγικό απολυτήριο στό χέρι;Τσίτσιδος, ξεβράκωτος,απένταρος.Αυτό το τελευταίο δεν τον έσκιαζε με τίποτε.Το άλλο, το συναδελφάκι του, ο Θεός,δεν τον άφησε ποτέ ρέστο.Όλα κιόλα, το δίκαιο πρέπει να λέγεται. Μα λίγα, μα πολλά, πάντα τάφερνε βόλτα.
Καθώς είπαμε, ο Καπτάν-Κεχαγιάς, σαν βέρος Θεός, είχε και τις ψωροπεριφάνειες του. Κοίταζε τον κοσμάκι αφ΄υψηλού, έστω κι αν τσιγαρίζονταν μέσα στον Παράδεισο με τα πολλά φείδια και τις λαχταριστές ΄Ευες, Ευίττες ..Λολίτες και μηλαράκι, α φερίκι Βόλου.
Τίς πρώτες δυό μέρες από την έξωσή του, τις πέρασε μέσα στο κάρο του.΄Ενα σαράβαλο και μισό.Πάλι καλά. Ο άλλος, ο Χριστός, βολόδερνε με τον Μέντιο του, τον γαηδαράκο του κι ήταν κι ευχαριστημένος κιόλα. Ε, τώρα να μην τα θέλουμε όλα δικά μας.
Και τα τέκνα αυτού, που θεία χάρητι του,αναπνέουν ζωή, τι κάνουν; Τον αφήνουν ξέμπαρκο να ξενυχτάει σε ένα κάρο;΄Ελα Κύριε!
Καλέ, τι θέλετε να κάνουν;΄Εχουν αγρούς, έχουν γυναίκες και κουτσούβελα, τι θέλετε να κάνουν; Πηγαίνουν στις Εκκλησιές, εξωμολογούνται. Μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων, γενικά είναι γνωστικοί,εν τάξει άνθρωποι.Τον γέρο θα γνοιαστούν; Να τους χαλάσει τη γαλήνη, την οικογενειακή τους ευτυχία; Οι θεοί μέσα στο σπίτι των τέκνων αυτού, είναι μπουρλώτο! Για κανά- δυό μέρες είναι ανεκτοί.Μετά σείεται ο ΄Ολυμπος.Αι γυναίκαι των τέκνων αυτού δυστροπούν. ΄Ολα τα του Θεού ξυνά κι αβάσταχτα… Μη..μη προς Θεού, ας τα αφήσουμε τα πράγματα όπως έχουν. Για έναν κωλόγερο, τώρα να μπούν σε περιπέτειες ; Δεν είμαστε καλά! Ας τονα.. θα τα βγάλει πέρα μονάχος του. Θεός είναι. Ξέρει.
Ξεράδια ξέρει.Εκείνο που ήξερε ο καπτάν Κεχαγιάς ήταν ένα και μόνο: Ήταν ρέστος.Αέρας κοπανιστός. Ολόφτυστος με τον άλλον, τον από ψηλά Θεό.Κι αυτός αέρας- πνεύμα είναι. Κοπανιστός ή συμπυκνωμένος δεν έχει, ακόμη, εξακριβωθεί. αλλά πάντως αγέρας, πνοή.
–Φτούσου, πουτάνα ζωή. Μου την έκανες την κασκαρίκα. Αυτό το τελευταίο τόπε φωναχτά και με αγανάκτηση. Ξαφνικά κατάλαβε.. ΄Ολοι οι άνθρωποι της ηλικίας του μεταμορφώνονται σε Θεούς, επειδή καταλαβαίνουν, επειδή μαθαίνουν να καταννοούν τους πάντες και τα πάντα.
–Παράτα τις γκρίνιες γέρο, είπε στον εαυτό του. Δεν σου ταιριάζουν τούτα.Αυτή είναι η ζωή.! Πάρτο,διάολε,χαμπάρι!
