Η ΟΡΓΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΜΑΡΙΒΗΛΗ

Η ΟΡΓΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΜΑΡΙΒΗΛΗ

Νουβέλλα του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ

Στράβωσε ένα αλλόκοτο χαμόγελο στη χαρακιασμένη παλιόφατσά του, και αισθανόμενος να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας ακατανόητης θλίψης, έκρινε επωφελέστερο να πλαντάξει στα γέλια, αποτινάσσοντας έτσι, προσωρινά, το σκιάχτρο της πίκρας.

Μονάχος του, μέσα στην κάμαρή του, γελούσε και παραμιλούσε. Αν τον τηρούσε κανένα κρυφό μάτι, σίγουρα θα έβγαζε το συμπέρασμα, πως ο άνθρωπος μάλλον θαχε ξελασκάρει… Απρόσμενα ξεβιδωθεί.

Από καιρό, ο Κλέαρχος, είχε ξεκόψει με τις πίκρες. Δηλαδή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να εισβάλει μέσα του, η πίκρα, όσο βέβαια τούτο ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Διότι, στο κάτω της γραφής, δεν ήταν κι από πέτρα. Γι’ αυτό κι όταν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με σκοτεινές πτυχές ή ύποπτες προοπτικές, στην αρχή στραβομουτσούνιαζε χαλογεστά κι αμέσως μετά ξεσπούσε σε γέλια. Μια πρακτική αυτοάμυνας, στην οποία είχε ασκηθεί, προκει-μένου να φέρει βόλτα τα δεινά και τις συμφορές της ζωής του, που δεν ήσαν και λίγες. Νόμιζε πως έτσι ισορροπούσε. Αποκτούσε την επιβαλλόμενη ψυχραιμία και με καθαρό μυαλό, πλέον, αποφάσιζε να κάνει το πρέπον, για να κουμαντάρει τις άσχημες συνθήκες.

Σήμερα όμως τού’ρθε, άξαφνα, μέσα στην ανοιξιάτικη λιακάδα, μια αναπάντεχη συνεφιά.΄Ενα μπουρίνι, που έδειχνε να τον τουμπάρει, να τον ανατρέπει κυριολεκτικά.

Η εγγονή του, ένα τόσο δα πιτσιρδέλι, η Μαριβήλη, που δεν είχε κανένα λόγο να μην είναι σοβαρή, όπως άλλωστε όλα τα αγνά κι αθώα πλάσματα επί γης, τού’δωσε μια πεντακάθαρη ρηματική διακοίνωση. Τελεσίγραφο. Νότα:

–Παππού, άστα αυτά τώρα! Να φέρεις τα λεφτά της γιαγιάς πίσω, διότι ο Θεός θα σε τιμωρήσει!”

Πρόσταξε το αγγελάκι της οικογένειας και του Θεού ,χωρίς αμφιβολία, μια και ο Κύριος Ημών προλάλησε πως “η Βασιλεία των Ουρανών ανήκει πρωτίστως στα παιδιά”. Αν και, μεταξύ μας, ο Κλέαρχος Τοπούζογλου, αξιοπρεπής τυπογράφος κι απόλυτα διαβασμένος, δεν θυμότανε κανένα παιδί Άγιο, παρά μόνο, ατέλειωτα γερόντια με άγρια τριχοφυϊα και περίεργους χιτώνες-κελεμπίες, που κρέμονταν απάνω τους σαν σάβανα. Ανεξάρτητα από το πως είχαν εξελιχθεί οι ένοικοι της επουρανίου Βασιλείας, τούτος τό’χε ξεκαθαρισμένο μέσα του:“ Τα παιδιά είναι ο ίδιος ο Θεός, έστω κι αν δεν είναι βεβαία η ύπαρξή του, όπως φλυαρούν κάποιοι αυθάδεις. Στο ολόφωτο βλέμμα των παιδιών, σε εκείνη την απεραντοσύνη του κάλλους και της αγνότητας που ακτινοβολούν, υπάρχει σίγουρα Θεός! Κι είναι κάλλος κι όχι λόγος, ο Θεός! Κι όχι αεροκοπανιστή πάρλα και λογοδιάρροια. Αυτό μου φτάνει, συνήθιζε να τονίζει.

