ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟΥ ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ

Ο Βραχιολίδης είναι φαινόμενο από τα πρώτα βήματά του στη δημοσιογραφία.Δεν είχε απορίες, δεν είχε ανάγκη από καμμιά συμβουλή. ΄Εμοιαζε και το έδειχνε από τα πρώτα του ρεπορτάζ. Ρίχνοντας κανείς μια σύντομη ματιά στα πρώτα του ρεπορτάζ, μένει έκπληκτος με την αρτιότητά τους. Είναι προσεκτικός ακόμη και στη γλώσσα που χειρίζεται με… λογοτεχνικές διαθέσεις, αναδεικνύοντας τα ρεπορτάζ του. Απορεί και ό ίδιος με την δημοσιογραφική ωριμότητά του.. αλλά έχει μια εξήγηση:
–Φαίνεται, λέει, χωρίς να το καταλάβω, όταν μπήκα στην εφημερίδα, ήμουν κιόλα πολύπειρος!Εντελώς αβίαστα έγραφα τα ρεπορτάζ μου… Είμουν συγκροτημένος , χωρίς να το συνειδητοποιώ.Η εξήγηση είναι μία: Από ηλικίας 11 ετών διάβαζα πολλές εφημερίδες καθημερινά… Δούλευα σε ένα καφενείο -το βράδι πήγαινα Γυμνάσιο, στην ιστορική ΧΑΝΘ- και τις στιγμές που δεν υπήρχαν παραγγελίες για να τις μοιράσω, βουτούσα μέσα στις εφημερίδες και τις ξεκοκάλιζα. Ως γνωστόν τα καφενεία διαθέτουν για τους πελάτες τους εφημερίδες… τουλάχιστον εκείνη την εποχή 1952… ΄Ετσι μου έμεινε κουσούρι η εφημερίδα… Ακόμη και σήμερα θυμάμαι τα γεγονότα του καιρού εκείνου. Το Ημερολόγιο της Αννας Φράγκ, τα πολιτικά Παπάγος-Πλαστήρας, τον πόλεμο στη Κορέα, ΄Ολα αυτά ήταν μέσα μου. Κανείς δεν μου δίδαξε τη δηνμοσιογραφία, κανένα βιβλίο σχετικό δεν είχα διάβασει. Νόμιζα πως ήξερα να γράφω και το αποπειράθηκα με διηγήματα.. που φευ άρχισαν να τα δημοσιεύουν στον «Ε.Βορρά», ένα κάθε μέρα…! Τα μυαλά μου πια είχαν πάρει αέρα..»

Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ! 30 χιλιόμετρα …μακρυά στον εξωτικό ΛΑΓΚΑΔΑ.

Το πρώτο ρεπορτάζ -επίσημο- του Βραχιολίδη ήταν για τους ταξιτζήδες της Θεσσαλονίκης..(Θα το βρούμε και θα το παρουσιάσουμε…)
Η πρώτη εντολή που έλαβε ήταν να πάει να παρακολουθήσει μια δίκη για φόνο. Ο δικαστηριακός συντάκτης απουσίαζε και τον κάλεσαν να τον αντικαστήση. «Σάλτα εκεί, δες και γράψε » του πρόσταξε ο αρχισυντάκτης. Τι να δει και τι να γράψει. Ποτέ δεν είχε ξαναπατήσει σε δικαστήριο… Μάλιστα δεν είχε καν ταυτότητα δημοσιογραφική. Του την εξέδωσαν αυτοστιγμής… Και σάλταρε δεόντως… Αργότερα θήτευσε στο σημαντικό αυτό ρεπορτάζ για 6 χρόνια καλύπτοντας σπουδαίες δίκες που είχαν συνταράξει το Πανελλήνιο τότε. Δίκη ΑΣΠΙΔΑ, Δίκες του Αμερικάνου Ράνευ…(για τον αντικειμενικό χειρισμό της οποίας, η εδώ Αμερικάνικη πρεσβεία του έστειλε τα εύσημά της), δίκη Σουρέτα, και πολλές άλλες… Αγάπησε το ρεπορτάζ αυτό, διότι πάντα πίστευε ότι τα δικαστήρια είναι ΄πλουτοπαραγωγική πηγή ειδήσεων… κάτι που δυστυχώς οι σημερινοί ρεπόρτερς το παραβλέπουν!
Η πρώτη του, εκτός έδρας αποστολή του ήταν στο κοντινό χωριό(!) Λαγκαδάς, όπου εκεί κάθε χρόνο γίνονται τα διάσημα πια Αναστενάρια. Κι έγραψε το παρακάτω ρεπορτάζ, τόσο πλήρες, που είναι πλέον διαχρονικό. Δείτε το:

ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΡΡΩΝ

Υπερέβησαν τας 10 χιλιάδας οι επισκέπται που συνέρρευσαν εις την γειτονικήν πόλιν- Πολυάριθμοι, ξένοι επισκέπτες
Ενα ρεπορταζ -πρώτη δημοσιογραφική αποστολή του νεαρού ρεπόρτερ μας εκτός συνόρων έδρας,… 30 χιλιόμετρα μακρυά!

Για την κάλυψη ενός γεγονότος -επαναλμαβανόμενου άπαξ του έτους. Τα Αναστενάρια του Λαγκαδά, έστω κι αν δεν ξέρετε μερικοί που πέφτουν και τι είναι τα “αναστενάρια”.

Ο Ρεπόρτερ είχε πιά… τρεις μήνες εμπειρία!
Σας δίνουμε το ρεπορτάζ αυτούσιο…
Πρώτον για να δείτε με πόση πληροφοριακή πληρότητα- και γλαφυρότητα- ο νεαρούλης καλύπτει ένα συμβάν.
Δεύτερον, επειδή τα αναστενάρια είναι επαναλαμβανόμενα,δηλαδή
τα στοιχεία του ρεπορτάζ αυτού (αν και γράφτηκε το 1961) θα σας είναι χρήσιμα και στο μέλλον .
Πιο περιγραφική παρουσίαση για τα αναστενάρια δεν θα βρείτε στον ελληνικό Τύπο, έστω κι αν κάθε χρόνο οι εφημερίδες γράφουν καναδυό λόγια.

Στον ξένο Τύπο υπάρχουν πολλά και πιο ζουμερά.

“ Το έθιμο της πυροβασίας γιορτάστηκε χθές με εξαιρετική λαμπρότητα στον Λαγκαδά.
Μια φορά τον χρόνο ο σφυγμός της μικρής γειτονικής πολιτείας, ανεβαίνει σε νούμερα πολύ υψηλά.
Το “πάτημα της φωτιάς” χρονιά με τη χρονιά εξελίσσεται σε σπουδαίο τουριστικό παράγοντα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 39ου ΚΤΕΛ εκινήθησαν καθ’όλη τη μέρα χθές από τις πρώτες πρωϊνές ώρες μέχρι τη στιγμή της πυροβασίας 90 λεωφορεία, δηλαδή πάνω από 5000 επισκέπτες. Επίσης σε 5000 υπολογίζονται και οι Θεσσαλονίκεις που μετέβησαν στον Λαγκαδά με δικά τους μέσα. Σ΄αυτούς τους αριθμούς πρέπει να προστεθούν και οι επισκέπτες πού ήρθαν από άλλα διαμερίσματα της χώρας, κυρίως από τις βορειότερες περιοχές.

Δεν έλειπαν ούτε οι ξένοι. Αισθητή η παρουσία τους στους δρόμους και τα σοκκάκια με τις παρδαλές φορεσιές τους και την τσίχλα στο στόμα. Δείχνουν περιέργεια για το παραμικρό που αφορά το έθιμο. ΄Ενα έθιμο που ούτε παράξενο , ούτε πρωτότυπο το βρίσκουν ! Δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που πατάνε οι άνθρωποι στη φωτιά χωρίς να καίγονται.
Παλαιές Ισλαμικές παραδόσεις αναφέρουν ότι οι δερβίσιδες πατούσαν συχνά “σ΄αναμμένα κάρβουνα” κι ακόμη ότι τα έπιαναν με τα χέρια, κάτι που αποφεύγεται με το δικό μας έθιμο.
Στα 1935 στην Αγγλία με πρωτοβουλία της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών οργανώθηκε ένα πείραμα πυροβασίας στην οποία έλαβε μέρος ο Ινδός Κούντα Μπού, που πάτησε πάνω σε θράκα, όπου η θερμοκρασία της περνούσε τους 430 βαθμούς Κελσίου. Την επόμενη χρονιά το πείραμα επαναλήφθηκε από τον Αχμέτ Χουσεϊν με την ίδια επιτυχία.

