ΧΑΡΑΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ
*Διακριθέν διήγημα στο Β! Πανελλήνιο διαγωνισμό της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, και δημοσιευθέν στο φύλλο της Κυριακής 1-Μαρτίου 1981). Στον διαγωνισμό εκείνο ξεχώρισαν 2 διηγήματά του Βραχιολίδη.. Το άλλο, « Ο Πρόεδρος» είχε ξαναδιακριθεί σε άλλο διαγωνισμό το 1964..με Πρόεδρο κριτικής Επιτροπής, τον αείμνηστο λόγιο Κωστή Μπαστιά. Δηλαδή μέσα σε μια 15ετία το ίδιο «πράμα», συνεχίζει να αντέχει στο χρόνο και σε βραβεύσεις… Το “Χαραματιά στο μάγουλο”, όπως είχαν πει, θα έπαιρνε το Α! βραβείο, αλλά επειδή σε ορισμένα σημεία γίνονται τολμηρές περιγραφές, το περιόρισαν στα « διακριθέντα …αξιόλογα».
Σημείωση: Σε ένα διαγωνισμό μετέχεις με ένα έργο. Ο Βραχιολίδης έκανε τη «λαδιά» να στείλει δύο έργα του, με διαφορετικά ψευδώνυμα! Οι άνθρωποι της Επιτροπής (με επί κεφαλής τον Κυριάκο Κορόβυλα, διευθυντή της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ το κατάλαβαν,ότι επρόκειτο περί του αυτού συγγραφέα. Χαμογέλασαν…Η «λαδιά» του Βραχιολίδη είχε ένα στόχο: Να δοκιμάσει, αν ένα διακριθέν διήγημα του, θα μπορούσε να αντέχει στο χρόνο(15 χρόνια μετά) κι αν η νεότερη επιτροπή θα μπορούσε να το αξιολογήσει…Και επιβεβαιώθηκε… Το διήγημα «Ο πρόεδρος» έχει δημοσιευθεί σε βιβλίο και δεν ξέρουμε πως μπορεί να το εμφανίσουμε εδώ, αφού θα χρειαστεί χρόνος για να το «ξαναχτυπήσουμε» στον υπολογιστή, μια και τότε δεν υπήρχαν υπολογιστές!
ΧΑΡΑΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ…
Διήγημα του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ
Κοντεύει τα πενήντα χρόνια ζωής και πάει να διαβεί να ογδόντα κιλά βάρος. Να μην μας βασκαθεί , είναι μια χαρά, μα και τα δυο τούτα κρίσιμα στοιχεία της ύπαρξής της , δεν πρέπει να της τα θυμίζουμε, αν σκοπεύουμε να τα’χουμε καλά μαζί της.Κι ενώ εμείς, μάθαμε, αργά μεν αλλά σταθερά κι αναπόφευκτα να’μαστε προσεκτικοί, εκείνη δώστου, λες και την ωθεί ο διάολος, μας τα θυμίζει, κάθε φορά που ανταμώνεται κατάφατσα με τον καθρέπτη.
–«Παραπάχυνα»… μουρμουρίζει.
Περιμένει μια ενθάρρυνση ή για την ακρίβεια μια διάψευση για τον όγκο που την πνίγει, αλλά επειδή μερικά πράματα, όσο καλή διάθεση κι αν έχεις ,δεν διαψεύδονται, δεν το αντέχουμε και της πετάμε το πείραγμα: Συνήθως χοντροκομμένο, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, μα δεν γίνεται κι αλλιώτικα.
Δεν θέλω να πω πως αυτοστιγμής γίνεται ανάστα ο Κύριος, μα όπως και να’ χει κείνη τη στιγμή τα γρανάζια της φαμίλιας ξεκουρδίζονται και χάνεται έτσι ο ρυθμός μας. Μέχρις ότου ξαναβρούμε το φυσικό μας, το ρίχνουμε στη λίπανση των γραναζιών, κάνουμε τον καραγκιόζη και χίλια δυο άλλα, αποφασισμένοι να ξανακερδίσουμε την “δεινώς τρωθείσα ηρεμία μας.
Στο μεταξύ όμως δυσκολευόμαστε να μασήσουμε το φαγί μας, ή συχνότερα, όταν δεν είναι τόσο τραγικά τα πράματα, νοιώθουμε έναν κόμπο στο λαρύγγι να μας σφίγγει.
΄Ολο λέμε να δώσουμε τόπο στην οργή ,να κάνουμε το κορόϊδο, σαν την πιάνει η κρεατένια αυτοκριτική της , μα είναι αναπόφευκτο. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε… Γιατί, και του λόγου μου μερικά πράματα δεν τα καταλαβαίνω…
Να ,όπως πριν από κανα-δυό χρονάκια μ’ έπεισε πως έπρεπε να αγοράσουμε μια ατομική ζυγαριά, “για να ελέγχουμε το βάρος μας”, όπως τόνισε στα σοβαρά.
— “Στην ηλικία μας πρέπει να ελέγχουμε το βάρος μας”, όπως θα σ΄ έχουνε πληροφορήσει,κύριε, υπάρχουν και χοληστερίνες; και καρδιές και κιρσοί και θρομβώσεις και τα τοιαύτα… Να μην ξέρουμε τι μας γίνεται;
Ε, και επειδή υπάρχουν όλα τούτα, τι σημασία; Μια ζωή την έχουμε κάποτε θα βγει η ρημάδα… Α,πα..πα, που τέτοιες κουβέντες άπρεπες.