Μ΄αυτά και κάτι άλλα παραπλήσια, τακτοποιούσε ήσυχα τα περί Θεού και Θρησκειών κι έμοιαζε νά’χει αναπαμένη τη συνείδησή του, την ώρα που οι άλλοι,οι διπλανοί του, σφάζονταν αστειοπρεπώς να αποδείξουν ποιος Θεός είναι ο πιο τζιμάνης και ντερμπεντέρης.

Ο Κλέαρχος κεραυνοβολήθηκε, αιφνιδιάστηκε με αυτά πού άκουσε από τη Μαριβήλη και “Θεά του”.

–Τι ήταν, πάλι, τούτο;

Σκοτείνιασε. Τούρθε νταμπλάς στο κεφάλι. Πήγε να απολογηθεί. Κατιτίς να πει! Αλλά τι να πεις, όταν οι Θεοί προστάζουν, βγάζουν φιρμάνι παράδοσης άνευ όρων;

Προτίμησε να το παίξει διαλεκτικός, συμβιβαστικός και κυρίως ανιχνευτικός, για το πώς προέκυψε η νέα αυτή κεραμίδα επί της λευκής κεφαλής του.

–Αν κατάλαβα καλά, γλυκιά μου, η γιαγιά λέει ότι της έκλεψα κάτι; Ρώτησε αχνά, δειλά, φοβούμενος τα χειρότερα.

–Ναι είπε σταθερά η Θεούλα, το ναζιάρικο πλασματάκι.

Ο θησαυρός, ένα μάτσο λίρες Αγγλίας, είχε γίνει άφαντος!Εξαφανίστηκε από κει που τον έκρυβε επιμελώς. Στην κατάψυξη του ψυγείου!

Μέγας ο σεισμός και η απελπισία. Γενική αναταραχή Όλη η φαμίλια, ανάστα ο Κύριος! Η γιαγιά θά’περνε τα βουνά. Απειλούσε. Μα επειδή ο Υμηττός, εκεί στο Χολαργό, πού’ταν το σπίτι, απείχε κανα-δυό χιλιόμετρα, στοιχείο εξαιρετικά κομβικό, μια κι η γιαγιά μισούσε την περπατησιά, την πεζοπορία γενικώς, όπως ο διάολος το λιβάνι, η απειλή, ευτυχώς για όλους, δεν πραγματοποιήθηκε.

΄Ετσι, παρέμεινε στα τέσσερα ντουβάρια του οίκου της, κάνοντάς τα όλα ανάκατα. Ψάχνοντας δώθε -κείθε. Σήκωνε παπλώματα και στρωσίδια, ανακάτευε τις σακούλες με τα σκουπίδια, άδειασε το ψυγείο, πήγε δω, πήγε εκεί, μα ο θησαυρός είχε γίνει καπνός. Είχε κάνει φτερά, πέταξε ο κακορίζικος ξάφνου!

Στο τέλος, αποκαμωμένη και αφρίζουσα δραματικώς, έβγαλε το βέβαιο συμπέρασμα:

–Δράστης είναι αυτός ο ξεκούτης! Τό’χει ξανακάνει ο παλιάνθρωπος… Αν δε μου φέρει πίσω τις λίρες, ο αλήτης, θα πάω στην Αστυνομία. Κι από τώρα αρχίζω απεργία πείνας. Δεν θα βάλω μπουκιά στο στόμα μου!

Οι απειλές διαδέχονταν η μία την άλλη.

Τά’λεγε αυτά στον εαυτό της. Να τ’ακούει η ίδια, μα της διέφευγε, πάνω στη πλέρια σύγχυσή της, πως κυρίως σε κάτι τέτοιες στιγμές, ο Θεός είναι πανταχού παρόν κι ακούει και βλέπει! Μόνο που έχει ένα βίτσιο, μια μόνιμη ανεξιχνίαστη μουγγαμάρα, αν και σε πολλά λαλίστατος!