–Δεν μας ξαφνιάζει, λένε οι ξένοι, αυτή καθ΄εαυτή η πυροβασία. Αλλά το ότι η επιτυχία της αποδίδεται στις Αγιες Εικόνες. Ανεξήγητο. ΄Υστερα εδώ η πυροβασία, “τ΄αναστενάρια” αποτελούν έθιμο κι επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και μάλιστα από ανθρώπους απλοϊκούς με πίστη βαθειά και άδολη.
Ξένοι κινηματογραφιστές πάμπολλοι, από νωρίς φρόντισαν να τοποθετήσουν τα μηχανήματά τους σε θέσεις που εξυπηρετούν την κινηματογράφιση της πυροβασίας.
Περίμεναν κι ολοένα περίμεναν να φτάσει η “μεγάλη στιγμή” για κείνους που κουβαλήθηκαν από τα μακρυνά τους μέρη. ΄Ολοι ανυπομονούσαν.
Κάποτε-κάποτε ανησυχούσαν ζωηρά. Ο καιρός παιχνίδιζε κι έκανε ζαβολιές που προκαλούσε τη δυσαρέσκεια όλων. ΄Ηλπιζαν όμως – χωρίς να λείπουν κι εκείνοι που χαιρέκακα επιθυμούν νά’ ρθει η μπόρα- ότι στο τέλος όλα θα πήγαιναν καλά και η επανάληψη της πυροβασίας θα γινόταν όπως πάντα.

Η γιορτή ήδη είχε αρχίσει από το πρωϊ με το καθιερωμένο σφάξιμο του αρνιού. Δεν έπρεπε να μείνει, έτσι στη μέση, ημιτελή. Ο ΄Αγιος Κωνσταντίνος και η Μάνα του η Αγία Ελένη, θα έκαναν τη χάρη τους και σήμερα. Και την έκαναν.

ΤΟ “ΚΟΝΑΚΙ”, ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΟΠΩΣ ΟΛΑ΄Ενας νεοφερμένος στο Λαγκαδά, ένας επισκέπτης που έρχεται αποκλειστικά για τα “αναστενάρια” εκδηλώνει την επιθυμία να ανακαλύψει το “κονάκι”. Το σπίτι όπου φυλάσσονται οι ιερές εικόνες που έχουν τη δύναμη να κάνουν τους ανθρώπους να πατάνε στη φωτιά χωρίς το φόβο να πάθουν τίποτε.
Δεν έχει καμμιά παραξενιά . ΄Ενα σπίτι όπως όλα. Καλοπεριποιημένο και δίπατο. ΄Εξω στον αυλόγυρό του, λιγοστοί περίεργοι, κάμποσα όργανα της τάξεως και ένας-δύο ΄Αγγλοι που βγάζουν συνεχώς φωτογραφίες.
Το κονάκι ανήκει στη γρηά αναστενάρισσα κ. Μαρούλα Παπαγεωργίου. Οι εικόνες είναι τοποθετημένες σ΄ένα ανατολικό δωμάτιο. Η σάλλα και καναδυό άλλα δωμάτια του πάνω πατώματος έχουν απογυμνωθεί από την επίπλωσή τους. Φαίνεται για να διευκολύνεται η προσέλευση των επισκεπτών, που αυξάνουν όσο οι ώρες ζυγώνουν προς το σούρουπο.