Αυτή η γυναίκα είχε ένα πείσμα, ένα φανατισμό:Να παραμείνει πάση θυσία στη ζωή! Φορές-φορές μου’ ρχονταν να της πω: “Μωρή τσούπρα, τόσο πολύτιμο θεωρείς τον εαυτό σου, ώστε να μην θέλεις να απαγκιστρωθείς απ’ τη ζωή;” Που να τολμήσω όμως. Βέβαια μια τέτοια τάση, τη θεωρούσα πολύ φυσική, όπως εξ’ άλλου, είναι και για πολλούς άλλους. Σε μένα, που δεν επιδίωκα να’ μαι φαταούλας, έμοιαζε με σκέτη πλεονεξία. Ας μη τα θέλουμε όλα δικά μας ,βρε αδερφέ.
— “Τι τάχα τη θέλεις τη ζωή, δεν …βαρέθηκες να ζεις; Ο,τι είχες να κάνεις το’κανες. Κουτσά -στραβά το’κανες”. Η τροχιά μας διαγράφτηκε. Προλάβαμε και σπείραμε τρία ,γειά να’χουν τα καημένα… Τέλος πάντων , άλλα κατορθώσαμε να φτιάξουμε κι άλλα όχι. Άλλα έμειναν μισοτελειωμένα κι άλλα όνειρο άπιαστο… Το να ζεις παρά πάνω ούτε συ, ούτε κανένας άλλος έχει να ωφεληθεί. Θα’ σαι σκέτο κόπρανο και απόρριμμα!!”, συνήθιζα να της λέω, όσο πιο μαλακά γινότανε.
Μ΄ απαντούσε πως είμαι “θεομπαίχτης”, “ασεβής κι ανισόρροπος” Δεν με καταλάβαινε, ούτε τη καταλάβαινα.
΄Ετσι το καλύτερο πού’ χα να κάνω ήταν να προμηθευτώ, και σύντομα μάλιστα, αν ήθελα να γλιτώσω απ΄ τη μουρμούρα, τη ζυγαριά!
Στο τέλος, μετά, η ζυγαριά κατέληξε κάτω απ΄ ένα κρεβάτι, σκονισμένη, αφρόντιστη, σχεδόν περιφρονημένη.
Γιατί έτσι απότομα;
Ε, όχι κι απότομα: Χρειάστηκε καιρός για να διαπιστώσει η κυρά μου πως η αφιλότιμη ζυγαριά, της πρόσθετε, παρακαλώ, δυο κιλά πάνω απ’ αυτό που νόμιζε, ή έστω που ήταν βέβαια απ’ άλλους ελέγχους της.
Ασέβεια! Έγκλημα ! Ακούς το παλιόπραμα, να’ χει το θράσος να τη βγάζει δυο κιλά περισσότερο!
Την πέταξε σαν άχρηστο πράμα, όπως άλλοτε πετούσαν τα σακάτικα παιδιά στον Καιάδα. Αν καλά ρωτείστε, η αφεντιά μου δεν υποπτεύθηκε πως και γιατί η ζυγαριά άρχισε να παρασπονδεί, ώστε η κυρά μου να νοιώσει έντονη προσβολή. Γιατί καθώς ζυγίζομαι άπαξ της δεκαετίας κι αυτό αν τύχει και χωθώ σε κανένα φαρμακείο, δεν μπορούσα να ξέρω, αν η δικιά μας ζυγαριά μ’ έδειχνε δυο κιλά πάνω ή δυο κιλά κάτω!
Παρά τις καχυποψίες μου( σε κάτι τέτοια την παρατηρούσα με μισό μάτι) η γυναίκα μου προσπάθησε φιλότιμα και με την ίδια ακατανίκητη πειστικότητα όπως ήταν όταν να της αγοράσω τη ζυγαριά να μ’ αποδείξει πως ήταν τελικά, ένα σκάρτο, ασεβές κι αλλόκοτο πράμα η ζυγαριά μας, για την οποία παρεπιπτόντως τόσους ομηρικούς αγώνες κάναμε… ωσότου την αποκτήσουμε!
–Ορίστε, κοίτα και μόνος σου! Δεν είμαι φαγωμένη τώρα; Δεν πρέπει φυσιολογικά να με δείχνει βαρύτερη; Ε, να λοιπόν που με δείχνει ελαφρότερη! Λιψότερη!…
΄Ετσι έλεγε, έτσι έπρεπε να’ ναι. Να, της έλεγα τάχα, πως όλα αυτά τα καμώματα είναι καμώματα που τα κάνουν λειψοί άνθρωποι; Θα’ πρεπε, το δίχως άλλο, να φυλάω το κεφάλι μου!
Τι ήθελα σάμπως και το θυμήθηκα πάλι αυτό το κεφάλι; ΄Ηταν ανάγκη ντε; Όχι δα, μη πάει ο νους σας πως παντρεύτηκα ογδόντα κιλά πράμα και πως τάχα είμαι από τα ανθρωπάκια εκείνα που συνθλίβονται απ’ ένα τέτοιο όγκο; Δεν σηκώνω εγώ τέτοια. Αλλού συνθλιβόμουνα, όπου όλοι οι άντρες κατά κανόνα συνθλίβονται. Δόξα τω Θεώ όμως, τα κατάφερνα να τη φέρω βόλτα, ε, τώρα ας μη τα παραλέμε, … όσο δηλαδή ένας άντρας μπορεί να φέρει βόλτα μια γυναίκα. Πάντως ένοιωθε φχαριστημένη, τις περισσότερες φορές, που σάλευε μέσα της το θείο εργαλείο… Χμ… παραμύθια, δεν θέλω να καυχιέμαι, αλλά άμα σου λάχει και παλαμαριάζεις γυναίκα, της δίνεις και καταλαβαίνει, όσο κι αν σου προσποιείται τη ζόρικη. Υποτάσσεται. Γι αυτό και ο συχωρεμένος πατέρας μου έλεγε: “Άνθρωπο που καβαλάς μην τον υπολογίζεις”.. Τον “καβαλάς” αυτό τα λέει όλα!