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κλωθογύριζε εκεί η Θεά Μαριβήλη, που, σαν σύγχρονη εγγονή, την επιμέλειά της είχε στα χέρια της η γιαγιά, μια και οι πανικόβλητοι γονείς της, παραδέρνονταν στη δούλεψη για να κονομήσουν τα πρός το ζήν . Ε, και προς .. το ευ ζήν! (Δοθέντος ότι η Θεά Μαριβήλη ήταν καλοπαπουτσωμένη. Κάθε βδομάδα, οι γονείς της, της αγόραζαν νέα παπούτσια και καινούργια φουστανάκια..) ΄Οχι, παίζουμε!

Μια χαρά Θεά, δηλαδή. Και δυο τρομάρες οι γονείς της…

Μ΄άλλα λόγια τα τέκνα του Κλέαρχου έπασχαν από κάποιο στερητικό σύνδρομο στα παιδικά τους χρόνια; Προσπάθησε, μα δεν θυμήθηκε να τά’χε αφήσει ανυπόδητα ή χωρίς ρούχο αξιοπρεπές. Το κάθε βδομάδα καινούργιο σκαρπίνι που πρόσφεραν ασυλλόγιστα στα παιδιά τους, στα αγγόνια του, τον ενοχλούσε, χωρίς άλλο! Αλλά το κατάπινε, καθώς η γενική θεωρία, πως οι γονείς, τα πεθερικά, δεν πρέπει να αναμιγνύονται στα των τέκνων τους, συνέχιζε νά’ναι καθοριστικά καταλυτική, εξουσιαστική αρχή. Οπότε αυτός, έκανε το μώκο. Μ΄όλο που του άναβαν τα λαμπάκια συχνάκις, σε βαθμό να κατασπαράσσει τα ρούχα του.

Για την ακριβή εξιστόρηση των πραγμάτων, πρέπει να πούμε πως ο Κλέαρχος δεν συζούσε με τη γυναίκα του και γιαγιά της μικρής Θεάς. Είχε βαρεθεί από τα πολλά τέτοια και έτσι την άραζε σ’ένα σπιτάκι, δίπλα στη θάλασσα. Επικοινωνία, πάντως, είχε μαζί της και τους λοιπούς, τηλεφωνικά, και τα Σαββατοκύριακα μαζεύονταν όλοι, εκεί στο σπίτι της παραλίας, και την περνούσαν με χαρές, γέλια και βαρβάτο φαγοπότι, που ο ίδιος είχε τη λόξα να παρασκευάζει, παρά τις έντονες ενστάσεις της γυναίκας του, μια και κατά την άποψή της τά’κανε όλα άτσαλα “και λέρωνε, βρώμιζε την κουζίνα.”

Τελικά κι αυτή, μετά τις απαραίτητες ευλαβείς γκρίνιες, ενέκρινε τις γεύσεις,τις νοστιμιές που σκάρωνε! Μάλλον με τη φαντασία και το μεράκι του, παρά βοηθούμενος από τις οδηγίες κάποιων συνταγών αρχιμαγείρων, που ευρέως κυκλοφορούσαν σε περιοδικά και σχετικά βιβλία μάσας…

Ομοιόμορφη η κατάσταση. Ωστόσο τέτοια ήταν. Μαζί δεν μπορούσαν και χώρια δεν κάνανε. Παλαβά; Μην το λέτε με τόση σιγουριά..

Κάποιοι άνθρωποι, παρά τα αρνητικά, μη επιθυμητά-για τον καθένα ξεχωριστά-βρίσκουν ή εφευρίσκουν τις κοινές εκείνες πτυχές που συντηρούν τους δεσμούς. Τελικά, παρά τις αντιξοότητες και τις γκρίνιες, πάντα στο βάθος υπάρχει κάτι που δεν αλλοιώνεται στα δίποδα.“Όλο χωρίζουν κι όλο μονιασμένοι, μαζί είναι” σχολίαζαν, σταυροκοπούμενοι, οι γνωστοί τους. Δηλαδή, τι ήθελαν, νάταν στα μαχαίρια, δια παντός και τελεσίδικα;

Έτσι περίπου βιούσε ο Κλέαρχος, τη σχέση του, με τους δικούς του.

–Δεν μου λες, καλή μου Μαριβήλη, μήπως η γιαγιά σου έχει παλαβώσει, για να λέει τέτοια πράματα σε βάρος μου;..Είμαι κλέφτης; Νομίζεις;

–Ναί! Είπε η Θεά. Κάθετα και οριζοντίως! Παλουκωτά!