Το δωμάτιο με τις άγιες εικόνες είναι σχεδόν αδειανό. Σε μια μεριά του, ημικυκλικά είναι τοποθετημένα πέντε ψάθινα καθίσματα, σ΄ένα από αυτά κάθεται μια δεσποινίδα, με το ένα πόδι πάνω στ΄άλλο. Παραπλεύρως κοντά στο τζάκι της κρατάει συντροφιά ένα μέλος της οικογένειας αναστενάρηδων , ο μπάρμπα Σωτήρης Χατζής. Ο ίδιος ποτέ δεν πάτησε σε φωτιά, οπατέρας του, οι παπούδες του, όμως “δοκίμασαν τη γλύκα της”. –Γιατί δεν πάτησες εσύ στη φωτιά;
–Ξέρω; Δεν ήταν θέληση. Οι δικοί μου δεν μου κληρονόμησαν αυτό το “αγαθό”.

Εκτός από τις εικόνες στο ανατολικό τοίχο του δωματίου, υπάρχουν σκόρπια σ΄όλες τις μεριές ένα σωρό άλλα εξαρτήματα στενά συνδεδεμένα, αδιαχώριστα, με τη γιορτή.
Τα όργανα, θρακική λύρα και τύμπανο, καντήλες, θυμιατήρια και κεριά ακόμη κι ένα πανέρι γεμάτο με λειτουργιές, καμωμένες από σπιτίσιο, χωριάτικο αλεύρι . Και σε χωριάτικο φούρνο ψημένες. Κοντά σ΄αυτές ένα μικρό μπουκάλι με κόκκινο κρασί, ένα δεματάκι μαντζουράνα, θυμίαμα, κι ένα ποτήρι στάρι. Τα βλέπει όλα αυτά η δεσποινίς και χαμογελάει χωρίς να λέει τίποτε.
Μετά από κάμποσες στιγμές κάνουν την εμφάνισή τους στην κάμαρα δυό πανύψηλοι ξένοι. ΄Ο ένας με κυρτούς ώμους και κίτρινο μπλουζάκι, ΄Αγγλος στην καταγωγή και απεσταλμένος της εταιρίας C.B.V., της εταιρίας εκείνης που έχει συμφωνήσει να διαφημίσει την Ελλάδα τουριστικώς σ΄όλη την Ευρώπη. Ο άλλος είναι Γερμανός με συμπαθητική φυσιογνωμία και χτένισμα Ναπολεόντειο, που μας συστήνεται ως συγγραφεύς και που φέρει το όνομα Κούγκα. Πιάνουν κουβέντα με τη δεσποινίδα στην αγγλική με θέμα συζήτησης πάντα το “αναστενάρικο”. Λένε-λένε, σχολιάζουν και ζητάνε εξηγήσεις για όσα δεν καταλαβαίνουν, για όσα δεν μπορούν να καταλάβουν.

Οι ώρες διαβαίνουν αργά, το “κονάκι” αρχίζει να αποκτάει κίνηση μεγαλύτερη. Περίεργοι μπαινοβγαίνουν, φλυαρώντας και δίπλα μας έρχεται και κάθεται ένα νεαρό παλληκάρι είκοσι πέντε χρόνων το πολύ. Είναι ο Εμμανουήλ Καραγιώργης, υποψήφιος αναστενάρης. Ο θείος του είναι αναστενάρης . Θα γίνει κι αυτός. Πότε όμως δεν ξέρει. Ακόμη κι αυτοί που θεωρούνται καθιερωμένοι και που κάθε χρονιά πατάνε στη φωτιά, δεν ξέρουν αν φέτος θα πατήσουν και πάλι. Μπορεί ναί, μπορεί και όχι.
Οι αναστενάρηδες είναι πολλοί. Μέσα απ΄αυτούς θα “καλέσουν” τους εκλεκτούς της ημέρας. Περίεργη η “κλήση”, ακόμη πιό περίεργος ο τρόπος που τους έρχεται.΄Ενας τρόπος που κανείς δεν έχει μάθει, από μας τους άλλους, τους έξω-αναστενάρηδες.