Το κεφάλι μου…
Τι ήταν κι αυτό πάλι! Πρώτη βδομάδα παντρεμένοι, όλο σορόπια. Τέσσαρες σανίδες σπάσανε από το κρεβάτι! Αξέχαστη εποχή. Να, όμως, που κάτι έτυχε… κάτι στο οποίο δεν είμαστε σύμφωνοι(δεν θυμάμαι καλά την αφορμή, έχω τη λόξα να μη συγκρατάω τα δυσάρεστα, μπα καρφί δεν μου καίγεται..) οπότε που λέτε, αυτόματα ήρθε στην κεφάλα μου η απάντηση.
Μάλιστα από κείνη που μου’ χε φάει, εκτός των άλλων και τέσσερις σανίδες απ’ το κρεβάτι! Φτού σου!
Ήτανε μια πελώρια χαραματιά, με τα νυχάκια της, στο δεξί μου μάγουλο. Την έσερνα, έτσι χαρακωμένος επί διετίαν! Μπορούσε να κυκλοφορώ και σήμερα σημαδεμένος, αν ευτυχώς το παλιόπετσό μου, δεν ήταν “αρίστης ποιότητος”…
Δεν βαριέσαι όμως, συμβαίνουν αυτά.
Ο γάμος μας ήταν άθλια ρομαντικός. Παντρευτήκαμε άρον-άρον, χωρίς μήτε να το καταλάβουμε, έτσι στο τάκα-τάκα, μπας και χάσουν τον σπουδαίο γαμπρό. Σκέτο κουκούλωμα. Δαχτυλίδια, κακό, συγγενείς δικοί της, κανένας δικός μου. Κουφέτα, προσκλήσεις και ξεθέωμα σε ένα ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας τότε, σήμερα πέμπτης! Α, την αμαρτία μου θα την πω, δεν το αντέχω. Την ξεθέωσα… τρόπος του λέγειν. Τρεις μέρες κλεισμένοι στη κάμαρή μας. Και οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου σπάγανε πλάκα.
Καλή εποχή. Μου την κρατάει εκείνη τη κιλότα ενθύμιο, ίσαμε σήμερα. Καταχωνιασμένη κάπου, σε κάποιο συρτάρι. Και τη χαϊδεύει με στοργή, φέρνοντας στη μνήμη τις καλές κείνες στιγμές. Δεν καταλαβαίνω. Που να καταλάβω, όμως, εγώ. Πως είναι δυνατό απ’ το βρακί μας να ξεκινάνε τόσες ευτυχισμένες στιγμές, τόσης μεγάλης διάρκειας…
“Ήταν γάμος από έρωτα…από αγάπη”. ΄Ετσι καυχιότανε οι συχαμένοι συγγενείς μας.(Δεν έχω τίποτε με τους Χριστιανούς, απλώς οι φάτσες τους μου προκαλούσαν αλεργία..).Και δεν είναι ψέμα. Θαρρώ πως και τώρα ακόμα αγαπιόμαστε, αν και κείνη συχνά, μου πετάει πως με “μισεί”, πως θα με.. “σφάξει”, κι αν δεν το κάνει, είναι γιατί σκέπτεται τα παιδιά της και δεν θέλει να κλείσει το σπίτι της.” Πιθανόν!
΄Εχω το συνήθειο να σκέπτομαι φωναχτά. Κι αυτό που είναι να πω θα το πω κι ο κόσμος να χαλάσει. Δεν το γουστάρω να ισχυριστώ πως οι γυναίκες είναι γενικά άμυαλες, μια και δεν το’ χω στο λογαριασμό να νταραβεριστώ με κείνους τους Συλλόγους που αποφάσισαν να ισιώσουν εμάς, με τις γυναίκες… α, πα-πα δεν θέλω μπλεξίματα με άλλες γυναίκες.
Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τη μία, θα τα βγάλω πέρα μ΄ όλο αυτό το σκυλολόϊ.. Ου… να μου χαθείτε…
–Ρε Βαγγέλη, ξεχαστήκαμε εδώ.. Για ξαναγέμισε τα ποτήρια, στην παρέα!!
Ο Βαγγέλης, ένα μυστακοφόρο όρνεο, λιγδωμένο, υποτακτικό, έσπευσε σαν ελατήριο στην εντολή του ομιλητή, κουβαλώντας στην παρέα πέντε γιομάτα ποτήρια ρακί με ανάλογο μεζέ:(κομμένα αυγά σε φέτες, τυρί, ελιές, λακέρδα κι οδοντογλυφίδες).
Ο άνθρωπός μας που μιλούσε τόσην ώρα, συγκατένευσε στον σερβιτόρο, πως είναι εν τάξει κι όλα πάνε μια χαρά. Συμφώνησαν κι οι άλλοι. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, είπαν τις πατροπαράδοτες ευχές ,όπως : “Άντε να χαιρόμαστε τις γυναίκες μας ..”, “Ο Θεός να μας μακραίνει τα τέτοια μας, για να μην παραπονούνται οι κυράδες μας…” κι άλλα παρόμοια και κατόπι όλοι σφάλισαν το στόμα τους, αφήνοντας τον ομιλητή να συνεχίσει τους καημούς του.
Τούτος δω, ο τελευταίος, αφού σφούγγισε το μουστάκι του και πήρε μια βαθιά ανάσα συνέχισε;
–Το λοιπόν που λέτε παιδιά, κακό πράμα η άμυαλη γυναίκα, το χειρότερο κακό που μπορεί να λάχει σ΄ άνθρωπο…
–Το χειρότερο.., με το συμπάθιο κυρ-Γιώργη, είναι να κατακρίνεις εδώ μπροστά μας, τη γυναίκα σου… του παρατήρησε κάποιος από τη σύναξη.