–Και δεν φοβάσαι μήπως μ΄ αδικείς; αντέταξε δειλά αυτός.

–΄Οχι, γιατί το λέει η γιαγιά! Είσαι κλέφτης, παππού!

Δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει. Η λαλιά της μικρής, παρέλυε το νευρικό του σύστημα. Η μικρή πίστευε στην “αλήθεια” της γιαγιάς και την υποστήριζε με πάθος κάθετο!

Η πιθανότητα να λάθευε δεν την απασχολούσε. Εξ’ άλλου, οι Θεοί, για δικούς τους λόγους, ενίοτε, κάνουν και διορθωτικές κινήσεις…για να κουκουλώνουν καταστάσεις. Τέτοια εκδοχή δεν την προέβλεπε η μικρή Θεά, προς το παρόν!

–Και δεν είναι παλαβή η γιαγιά, ε;

–΄Οχι! Γιατί, εξ άλλου, τό’χεις ξανακάνει! Έχεις ξανακλέψει! εβόησε, πεισματικά, η μικρή Θεά.

–Για ας το δούμε με ένα παράδειγμα: Έσπασε το καλό βάζο που έχουμε πάνω στο πιάνο. Και λέω εγώ, ότι εσύ τό’σπασες! Ενώ δεν τό’σπασες! Είμαι παλαβός να σε κατηγορώ για κάτι που δεν έκανες;

–Ναι… θά’σαι! Συμφώνησε μαλακωμένη, η Μαριβήλη.

–Εσύ,τότε πώς κατηγορείς εμένα, ως κλέφτη; Πώς ξέρεις ότι εγώ έκλεψα τις λίρες;

–Έχεις δίκαιο, παππού. Δεν ξέρω εγώ! Τό’πε η γιαγιά,όμως!

Ήταν το πρώτο φως που έβλεπε μπροστά του, ο Κλέαρχος Τοπούζογλου.

Η Θεά Μαριβήλη στεκόταν στο ύψος της Θείας προέλευσής της. Δεν έμοιαζε ότι θα παρασύρονταν, να αδικήσει κάποιον. Οι Θεοί έχουν τέτοια χούγια περί δικαίου.

Το πράγμα ήταν πιο γκρίζο, μαβί, περισσότερο απ΄όσο αρχικά είχε εκτιμήσει ο ξεκούτης Κλέαρχος.

Η αλήθεια ήταν ότι ο ίδιος δεν είχε καμιά σχέση με την εξαφάνιση του θησαυρού του ψυγείου. Σταράτα. Κομμένη και ραμμένη!

Το θέμα είναι, ποιος, ήταν τάχα, ο πραγματικός δράστης;

Να ο κόμπος. Ο Γόρδιος Δεσμός!

Για μια ακόμη φορά ζούσε ένα καθεστώς παράκρουσης. Μια τό’να, μια τά’λλο. Μια ιστορία θλιβερής και σαρκοφάγου αγάπης με τη γυναίκα του.

Πάντα ό ένοχος αυτός! Για ό,τι στραβό συνέβαινε σπίτι.

“Όλα τα στραβά κουλούρια ο Αδάμ τα πουλάει.Αυτός πληρώνει τα σπασμένα από την πρώτη μέρα της κτίσης!” Θυμήθηκε τη ρήση, που τόσο σοφά εκτόξευε ο μακαρίτης πατέρας του, συχνά σε ανάλογες επιθετικές καταστάσεις που δρομολογούσε η μάνα του.

Ο,τι και νά’γινε, πάντως, με την εξαφάνιση του θησαυρού, αποκλείονταν να ξέφευγε κι αυτός από το στόχαστρο της γυναίκας του.

Τό’χουν φαίνεται ίδιον οι γυναίκες να αποζητούν κάποιον ένοχο, συλλογιόταν, αν και για την ακρίβεια, θεωρούσε άδικο να βάλει στον ίδιο τορβά όλες τις γυναίκες.

Με την απώλεια του μικρού θησαυρού κατέστη επισήμως ο “συνήθης ύποπτος”. Δεν το προσδοκούσε. Ασφαλέστατα!