Η γρηά Μαρούλα Παπαγεωργίου είναι ανένδοτη, πεισματικά και δεν ανοίγει το στόμα της..
Στην επιμονή μας να της αποσπάσουμε τα μυστικά της πυροβασίας αντιτάσσει νεύρα, νεύρα στρυφνά, και προκαλεί παρεξηγήσεις. Υποχώρηση.
Κατά τις τέσσαρες αρχίζουν τα τύμπανα, κι οι λύρες. Οι μουζικάντηδες παίζουν αδιάκοπα, ασταμάτητα κι οι χορευτές, οι Χρήστος Καραγιάννης, στην αρχή και ο αρχιαναστανάρης Γιώργης Εμμανουήλ αργότερα, χορεύουν δαιμονισμένα και χωρίς ανάσα. Το “κονάκι” σείεται ολόκληρο. Πού και πού ανάμεσα απ΄όλο αυτό το πανδαιμόνιο ξεχωρίζουν κραυγές, που πολλοί τις εκλαμβάνουν σαν επίκληση βοήθειας.

Λίγο πριν αρχίσει η πορεία για τον τόπο της πυροβασίας, η αναστενάρισσα Μαρούλα Παπαγεωργίου μοιράζει στους επισκέπτες “αντίδωρο”, ψωμί από τις λειτουργιές.
Πολλοί ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
–Να το φάω;
–Πεινάω και θα το φάω! λέει κοφτά κάποιος, σαν να πήρε την ηρωϊκή απόφαση να πηδήξει από αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο.

ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Πριν καλά-καλά αρχίσει ο ήλιος να πέφτει, οι αναστενάρηδες σταμάτησαν τους χορούς τους. Εσχηματίσθηκε η πομπή με επι κεφαλής τη λύρα και τα τύμπανα, τις άγιες εικόνες ενώ άλλος κρατούσε ένα μπουκάλι κι άλλος ένα κόκκινο μαντήλι. ΄Ετσι ξεκίνησε για την πλατεία με τον πολύ κόσμο , όπου εκεί μπροοστά σε τόσες χιλιάδες περίεργα μάτια θα έκαμναν την μεγάλη επίδειξη.
Η τοπική αστυνομία ενισχυμένη από άνδρες της αστυνομίας Θεσσαλονίκης, πάσχιζε με χίλια βάσανα να συγκρατήσει τα ανθρώπινα κύματα που συνωθούντο με μια επιθυμία: να δούν τους αναστενάρηδες.

Η πομπή σαν έφτασε στον τόπο της πυράς, όπου ήδη είχε καρβουνιάει, άρχισε πάλι το χορό της.
Το χορό έσερνε η παληά αναστενάρισσα Δέσποινα Λιούρου, σύζυγος του πιο επιδέξιου, όπως λένε αναστενάρη του Λαγκαδά., που σήμερα-χθές- όπως και την περασμένη χρονιά, μετέβη στην Αγία Ελένη Σερρών, για να ενισχύσει τα εκεί τελούμενα, επίσης, αναστενάρια.
Ακολουθούσε ο αρχιαναστενάρης Γ. Εμμανουήλ, η Μαρούλα Παπαγεωργίου, Χαρίκλεια Χατζή και πολλοί άλλοι από την οικογένεια των αναστενάρηδων . Φερνουν μερικές βόλτες γύρω από τα κάρβουνα κι ύστερα με μια κίνηση, ξαφνική ο αρχιαναστενάρης Γ. Εμμανουήλ βγάζει τα παπούτσια , τις κάλτσες και σηκώνοντας τα παντελόνια του, ρίχνεται στη θράκα. Μένει στην καμμένη πίστα για λίγα λεπτά, κρατώντας στα χέρια του πάντα μια εικόνα, την εικόνα του Αγίου της ημέρας. Το “νταούλι” βροντάει, σχίζει τη σιγή που είναι απλωμένη ΄σ όλο το γύρω χώρο. και οι λύρες στριγγίζουν παράξενα και μονότονα “ψέλνοντας” πάντα το ίδιο και απαράλαχτο τραγούδι. ΄Ενα τραγούδι ακαταλαβίστικο για τις χιλιάδες των θεατών.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ :

Αλλα τελικά δεν μεγενθύνεται. Ως προς την γλώσσα του ρεπορτάζ , ο αναγνώστης δεν πρέπει να παραξενεύεται. Εκείνη την εποχή οι εφημερίδες χρησιμοποιούσαν την απλή -και εκφραστικότερη- καθαρεύουσα…

Με κλικ πρεπει να μεγαλώνει... ωστε να το διαβάσουμε κι έτσι!