–Βρε κουτεντέ, δεν την κατακρίνω. Την αγαπάω και μονολογάω. ΄Εχω πρόβλημα και συλλογάμε φωναχτά μπας και το λύσω. Κάτσε ντε να δεις που θα το πάω…και μετά τα ξαναλέμε
΄Ένιωσε να πειράζεται. Το αίμα του όρμησε στο κεφάλι του. Λες να’ τανε τόσο τιποτένιος; Τόσο ταπεινός και να βγάζει στη φόρα τ΄άπλυτα της φαμίλιας του; ΄Οχι.. Όχι ΄Ολοι τον ξέρανε για γνωστικό και σοβαρό. Ποτέ δεν είχε μεταπεί κουβέντα για την γυναίκα του. Αντίθετα είχαν σχηματισμένη από παλιά, την εντύπωση, πως αυτός και η γυναίκα του ήταν ένα ευτυχισμένο αντρόγυνο και το’ χαν να το κάνουν στην πόλη.
Κάποιες φορές, έτυχε να πιάσει τον εαυτό του να ψιθυρίζει:
— “ Σιγά, θα μας βασκάνετε.. Μην τα παραλέτε πια…Έ, καλοί είμαστε, μια χαρά δε …λέμε, αλλά να μην είμαστε και υπερβολικοί.!”
Στ’ αλήθεια ήσαν μια χαρά άνθρωποι. Τυπικοί, νοικοκυρεμένοι, προσεχτικοί, αφοσιωμένοι στα παιδιά τους, δεν πείραζαν κανέναν και γι αυτό τους εκτιμούσαν. Δεν είχαν πάρε-δώσε με κανέναν κι όταν ένας άνθρωπος δεν έχει πάρε-δώσε με τους άλλους, δεν προκαλεί φόβο με τις ενέργειές του. Αυτοί οι άλλοι το εκτιμάνε.
Κάπως έτσι είχε η κατάσταση. Ήταν ένα αντρόγυνο ακίνδυνο. Τίποτε άλλο. Πάντως η επέμβαση του αλλουνού τον στεναχώρησε, ου, αυτό να λέγεται! Μονομιάς του’ ρθε η σκέψη να τους παρατήσει σύξυλους και να το σκάσει. Δεν είχε καμιά πρόθεση να θίξει το λεγόμενο έτερο ήμισυ.
Μετά από είκοσι χρόνια, να το ρίχνεις στα παράπονα δεν έμοιαζε αντρίκιο. Αισθάνθηκε ένα είδος αηδίας να τον διαπερνάει. Μπας κι είχε δίκιο ο άλλος; Αναρωτήθηκε αμήχανος. ΄Οχι, όχι ο στόχος του, δεν ήταν τέτοιος. Απλούστατα ήθελε να τους πει , ..να που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στα γεράματα. Να μπλοκαριστεί, έτσι στα καλά του καθουμένου, από το τίποτα.., να μην ξέρει πια, τι να κάνει.
Σιγά-σιγά, οι προστριβές με τη γυναίκα του τον έσπρωχναν σ’ αδιέξοδο.
–΄Αστο, είπε, κάνοντας συνάμα μια κίνηση αποστροφής… Άστο δεν είναι έτσι
΄Ηταν φανερό πως είχε πάρει την απόφαση να συνεχίσει.
΄Υψωσε το ποτήρι του στο στόμα και το κατέβασε μονορούφι. Η κάψα του ποτού κύλησε έντονα απ’ το λάρυγγά ίσαμε με το στομάχι του, όπου απλώθηκε κι ύστερα διαλύθηκε. Πλατάγιασε τα χείλη του κι αμέσως ξανάρχισε την πάρλα.
–Πού είχαμε σταματήσει; Α, ναι, στην αμυαλοσύνη της γυναίκας… Εγώ λέω πως δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράμα απ΄ αυτό. Να πάρτε για παράδειγμα τη δικιά σας γυναίκα.
Σκεφθείτε πως κάνουν, σαν μιλάνε για πολιτική. Εμείς μπορεί να μεταλλάζουμε πολιτικές προτιμήσεις συχνά-πυκνά, μια κι έτσι πρέπει να γίνεται με την πολιτική. Σήμερα, ο ένας είναι καλός, αύριο ο άλλος. Κανένας τους, δεν είναι Μεσσίας. Οι γυναίκες , όμως, είναι πιστές στον έναν, στον όποιον έναν τις γυαλίσει, τις γεμίσει στο μάτι. Προσέξτε, λέω στο μάτι! ΄Οχι το μυαλό! Με το μάτι βλέπεις άλλα και με το μυαλό άλλα. Με το μάτι παρατηρείς φρύδια, πλάτες, βλέπεις σκέλια, βλέπεις φάτσες και στο τέλος βγάζουν συμπεράσματα.
–Αυτός μ’ αρέσει.. Είναι ωραίος, νόστιμος, συμπαθής!
Απλά κι αγαθά κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές! Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη γυναίκα μου. Με τέτοια κριτήρια σκουντουφλάει μόνιμα στις κάλπες! Αν και δεν το’ χε ποτέ ομολογήσει, φαντάζομαι πως όσους προτιμάει, θα ονειρεύεται να την καβαλάνε κιόλα. Δεν ξέρω, το κρίμα πάνω μου, μα το υποπτεύομαι πως κάπως έτσι θα συμβαίνει. Ο διάολος να με πάρει, όταν την ακούω να τους κρίνει, με κείνο τον δικό της αφοπλιστικό τρόπο, με πιάνουν, τι νομίζετε… οι ζήλιες!
Ακούς εκεί ζήλιες!