Δεν σκάμπαζε, ωστόσο,-αυτό είν’ αλήθεια- γιατί πρέπει η κλεψιά να θεωρείται επίμεμπτο, κατακριταίο, όταν όλη η κοινωνία, βιώνει την κλεψιά σαν αρετή κι εξυπνάδα! Στην ουσία δεν τον πείραζε, η κατηγόρια. Είχε ,όμως, έναν κόμπο, ή μάλλον δυο: Ο ένας, η Θεά Μαριβήλη, με τις κάθετες προσταγές που εξέδωσε κι ο άλλος, ο άγνωστος, πραγματικός δράστης της “υφαρπαγής του θησαυρού”. Αν, βέβαια, έγινε τέτοια υφαρπαγή! Υπόψιν, και μη λέμε τρίχες!

Διότι πολύ απλά, κάτι, κάποια λεπτομέρεια μπορεί να μεσολάβησε και διέλαθε της προσοχής της γιαγιάς και το πιθανότερο, ο θησαυρός να είχε καταλήξει στο κάδο των σκουπιδιών!

΄Ολα είναι πιθανά. Το απίθανον ήταν ότι εκδόθηκε “οδηγία”, προς πάντα πεφιλημένο -ίσως κι όξω από την επικράτειά της αγαστής, εναρέτου οικογένειας- πως αυτός, ο Κλέαρχος, Θεός-Γεννήτωρ, ήταν ο μόνος, ο “συνήθης ύποπτος”! Ο “ένοχος” πατόκορφα, με βούλα.

Μα έπρεπε; Το κλέψιμο αποτελεί παράδοση επίδοσης λαών, φυλών. Τιμητική, κιόλας! Εδώ, σε μας, είναι εξωβελισταία περίπτωση, όνειδος! Οι κλέφτες, πάνε σούμπιτο στα Τάρταρα! Αλλαχού, είναι δαφνοστεφείς! ΄Ολη η Μουσουλμάνα Αραπιά από κλεψιμέϊκο γέγονε.

–“Κλέψτε, πλιατσικολογήστε, αρπάχτε, πηδήξτε, βιάστε και πάτε κατ’ευθείαν στον παράδεισο, με μέλι, πιλάφι και ουρί!” Η προπαγάνδα του Κορανίου αποτελεί διασκεδαστικό ιδανικό, κότινο για τον Αλλάχ και τον σαρδανάπαλο προφήτη του, τον Μωχάμετ! Με όλα, φυσικά, τα σεβάσματά μας!

Τέλος πάντων! Άλλο ήταν αυτό που τυραννούσε τον Κλέαρχο. ΄Ενα απλό ερωτηματάκι, τον τσιγκλούσε:Καλά, αυτός κλέφτης; Η άλλη, η γυναίκα του, που κρύβει, πράματα από δικούς της, σε ποια κατηγορία ανήκε;

Μπορεί, οι του ίδιου σπιτιού, να κρύβουν κατιτίς απ΄ τους άλλους; Είναι θεμιτό; Μπορεί κάποιος από την ίδια φαμίλια να μην εμπιστεύεται τα άλλα μέλη; Είναι τίμιο, ορθό;

Φαίνεται, συμπέρανε, πως ναι! Χτυπητό παράδειγμα, η περίπτωσή του: Τα ανέκδοτα, που του έλαχαν.

–Ποιο είναι πιο βαρύ φάλτσο, η κλεψιά ή η κρυψιά ;

΄Αλλα τις! Τώρα, ναι! Έπιασε τον τράγο από τα κέρατα!

–Γιατί κρύβεις, Κυρία, τον θησαυρό; Φοβάσαι τα βλαστάρια σου, τους δικούς σου; Μήπως τελικά είσαι πιο λερή από τον κλέφτη; Γιατί σκιάζεσαι απ΄άυτούς; Α… δεν τους.. εμπιστεύεσαι! Γιατί τότε, τάχα, είσαι μαζί τους;

— Μη λες κουταμάρες. Ο άνθρωπος δικαιούται, νάχει τα προσωπικά του δεδομένα απαραβίαστα! Η ατομική του ζωή είναι δικιά του. Η προσωπικότητα του, είναι άβατος. Ελεύθερος είναι!