Ολοσέλιδος τίτλος για τα “Αναστενάρια”, ένα ρεπορτάζ, πρώτη αποστολή νεαρού ρεπόρτερ.
Το πληροφοριακό σκέλος καλύπτεται ικανοποιητικά. Η γραφή του, εν τούτοις, είναι εμφανώς λογοτεχνική Υπάρχει η θεωρία αλλά και η μέχρι σήμερα πρακτική, πως ο δημοσιογράφος, όταν το “γεγονός” το επιτρέπει, αφήνει να αναπτυχθεί και το λεγόμενο προσωπικό του “στύλ”.

Οι μαντήλες ανεμίζουν και ο αρχιαναστενάρης ολοένα και πηδάει πάνω στη φωτιά. Κάποτε παρασέρνει στον χορό κι έναν νέον άνδρα, τον Ε.Καραγιάννη.

Για πρώτη φορά τούτος δω βαφτίζεται στο “πάτημα της φωτιάς”. Η εντολή από τους Αγίους φαίνεται πάρθηκε και ο κλήρος έπεσε στον πρωτάρη νεαρό χωρικό. Χορεύουν και οι δυό τους πάνω στα κάρβουνα, ένα χορό ανεξήγητο, χωρίς κανόνες. Ο χορός, οι κινήσεις του ενός από του άλλου διαφέρουν. Καμμιά φορά ο νεώτερος δείχνει να μιμείται τον αρχιαναστενάρη. Για λίγο όμως. Σύντομα ξανάρχεται στον δικό του ρυθμό κι όλα κυλάνε μια χαρά.

Οι κινήσεις τους, όσο μεγάλωνε η παραμονή τους στη φωτιά, γινόταν εντονώτερες, πιο παθιασμένες. Το τύμπανο μετέδιδε το συνεχές “τάμ-τάμ”. Η ιεροτελεστία πάνω στη φωτιά συνεχίζονταν με την ίδια αμείωτη όρεξη. Οι χορευτές είχαν κάτι το παράξενο πάνω τους. ΄Αλλοι το είπαν αυτό “φρενίτιδα”, άλλοι “νάρκωση”. Κι ο καθένας τούς βάφτιζε ανάλογα με τα δικά του κριτήρια.
Πάντως, ότι και να τους είχε “πιάσει” αυτή τη στιγμή, ήσαν κύριοι του εαυτού τους και μπορούσαν να ελέγχουν με ακρίβεια τα πάντα και τους πάντες. Η μεγάλη απορία των θεατών. ΄Ενα ακόμη άλυτο πρόβλημα:
–Πως συμβαίνει και δεν καίγονται;
.
΄Ηλθαν και έφυγαν με την απορία άλυτη και αναπάντητη. Οι περισσότεροι περιορίζονταν να δώσουν εξηγήσεις με ψυχαναλυτικά δεδομένα.
–Το μυστικό το κατέχει ο Τανάγρας… αλλά δεν τολμάει να το πεί, ακούστηκε κάποια να λέει, που έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τα αναστενάρια.

Οι δυό αναστενάρηδες χόρεψαν πάνω στη φωτιά κάπου δέκα λεπτά. Το σύνθημα της λήξεως το έδωσε δι΄ “ανατάσεως των χειρών” ο αρχιαναστενάρης Γ. Εμμανουήλ.
Μονομιάς το τύμπανο βουβάθηκε κι οι λύρες αφού έσκουξαν καναδυό φορές , εσίγησαν κι αυτές με τη σειρά τους.
Το πλήθος έδωσε την ευχή: Και του χρόνου!

Μπορεί για όλο αυτό το πλήθος που παρακολούθησε τα αναστενάρια του Λαγκαδά να τελείωσε το πανηγύρι. Μα για τους αναστενάρηδες συνεχίζεται ως αργά το βράδι. Το τύμπανο και οι λύρες θα ηχολογούν σ΄ολόκληρο τον Λαγκαδά, σκορπώντας γύρω κάτι από την ανατριχίλα ενός φοβερού κι ανεξήγητου μυστηρίου.

(2.242 ΛΕΞΕΙΣ)

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.