Οι άλλοι έσκασαν στα γέλια. ΄Ενας από δαύτους παρατήρησε:
–Έλα κυρ-Γιώργη, μη τα παίρνεις μονόπλευρα…Πόσες φορές και του λόγου μας, δεν έχουμε κάνει τέτοια πηδήματα με τις γειτόνισσές μας και μ΄όλες τις διαόλισες που βλέπουμε στο σινεμά ή στις στράτες … έλα δεν είναι θέμα τώρα…
–Δεν τα’ αρνούμαι, μα εγώ για άλλα κουβεντιάζω. Εγώ λέω πως δεν ψηφίζουμε τον τάδε επειδή λογαριάζουμε ότι θα μας πηδήσει στον ύπνο μας με περίσσια τέχνη, ενώ οι γυναίκες.. Το κατάλαβες μωρέ;
Με το χωρατό αυτό η συντροφιά αναψοκοκκίνησε ευχάριστα. Τα ποτήρια ανεβοκατέβαιναν. Οι κάνουλες απ΄ τα γύρω βαρέλια έσταζαν το πολύτιμο υγρό τους. Τα μικρά σιδερένια τραπεζάκια, φίσκα από αξιότιμη πελατεία. Όλα κι όλα, η ταβέρνα του μπάρμπα-Βαγγέλη δεν ήταν ένα τυχαίο ταβερνείο, αν και υπόγα. Συγκέντρωνε πάντα εκλεκτό κοινό. ΄Αν μπορεί βέβαια να είναι εκλεκτό κοινό ένας τμηματάρχης Τραπέζης, ένας εισηγητής της Νομαρχίας, μερικοί καταστηματάρχες, κανα -δυο σκόρπιοι άγνωστοι περαστικοί, μα συστημένοι κι ένας βλογιοκομμένος ανθυπασπιστής που ποτέ δεν τον είχαμε δει με τη στολή του….Μην πάει ο νους σας πως ήτανε σπιούνος και κατασκόπευε τους θαμώνες. Καλό ανθρωπάκι και τυπικότατος στις υποχρεώσεις του. Κουβάλαγε πάντα μέσα σε μια λαδόκολλα τον μεζέ του. Κάποιοι κακεντρεχείς λέγανε, πως η αφεντιά του, έκανε ζούλα τον μεζέ, απ’ το διπλανό μπακάλικο, μα κανείς μας δεν το’ χε επιβεβαιώσει.
Ολη αυτή η ευπρεπής σύναξη, έστησε αυτί στο τραπέζι, όπου δέσποζε ο κυρ-Γιώργης. Και καθώς άκουσαν για πηδήματα και τα τέτοια, ανάκατα με την πολιτική, ξεθάρρεψαν και όπως συμβαίνει στα ελληνικά συχναστήρια, άρχισαν να μετέχουν κι αυτοί στη συζήτηση, με ανάλογες κοτσάνες.
–Έλα συνέχισε κυρ-Γιώργη, του φώναξαν. Το να συνεχίσει ήταν μια κουβέντα. Με την τροπή που πήραν τα πράματα, δεν του άρεσε να συνεχίσει. Κατάντησε δημόσιο θέαμα. ΄Ενα δικό του πρόβλημα ξαφνικά μεταβλήθηκε σε αντικείμενο δημόσιας κριτικής από τραπέζι σε τραπέζι. Ανυπόφορο. Κουτσομπόλευε τον εαυτό του και τη γυναίκα του. ΄Ελα, όμως, που δεν γινότανε να υποχωρήσει. ΄Επρεπε να συνεχίσει. Ο καημός τον κατάτυρρανούσε.
Ξανάρχισε:
–Δεν είναι μονάχα η πολιτική.. έτσι παράδειγμα την έφερα. Είναι η κάθε στιγμή της ζωής μας .Μαύρο εγώ, άσπρο κείνη. Ξινό γω, γλυκό κείνη. Δεν ξέρω, πάει να μου φύγει. Τώρα στα γεράματα, αντί να’ χουμε ημερέψει, ολοένα κι αγριεύουμε. Χωρίς σοβαρό λόγο αρπαζόμαστε. Αυτή το κοντό της, εγώ το μακρύ μου. Δεν ξέρω τι μας συμβαίνει… Αρχίσαμε τάχα να κουραζόμαστε, να αντιπαθιόμαστε; Μυστήριο! Κι όλο, ο άμοιρος κάνω αγώνα για ν’αποφύγω τον καυγά, μα κείνος μας κουβαλιέται ολοένα πιο άγριος και εξοντωτικός!
— “Ποιός έριξε καφέ στην κουζίνα”; Μουγκρίζει.
Μια σταλαματιά καφές, όσο και η κεφαλή της καρφίτσας…
— “΄Ελα, ρε γυναίκα, τι ψάχνεις να βρεις, ποιός τον έχυσε.. Κι άμα το βρεις, τι γίνεται;.. Ωραία.. ωραία, δεν έπρεπε να χυθεί, μα τώρα χύθηκε..”
Δεν αρκείται. Ξαναεπιτίθεται με περισσότερο μένος:
— “Εσείς δεν με σκέπτεστε καθόλου! Υπηρέτριά σας να’ μουνα, θα με υπολογίζατε περισσότερο! Δεν σας αντέχω, δεν αντέχω την απονιά σας. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στην κουζίνα είμαι…μια φορά θα μπείτε εσείς και τα κάνετε άνω κάτω. Αχαϊρευτοι.. ανίκανοι…”
΄Η άλλοτε:
— “Ποιανού παντόφλες είναι αυτές…” ορύεται.
— “Κάποιου θα’ ναι… Τον ντεντέκτιβ θα κάνουμε τώρα; Δώστες μια να πάνε κάτω απ’ το κρεβάτι και το πράμα τέλειωσε… Τι κάθεσαι και συγχύζεσαι..”
΄Οχι, όμως, πρέπει να συγχυστεί .Μας ανακατώνει όλους, έτσι από μικρά, ασήμαντα πράματα. Τη μια οι παντόφλες, την άλλη το ποτήρι και την παράλλη κάτι άλλο. Απ΄το πρωϊ μέχρι το βράδι, η ίδια ιστορία. Κάτιτις βρίσκει κι αρχίζει να ξύνεται.