–Ναι μ΄αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! Χώνεψέ το:

Τα μέλη της ίδιας οικογένειας είναι δεμένα με βούλα θανάτου. Αν ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, είναι προστυχιά. Βάλ’το στο νιονιό σου!

–Τι λες; Έτσι σού’πανε να λες;

–Και η ελεύθερη προσωπικότητά μου πού κολλάει;

–Η προσωπικότητά μας δεν είναι αυτοκόλλητο για να την κοπανάς, όπου γουστάρεις.

Αναδεικνύεται, καταυγάζει μέσα από τους δεσμούς της φαμίλιας, την όποία εσύ την έκανες σαν την καλτσοδέτα σου, λαστιχάκι κατά το δοκούν, διαχωρίζοντας το εγώ σου από το εμείς, της οικογένειάς σου. Είσαι κατάντια! Σχέτη σαβούρα και με το παρδόν!

–Εσύ πρώτος άρχισες χειρών αδίκων, καταχεριάζοντας ό,τι έβρισκες μπροστά σου. Είχες συνήθειο να κλέβεις! ψιθύρισε η ευάρμοστη συμβία του.

–Όχι τέτοια, κυρά μου!΄Οχι τέτοια σε μένα! Χώρια που είμαι τσαντίλας, βίαιος και μη σου τα κατεβάσω όλα επί της αδειανής κούτρας σου! Μη με ωθείς προς αυτό! Παρακαλώ!

Εγώ, ανακάλυψα τις κρυψιές σου! Εσύ έκρυψες, όχι εγώ!

Κατηγορούμαι εγώ, που τις “πονηρές κρύπτες”σου τις βρήκα τυχαία και τις ξαλάφρωσα;

Τέτοια αντίληψη δεν θα περάσει! Θα σου φάω τ’άντερα. Κάνω τάμα προς τη Θεά Μαριβήλη!

΄Ελεγε, έλεγε… Μα δεν καταλάβαινε γρι, τίποτε. Ήταν τόσο ξεχαρβαλωμένος, ο φουκαράς!

****

Ξαφνικά, εκεί που κάθονταν στο τσαρδάκι του, στην παραλία των Αγίων Αποστόλων του Καλάμου, αντικριστά με την Εύβοια, αισθάνθηκε τη δροσερή αύρα να τον χαϊδεύει. Ένιωσε μια χαλαρωτική ανακούφιση. Σα να ξαλάφρωνε.

Ύστερα, πρόσεξε, μηχανικά,το κύμα να αναστενάζει καθώς έσκαγε στο γιαλό, φλυαρώντας αδιάκοπα με τα βοτσαλάκια. Είδε τους γλάρους να ισορροπούν στο κενό του ουρανού και μετά, με ασύλληπτη επιδεξιότητα, να εφορμούν στην επιφάνεια της θάλασσας, για να αναδύθούν, εν συνεχεία, κρατώντας στο ράμφος τους το τρόπαιο της βουτιάς…

Συνεπαρμένος από την μαγεία της αθωότητας της φύσης που τον περιέβαλλε, αναλογίστηκε τα παλιά. Τότε που ήταν παιδί. Η νοσταλγία τον πλημμύρισε από τη χάρη, που μόνον οι αναμνήσεις κομίζουν αποκλειστικά.

Θυμήθηκε, όντας περίπου στην ίδια ηλικία με την εγγονή του, τη Θεά Μαριβήλη, πόσα διαολεμένα δεν έκανε στη μάνα του! Τι σκανδαλιές κι αυτές, Θεέ μου! Τι αξέχαστα πανηγύρια αγνότητας και γλυκιάς πονηριάς συνάμα.

Έφτιαχνε η μάνα του,γλυκά κουταλιού, μα τι τριαντάφυλλο, μα τι πορτοκάλι, μα τί τό’να ,μα τι τά’λλο, όλα λαχταριστά. Η Χριστιανή,τά’βαζε,όπως κάνουν όλες οι νοικοκυρές, στο ντουλάπι, μα την επομένη, διαπίστωνε ότι τα βάζα ήταν άδεια! Συμφορά!