Πάλι, όμως, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα:ΠΟΥΤΑΝΑ ΖΩΗ!Ακόμη και την απορία που τον τσιγκλούσε μέσα του, την πέρασε ξώφαλτσα:“Μα είναι δυνατόν όλο τό έργο του, αυτή η πολύχρονη ανάλωσή του στο στήσιμο και στο ανάστημα της φαμίλιας του, να εξανεμιστεί; Πούφ σαν καπνός; Εμοιαζε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κοίταζε πίσω του και τρόμαξε από την ερημιά, το κενό,το μηδέν. Αει στο διάολο, μια ολάκερη ζωή ένα τίποτα, δεν είχε μείνει τίποτε. Τίποτε απ όλα εκείνα τα στρωτά και ξεκάθαρα, αντρίκια, που νόμιζε ότι μπόλιασε τους δικούς του και που για χρόνια και χρόνια έδειχναν να προκαλούν θαυμασμό και περιφάνεια;”΄Ολα γίναν ρημαδιό,με μια απλή κίνηση της παλαβιάρας της γυναίκας του. Σκατά κι απόσκατα όλα. Συμπέρανε,βέβαιος για τις θεϊκές του εκτιμήσεις.
Δυό μέρες τώρα, ζώντας μέσα στο κάρο του, δεν μπορούσε ούτε να πληθεί, ούτε να αποπατήσει κάπου , σαν άνθρωπος.Οι γύρω του, οι δήθεν δικοί του, έκαναν ευπρεπώς το κορόϊδο.Μητε μια τυπική προσκλησούλα του απηύθυναν. Να έτσι “μωρέ πατέρα μια και έχεις πρόβλημα δεν έρχεσαι σπίτι μας,θα τα βολέψουμε..” Κάτι τέτοιο, για να πούμε την αλήθεια, το περίμενε. Μα κιχ δεν βγήκε. Εισέπραξε μια απέραντη παγωνιά. Ήθελε να το βάλει στα πόδια. Φαντάσου νάταν και κανένα ραμολιμέντο. “Να ρε, είπε, γιατί γιομίζουν τα γηροκομεία ..” από ανήμπορους, από ανεπιθύμητους σε υιούς και θυγατέρες! Τέτοια πληρωμή προσδοκούσαν; ΄Ενα εισιτηρίο χωρίς επιστροφή με την Ταχεία – Εξπρές Δομοκού-Μαλακοπής;”
Θύμωσε. ΄Οχι για πάρτη του.Για τους άλλους. Ετσι συμβαίνει με τους Θεούς. Πάντα γνοιάζονται τους άλλους.Αυτός είναι καημός τους:Οι άλλοι. Προ παντός οι απολλωλότες…
Κάλεσε έναν από τους γυούς του,τον πρωτότοκο.
–Άκου όμορφόπαιδο, υιέ μου-υιέ μου,έχεις να μου πείς τίποτε;
–Σαν τι να πω, πατέρα;
–Λέω,υιέ μου-υιέ μου.. μήπως…;
¨Ο γυιός του κοίταζε το ταβάνι. Άκρα σιγή. Προσποιούταν πως δεν καταλάβαινε.
“Μπράβο, συλλογίστηκε ο γέρο-Κεχαγιάς, εκτός των άλλων έχω φτιάξει και σαϊνι παιδί! Φτού σου κερατά πατέρα! ΄Οπως τάκανες, φάτα τώρα .Παληοτόμαρο!”