Στο τέλος δεν αντέχω και της λέω, ουρλιάζοντας, τη γνώμη μου για το μυαλό της.
— “Είσαι άμυαλη”. Βάλθηκες να ανατινάξεις το σπίτι σου με τις ανισορροπίες σου”.
Τότε είναι που χάνει ολοσδιόλου την ψυχραιμία της. Δυστυχώς καταντάει να γίνεται κακιά. Μου πετάει πως χιλιομετάνοιωσε που με παντρεύτηκε. Καταριέται την ώρα και τη στιγμή που μ’ αντάμωσε. Ακόμα λέει, πως με μισεί(κάθε μέρα και περισσότερο κι όλο ο δύστυχος ψάχνω να βρω τι κακό της κάνω και δεν το ξέρω) και πως τελικά θα με “σφάξει”!
Δεν πιστεύω τίποτε απ’ αυτά. Τα λέει πάνω στα νεύρα της. Γιατί όμως να αρπάζεται από ασήμαντες αφορμές και να δηλητηριάζει τη ζήση μας; Δεν την κατηγορώ για τίποτε σοβαρό. Κι ούτε και κείνη εμένα. Να, όμως, που δεν τα πάμε καλά. Κάτι έχει σπάσει, κάτι μας ξέφυγε κι αυτό είναι που ψάχνω να βρω. Τώρα που κλείσαμε είκοσι τόσα χρόνια μαζί. Πάω να παλαβώσω. Πως είναι δυνατόν μια στάλα καφές, μια κάλτσα πεταμένη, ή κάπνα από το ταμπάκο μου, μπορούν να μας κάνουν άνω-κάτω, να μας οδηγούν σε άδιέξοδο; ΄Εφτασα να φοβάμαι ν΄ανοίγω το στόμα μου. Το πήρα απόφαση να μην βγάζω άχνα. Βαρέθηκα. Θα σκούζει-θα σκούζει , αλλά στο τέλος θα κουραστεί σκέφτηκα. ΄Ετσι ντουβάρια αμίλητα, δεν γίνεται σπιτικό. ΄Αντρας είμαι κι εγώ, ε, τα’ ανοίγω κι εγώ το ρημάδι και λέω ό,τι μου φτάσει. Μόλις όμως, συλλάβει τη φωνή μου, γίνεται μπουρίνι. Αντιδρά. Λέει, λέει… λέει. ΄Αλλοτε μου λέει πως θα με διώξει απ’ το σπίτι της (τι νά κάνουμε δικό της είναι),άλλοτε μου λέει πως δεν κατάφερα να κάνω τίποτα στη ζωή μου και δεν έχω παρά να παραδειγματιστώ απ΄ τ΄ αδέρφια μου και τα άδέρφια της που βγάλανε μπόλικα λεφτά, πως δίπλα μου μαράζωσε, πως θα μπορούσε να’ χει καλύτερη τύχη, “σαν πριγκίπισσα, θα την είχανε κείνοι οι καπεταναίοι που τη ζητήσανε” ΄Ενας μάλιστα από δαύτους, σήμερα είναι και εφοπλιστής με δικό του μισό καράβι..
Καλά όλα αυτά να τα λέει. ΄Εχει το ελεύθερο. Τι φταίνε, όμως εκείνα τα παιδιά μας, που μας ακούνε κι απορούν. Μα καμώματα είναι αυτά; Μαύρο κείνη, κόκκινο εγώ. Πού θα πάει δεν ξέρω. Τα ντρέπομαι σας λέω. Νοιώθω, να’ χω πέσει στα μάτια τους. Ο πατέρας τους; Ο σπουδαίος, ο σοφός, αυτός ο πήξας και ο δείξας κατάντησε να’ ναι γελοίος Και μου’ρχονται παρακαλώ, τα τέκνα μου, και… μ’ όρμηνεύουν! Νταμπλάς μου’ πέφτει στο κεφάλι σε κάτι τέτοιες στιγμές. Ξέρεις τι πάει να πει, να σ΄ όρμηνεύουν τα παιδιά σου; Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία για έναν πατέρα…
Είναι φριχτό.. θολώνει το μυαλό…΄Οχι δεν ξέρω, αν σας έτυχε κάτι παρόμοιο. Κι όλα αυτά από το τίποτε! Θα μου στρίψει, δεν γίνεται…Πως να της δώσω να καταλάβει ότι ζωή και σπιτικό δεν είναι μια παντόφλα εδώ και μια σταλαματιά καφές εκεί.. Της το’ πα: “Βρε χριστιανή μου, δεν είναι καιρός για τέτοια. Κατάλαβέ το, δεν μπορείς να με πολεμάς. Δεν είμαι εχθρός σου… Τι έχουμε να χωρίσουμε κι εκστρατεύεις κάθε τόσο εναντίον μου, τη μια για το ένα και την άλλη για τ’αλλο; Δεν είναι πράγματα σοβαρά αυτά. Ωραία, δε λέω, έχεις δίκαιο για όσα λες… σέβομαι τους κόπους σου, τη λάτρα σου, το μαγειριό σου, μα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Πέντε νοματαίοι είμαστε, άλλος λίγο, άλλος πολύ, κάποιος στο τέλος θα στραβοπατήσει, κάτι δε θα προσέξει;.. δεν χάθηκε δα κι ο κόσμος! Πάψε επί τέλους να ζητάς ενόχους και εχθρούς! Σκέψου τα παιδιά μας. Δεν μπορώ να κάνω τον πατέρα τους από τη μια, να θέλω να επιβάλω τάξη, να τους δίνω παραδείγματα για το καλό και το κακό κι απ’ την άλλη να ξεβρακωνόμαστε στα μάτια τους. Πάρτο χαμπάρι: Νοιώθω ξεβράκωτος στα παιδιά μου. Πεσμένος πολύ χαμηλά…Μαύρη κατάντια… Βρε κοίτα τι μου έλαχε σ΄αυτή την ηλικία”!