–Κοίταξε, αγόρι μου,ξαναπήρε το λόγο, για να σταματήσει την αμηχανία του τέκνου του.Ξέρεις ,πως είμαι αποδιωγμένος από τη μάνα σου.Βρε αδερφέ δεν με θέλει. Είναι ξαφνικό και δεν έχω που να μείνω.. μήτε να φάω..Μήπως..εσύ; Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα.. Κοιτάει τον γυιό του ανήμπορο να αρθρώσει κάτιτις. Μουγγαμάρα.Η ώρα της μεγάλης κρίσεως πάντα μουδιάζει.΄Εσπευσε να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Μάλιστα και με διάθεση να εκβιάσει την κατάσταση.Να τον εκβιάσει, να σταθεί σε κάποιο ύψος. Επί τέλους πιά! Τούπε κάθετα:
–Πρόσεξε παιδί μου.Ξέρω ότι η γυναίκα σου ούτε ζωγραφιστό θέλει να με δεί.Τό σπίτι σου δεν είναι και τόσο σπίτι.. σου όπως καταλαβαίνεις,.. και άρα ματαιοπονώ να νομίζω το αυτονοήτως ανόητον ότι θάμαι καλοδεχούμενος…Συνέχισε:
–Δεν θάθελα, είλικρινά, να βρίσκομαι στη θέση σου.΄Οσο για τη γυναίκα του αδερφού σου, κι αυτή, καλά νάναι, παθαίνει κοιλόπονους και μόνο στη μνεία του ονόματός μου.΄Ετσι είναι το σκαρί μου, κάποιοι να μη με πολυσυμπαθάνε.Εσύ θαρρώ, πως με θαύμαζες, αν δεν κάνω λάθος,Μούπες πως ήμουνα το πρώτυπό σου,ή δεν θυμάμαι καλά; Λέω τώρα, που αύριο είναι Χριστούγεννα,μήπως θάχες την καλοσύνη, αγόρι μου,να μου επιτρέψεις, για λίγες,μόνον μέρες, μέχρις ότου ορθοποδήσω, να κοιμάμαι σε κείνη την αποθηκούλα που έχεις στο μαγαζί σου;…Ξέρεις,δεν είναι καθόλου βολικό να μένω στο αυτοκίνητο..
–Μα..μου, σου..Ξέρεις,πατέρα, η αποθήκη είναι χάλια, ανάστα ο Κύριος..έκανε αχνα,μόλις που ακούγονταν. Ακόμη.. το συλλογιόταν, δύσταζε, το σκέφτονταν.
–Ασε τον Κύριο και θα σου πώ εγώ πότε θα αναστηθεί…του πέταξε ειρωνικά,ο γέρος.
–Υστερα,εκεί, ρε μπαμπά, παίζουν και τα παιδιά μου! Εκεί είναι και τόπος παιχνιδιού.Καταλαβαίνεις.. τι να κάνω; Τέλος πάντων,πιέζοντας το εαυτό του, τόλμησε: Μπορείς να μείνεις, εν τάξει, στην αποθήκη!Έδωσε τελικά την συγκατάθεσή του , με τα χίλια ζόρια, ο παναθεματισμένος; Ο υιός!
–Σ΄ευχαριστώ τέκνον μου…Μεγάλη η ευσπλαχνία σου, του πέταξε καρφωτά!Και αμέσως πρόστεσε.. στον ίδιο πλάγιο ήχο: “Καλά Χριστούγεννα γυιέ μου!”
–Καλά, μωρέ μπαμπά,που θα κοιμάσαι στην αποθήκη, στρωσίδια δεν υπάρχουν;….ρώτησε δειλά, ο υιός, με σπαράσον ενδιαφέρον….
–Μη σε νοιάζει παιδί μου.. ΄Ολο και κανένα κουρέλι, καμμιά κουβέρτα θα βρεθεί.. ΄Οσο για μαξιλάρι, φτάνει και περισσεύει το σακίδι μου μετα βιβλία πούχω. Για στρώμα, μια χαρά θάναι κάποια χαρτόνια και εφημερίδες.. Θα βολευτώ ,ού νάσαι βέβαιος! ΄Αντε και .. πάλι “ “καλά Χριστούγεννα… ρέ”
Κομπιάζοντας ο γυιός του, του πρότεινε .. χαζοχαρούμενα, χαζοένοχα..,ξέροντας ότι τον περιμένει δεινή απολογία πρός την συμβία του: “ Πάντως… άμα θέλεις,πατέρα, επειδή είναι άγια μέρα, μπορείς ναρθείς σπίτι μου αύριο, να περάσουμε μαζί ανήμερα των Χριστούγεννων,”
–Τέκνον μου, ένας Θεός, πάντα ξέρει ποιά σπίτια θα επισκεφτεί για να κάνει Χριστούγεννα!
Έκανε πειρακτικά-μισοσοβαρά,πάντως με νόημα ο γέρο Καπτάν-Κεχαγιάς .
΄Ηθελε να του πεί: “ άει-σιχτίρ, κωλόπαιδο της απωλείας,”μα φρενάρησε. Περιοριστηκε να ευχηθεί:
–Νάσαι καλά παιδί μου. Να χαίρεσαι την οικογένειά και τα παιδιά σου.
Καλά σας Χριστούγεννα, ρε τσιφτόπαιδα!
Και …χαίσε μέσα Αγαθάγγελε!
Κείνη τη χρονιά, η πρώτη χρονιά στη ζωή του, ο γέρο Θεός, την πέρασε μονάχος, (χωρίς αυτούς που πρόσφερε απλόχερα αγάπη και προστασία),σε μια ταπεινή φάτνη- αποθηκούλα.Δεν επισκέφθηκε κανένα σπίτι για τα “Καλά Χριστούγεννα”.Δεν έκανε ούτε το Μάγο με τα δώρα.. (έ τώρα κάποιες κουτσουκέλες , προς τα εγκόνια του, δεν τις άντεξε και παρασπόνδισε ..γκαρδιακά..Πλην, όμως, στα κρυφά,μουλωχτά ..Ωστόσο είχε γίνει βούκινο στα πέριξ της φαμίλιας!
Ξέρετε,. κάποιοι Θεοί, κάποτε είναι για τα πανηγύρια..Κάνουν αποκοτιές και από πάνω τις χαίρονται κιόλα! Θεοπάλαβοι, όπως λένε! Πανάθεμά τους.Είναι ανεξέλεγκτο.. το χτυποκάρδι τους. Δίνουν.. και μετά αποχάνονται με το λογαριασμό. Ύστερα το ρίχνουν στο παραμιλητό και δώστου χάχανα οι διπλανοί.. για την αγαθότητα τους!
Σ΄ αγαπάμε, σε λατρεύουμε, τούλεγαν! Σε προσκυνούμε! Στο όνομά σου ανάβουμε κεράκι συχνα. Κι απαντούσε: “Δείξτε μου ελάχιστα δείγματα αυτού που λέτε,ισχυρίζεστε”.. Απορούσαν για το θράσος του να αμφισβητησει την αγαπη τους,που έπρεπε να την αποδεχτεί, κατά δήλωση τους, ως αυτονόητον ! Κι αυτός, ο κερατάς Θεός, τους προκαλούσε: Δώστε μου δείγματα γραφής για την αγάπη σας! Και εγώ θα σας ανταμείψω στο διπλάσιο! Με παράδεισο..Με μόσχον σιτευτόν.. Με γάλα, μέλι, πιλάφι κι όλα τα ουρί του Παραδείσου!
Κι αυτοί, απλά γούρλωναν τα μάτια. Και μετά από πολύ νταραβέρι…. κατέληξαν στην σοφολογιότατη κι αγαπησιάρικη απόφαση: Η θέση ενός λατρευτού Θεού… είναι στην αραχνιασμένη και βρώμικη αποθήκη!…Στην καλύτερη περίπτωση σε ένα οίκο ευγηρίας!Και ..αγιασθείτω το όνομά σου! Αυτή είναι η θέση σου ζωοδότη και δημιουργέ της σύμπασας οικογένειας! Αμήν και χαίσε μέσα Αγαθάγγελε!Σκέφτονταν και παραμιλούσε!