Και στα νιάτα μας, δεν πηγαίναμε παρά κάτω. Και τότε το μαύρο, το κόκκινο, τ΄άσπρο και τρέχα γύρευε. Αλλά τότε, τα παιδιά ήταν μυξιάρικα και δεν πολυκαταλάβαιναν. Μα τώρα, τι να τους πω; Ποιό σεβασμό μπορούν να μας έχουν, όταν τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά για ψύλλου πήδημα;…
Οι άλλοι της σύναξης, κουνούσαν τα κεφάλια τους, σαν να συμφωνούσαν πως είχε δίκιο, πως καλά τα λέει, αλλά δεν βγήκε μιλιά απ΄το στόμα τους. Ο κυρ-Γιώργης έκανε μια σύντομη στάση, πήρε μια βαθειάν ανάσα, έβγαλε τσιγάρο απ΄το κουτί κι έδειξε πως ήταν έτοιμος να συνεχίσει. Με κατεβασμένο το κεφάλι, λες και φοβότανε τα βλέμματα των άλλων, κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του και ξανάρχισε να μιλάει. ΄Ενοιωθε θλιβερά μόνος.
–Δεν πάμε καλά σου λέω. Τώρα τελευταία το’ έρριξα και στο πιοτό. Δεν έχω ένα φανάρι. Τώρα, σε τούτη την ηλικία ανακάλυψα πως έχω ανάγκη απ ’ένα φανάρι.
Εγώ που ήμουνα φανάρι για όλο τον κόσμο! Φτού σου κατάντια!
“Ασυμφωνία χαρακτήρων”; Ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια, δεν κολλάει αυτό. Να χωρίσουμε; Ντροπής πράματα. Θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών. Άσε και στον έρωτα είμαστε κρύοι, παγωμένοι, λες και κάναμε καμιά αγγαρία. Κι όλο τη γουστάρω την άτιμη κι όλο μου ξεφεύγει. Τη μία είναι του Αγίου Σεραφείμ και “είναι αμαρτία απ’ το Θεό”. ΄Αλλοτε την πείθω και κάθεται σαν κότα, μουγκή, έστω κι αν είναι των Αγίων Πάντων. “Το κρίμα στο λαιμό σου” μου λέει! Αυτή το φχαριστιέται… αλλά το…κρίμα δικό μου! Άντε να βρεις άκρη!
Πέντε χρόνια τώρα όμως, τι σόϊ πράμα είναι από τη μέση και πάνω δεν ξέρω. Κι από τη μέση και κάτω, πάλι και κει μαύρα κι άραχνα τα πράματα, έτσι στα ψηλαφητά, στα σκοτεινά και στο άρπα -κόλλα κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε. Αλλά με τι κέφι να τη δουλέψεις, όταν συνεχώς πάντα κάτι θα βρει για να σκούξει;.. “Πρόσεχε το σεντόνι, μη το τσαλακώσεις..”
“Σιγά μην κάνουμε θόρυβο”. Μη από δω, μη από κει, “τα νύχια σου δεν τα’ χεις κόψει”.. “Πλύθηκες;”… “Μπρός βάλε οινόπνευμα στα χέρια σου..”
΄Ετσι άθλια αρχίζουμε και τελειώνουμε. ΄Εναν καιρό, μούχε μπει η ιδέα πως η συνταγή στην ευτυχία είναι ο έρωτας. Μπα, κουρουφέξαλα. Δεν βγήκε τίποτε. Μερικές φορές έκανε σαν λυσσασμένη. Αλλά έπειτα βαριότανε. Το χειρότερο καυχιότανε: “εσείς οι άντρες δεν μπορείτε να κάνετε χωρίς γυναίκα, εμείς όμως μπορούμε χωρίς άντρα. Το’ λεγε και το πίστευε και το εφάρμοζε. Τώρα κάνουμε μήνες και μήνες να’ρθουμε σε επαφή.
ΒΑΡΙΑΝΑΣΑΝΕ. ΄Ηταν φανερό πως του ξέφευγαν πολλά, περισσότερα απ’ όσα ίσως, είχε προγραμματίσει. Μια ολάκερη ζωή πάφλαζε στα σωθικά του και ζητούσε φυγή, κάπου να ξεσπάσει. Το ύφος του δεν έμοιαζε με παράπονο. ΄Ηταν κάτι σαν διαμαρτυρία:
“Μα γιατί Θεέ μου να συμβαίνουν αυτά στον κόσμο σου;” Τι παρά πάνω ήθελε η γυναίκα του; Αυτός ήξερε, πως δεν ήθελε τίποτε… Αλλά αυτή γιατί να τα μπουρδουκλώνει έτσι;
΄Επειτα κατεβάζοντας το ποτήρι του, ορκίστηκε, έτσι ξαφνικά εκεί μπροστά σ΄όλους:
–Μα το Σταυρό, για πρώτη φορά στο βίο μου αισθάνομαι τόσο πελαγωμένος. Κι έλεγα πως τά’ ξερα όλα! Νοιώθω τόσο άδειος, τόσο ανήμπορος να καταλάβω τι μας συμβαίνει;
Αμ δεν γίνεται! Αμυαλοσύνη, αυτό είναι! Είναι άμυαλη!Κι εγώ που τα δέχομαι όλα αυτά, πιο άμυαλος απ’ όλους!