Δυό μέρες μετά, μέρα του Αϊ -Στέφανου,τον ειδοποίησαν πως η γυναίκα του, αυτή που τον εξωπέταξε ντε, εμπαινε στο χειρουργείο της Γενικής Κλινικής για να της βγάλουν κάποιο εμπόδιο που είχε στο λαιμό.΄Ετρεξε άρον-άρον. Εκείνη μόλις που ξύπναγε από τη νάρκωση. Τον κοίταξε , χαμογέλασε και αδύναμα ψέλισε:
–Τόξερα ότι θάσαι εδώ …παληανθρωπάκο! Είπε.
Κι εκείνος, ο καπτάν Κεχαγιάς, ενώ τη χάϊδευε τρυφερά στα μαλλιά και το πρόσωπο, δεν τό άντεξε και της πέταξε:
–Ενας Θεός, γλυκιά μου, είναι πάντα και πανταχού παρών.. και σε όλα! Δεν εγκαταλείπει ποτέ τα τέκνα του, έστω κι αν αυτά, κάποτε, του στρέφουν την πλάτη….(!!!)
–Α,..μα πια, συνεχίζεις νάσαι αδιόρθωτος, έκανε ναζιάρικα εκείνη.
–Οι Θεοί, κούκλα μου, ακριβώς αυτό είναι: Αδιόρθωτοι!!!.Δεν επιδιορθώνονται, αλλά διορθώνουν τους άλλους…!!!
Ο γέρο- “Θεός”, ο καπτάν- Κεχαγιάς ξενυχτούσε σταθερά, βιτσιόζικα, αλλόκοτα κοντά της, ώσπου η τέως κυρά του, αποθεραπευθηκε ..Πέντε-έξη μερόνυχτα, κάπου εκεί. Μετά, εκείνη τούπε “ευχαριστώ” κι αυτός χαμογέλασε στιφά, είναι αλήθεια, αν και δεν του ταίριαζε. Κατόπιν σκυφτός, βαρύς, μα αναπαμένος και φουσκωμένος σαν κουτορνίθι από αγαλίαση, για την παρουσία του στο κεφάλι της άρρωστης γυναίκας του, πήρε το δρόμο για την αποθήκη που του παραχώρησε ο γιός του….ο πρωτότοκος και εκ δεξιών του καθήμενος και βολεμένος.
΄Οξω , πάνω στα ουράνια,τα αστέρια ,κατάφωτα κι αστραφτερά έμοιαζαν τόσο μπουρδουκλωμένα…Θεέ μου.. τι μεγαλείο κι αυτό!
“Σαν να μην ήταν άσκημα και φέτος τα Χριστούγεννα.. Αλλά δεν βαριέσαι..”
Συμπέρανε τελικά ο καπταν-Κεχαγιάς ! Ο Γέρο-Θεός, ο έξω από δώ, ή όπως τραβάει το τζιγέρι σας, πήτε τον… Εδώ τώρα θα σκαλώσουμε; Α, μα πιά, χρονιάρες μέρες!
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ
Γράφτηκε κάπου εκεί στα 2000 μ.Χ.
Οι χοίροι μεταχειρίζονται τα μαργαριτάρια σύμφωνα με την αισθητική τους. Ένα έξοχο δείγμα της αισθητικής των χοίρων το κοπρούργημά σου, αγαπητέ μου «συγγραφέα»… Καλό ξεκόπρισμα της ψυχής σου. Θα χρειαστείς μάλλον έναν Ηρακλή, αν ποτέ το αποφασίσεις. Καλό κουράγιο..
Εκπληκτικό!Ως προς την αισθητική, το σχόλιό σου δίνει ρέστα..Αλλά τι πρόβλημα έχεις;Τι σε ενόχλεί; Ο συγγραφέας ή το διήγημα; Δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να πεις κι άλλα…