Μου’ φυγε το τιμόνι, πάει πιά. Μια ολάκερη ζωή σκέτο φούμαρο.. Τίποτα. Είκοσι χρόνια γίνανε καπνός.. πω-πω συμφορά μου! Λάθος δρόμο θα πήραμε. Δεν μπορώ να το χωνέψω. ΄Οχι δεν μπορώ να το πιστέψω ότι λάθος δρόμο πήραμε. Καλά ήτανε. Κουτσά-στραβά πορευτήκαμε. Με γκρίνια, με φαγούρα, μα πορευτήκαμε. Δόξα τω Θεώ. Μα τώρα είναι διαφορετικά. Κάτι άλλαξε, κάτι μας γλιστράει και δεν μπορώ να το εντοπίσω το άτιμο για να του στρίψω το λαρύγγι… Και κείνα τα παιδιά μου πως τα ντρέπομαι.. Θεέ μου σε τι έφταιξα; Που λάθεψα;
΄Εστησα ένα σπιτικό πάνω σε δημοκρατικές βάσεις. Έτσι νομίζω, ξέρω σάμπως; Τώρα πια άρχισα να αμφιβάλλω και γι αυτά που λέω. Δεν την ξεχώριζα, μα το Σταυρό! ΄Ισως κιόλα έριχνα και τον εαυτό μου. Ου να λέγεται… “ό,τι πεις εσύ γυναίκα…” Πρώτη θέση αυτή, νούμερο δύο εγώ….Βέβαια που και πού προσποιούμουνα τον πρώτο, έτσι για τους τύπους για να κρατάμε την παράδοση…. Να μα την Παναγιά, κι αν ήθελε , αν το μπορούσε θα την άφηνα να τα βγάζει πέρα, όλα μονάχη της. Μα έλα, όμως που μερικές αποφάσεις χρειάζεται να φέρουν αντρίκια σφραγίδα. Είναι μερικές φορές που πρέπει να ψηφίσεις κορώνα ή γράμματα. Εσύ σαν άντρας το αψηφείς, ψυχρά, λογικά. Εκείνη, η γυναίκα δεν το μπορεί. Αμφιβάλλει. Δειλιάζει. Ε, στις αμφιβολίες της, θυμόμουνα πως έπρεπε να κάνω τον πρώτο ρόλο! Μού’ ρχεται να βάλω τα γέλια, τώρα που βλέπω να’ χουν ξεφυτρώσει στην πιάτσα οι άσκημες καρακάξες που πλασάρουν φεμινισμό και άλλα γελοία τερτίπια…. χι..χι…χι.. Τώρα δα μαθαίνω πως η Κυβέρνηση, λέει, θα κάνει Νόμο που θα ισιώνει τον άντρα με τη γυναίκα, θα τους κάνει πλάκα, θα τους οριζοντιώσει.. Τέλος πάντων.. ισότητα! Μπράβο. Και μπράβο μου! Γιατί ,του λόγου μου, θέσπισα ισότητα στο σπιτικό μου, όταν οι άλλοι δεν είχαν ιδέα γι΄ αυτό.
΄Ενα γω γυναίκα, ένα εσύ… και κάποτε-κάποτε δύο εσύ. Τι να γίνει, σαν αρσενικός, ήμουνα και μεγαλόψυχος. Ο κερατάς! Τι Νόμους και τρέχα γύρευε! Εμείς, με τη γυναίκα μου, είμαστε ίσοι στην πράξη, είκοσι ολάκερα χρόνια. Εμείς είχαμε την ισότητα στη ζωή μας!
Μου είπανε ακόμα πως για να τα πηγαίνουμε καλά, χρειάζεται ανάμεσα στο ζευγάρι, “διάλογος”! Ακούς διάλογος! Απ’ το πρωϊ μέχρι νυκτός, όλο πάρλα είμαι. Παραμυθάς. Λέω και τι δεν μπορώ να πω. Για το μόνο που καυχιέμαι είναι η κουβέντα!
–Βρε γυναίκα… ας τα βάλουμε κάτω τα πράματα, να δούμε τι μας χωρίζει και τι μας ενώνει…Παραμιλούσε…συχνά!
Σε δυο λεπτούλια, μόλις πήγαινε ν’ ανοίξει το στόμα της, γινότανε το σώσε!
Μπουκωμένος από τον φόρτο αυτό, έριξε μια τελευταία ρουφηξιά., καμάκωσε με την οδοντογλυφίδα ένα τόσο δα κοματάκι λακέρδας, πλάνταξε τα χείλη του και ηγέρθη σαν ελατήριο…
–Γειά σας ψέλλισε… αχνά… Είπα πιότερα από όσα έπρεπε… Γειά σας είπε ξερά…και νοιώθοντας ντροπιασμένος, σύρθηκε έξω από την υπόγα , το κρασοποτείο, το καρβουνιάρικο, του Μακρή, της οδού Υμηττού αριθμός 3 του Χολαργού και χάθηκε!
Βαρύς και γυρτός, ύστερα πήγε να διαβεί τη δημοσιά. Δεν πρόλαβε. Ένα αυτοκίνητο που κατέβαινε, έπεσε σαν βολίδα πάνω του. ΄Ενα σκληρό “γκούπ” ακούστηκε κι αυτό ήταν όλο.
Μήτε μια κραυγή πόνου. Το σήκωσαν νεκρό, τον Γιώργη. Ένας μπόγος πράμα. Πριν ξεψυχήσει, λένε, πως ψέλλισε μια λέξη: “Αποτύχαμε”. ΄Ισως, όμως, και να μην κατάλαβαν καλά. ΄Ισως να τους φάνηκε… Ποιος, τάχα συγκρατάει σε τέτοιες στιγμές, τέτοιες λεπτομέρειες…σε τέτοια συμβάντα;
Στο πρόσωπό του, εκεί στο δεξί μάγουλο, θαρρείς πως είχε ξαναφανεί η παλιά χαραματιά που του’χε κάνει η γυναίκα του με τα νυχάκια της!…
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ
**Γράφτηκε, κάπου εκεί στα 1980..πάντως σίγουρα δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το 1981 με μια θαυμάσια ξηλογραφία του Αλεξιάδη, δεν ξέρουμε, αν τη βρούμε. Θα τη βάλουμε κι εδώ!!