Είδε κι απόειδε η κυρά, ώσπου αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα ασφαλείας για να προστατέψει τα πολύτιμα προϊόντα της από τον μπουκαδόρο γιό της, τον ένδοξο Κλέαρχο. Κείνη την παλιά εποχή, οι κοινωνικές επισκέψεις ήσαν συχνές. Άλλοτε η κυρά-Ευταλία, άλλοτε η θεία Πολυξένη, άλλοτε η ξαδέρφη η Σουλτάνα, μαζί με ένα τσούρμο άλλων φτιασιδωμένων θηλυκών ορνέων της γειτονιάς. Πού τις έχανες, πού τις έβρισκες…στο σπίτι της μάνας του! Για να κουβεντιάσουν σοβαρές υποθέσης ραπτικής, μαγειρικής, ανεκπλήρωτων ερώτων και ενίοτε πολιτικής, που ήταν σαν τσόντα στη συζήτηση, μια και οι τότε άνθρωποι, είχαν την φρόνιση να μην παθιάζονται με τα χαζά των πολιτικών.

Άπαν το κοινόν αυτό, εξ όσων θυμόταν ο Κλέαρχος, περιδρόμιαζε με ανυπόκριτο ενθουσιασμό, το περιεχόμενο των βάζων, με αποτέλεσμα, του παιδιού, να του δημιουργηθεί ενας ψυχολογικός, κακοήθης όγκος, που τον έκανε να απορεί ευλόγως και δικαίως.

Η μάνα του Τά’χωσε, τα στούμπωσε μέσα στο σκοτεινό τούνελ των σωλήνων,μιας σόμπας(με μπουριά ), γιόμισε τη σόμπα με κούτσουρα, εφημερίδες κι άλλη σκαρτούρα κι, ανακουφισμένη για την κρυψώνα που εμπνεύστηκε, ανέκραξε περιχαρής:

–Τώρα, κατεργαράκο, σ΄έχω στο χέρι! Άμα κοτάς βρες τα βάζα…

Πέταξε μάλιστα κι ένα σταυροκόπημα, παρακαλώντας την Παναγιά να διαφυλάξει τα βάζα από την επιθετικότητα του… “σκατόφτιαρου”, όπως αποκαλούσε τον γιο της όταν θύμωνε. Άκου… “σκατόφτιαρο”!

Ο Κλέαρχος, εν τούτοις, -γεννημένος ερευνητής- ύστερα από μια, όχι και τόσο κουραστική έρευνα-για να πούμε την αλήθεια- ανακάλυψε τη φοβερή καταπακτή, που έμοιαζε με αμπρί του Α! Παγκοσμίου Πολέμου!

Βρήκε τα γλυκά και τά’κανε κοντολογής, ευφρόσυνα, μια χαψιά. Μέχρι πάτου, και μάλλον ωθούμενος από μια εκδικητική διάθεση, έβαλε το δάχτυλό του μέσα, γλύφοντας και την τελευταία σταγόνα,στεγνόντάς τα τελείως… “για να μάθει η μάνα του να κρύβει πράματα απ΄αυτόν.”

΄Οχι! Τι νόμισε ,θα της περνούσε έτσι της μανούλας του;

Καταφχαριστήμένος, παραδέχοταν ότι μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες δημιουργίες του Θεού ήταν η εφεύρεση του γλυκού, που γίνεται γλυκύτερο ειδικά όταν το ξαφρίζεις μέσα από τα μπουριά μιας σόμπας εν αχρηστία λόγω καλοκαιριού.

Για μερικές μέρες, ο πιτσιρικάς έκανε την πάπια. Μετά ήρθαν οι μητροπαράδοτες επισκέπτριες. Κουβαλήθηκε όλο το γυναικομάνι της γειτονιάς, όλες οι καθαρές, για την τακτική θεία λειτουργία του κουτσομπολιού.

Πάει η μάνα του, σινάμενη κουνάμενη και με τουπέ χιλίων καρδιναλίων, να σερβίρει γλυκό και μένει, απότομα σύξηλη, εμβρόντητη, σαν να είχε δεχτεί ηλεκτρική εκκένωση. Πήγε να τραβήξει τα μαλλιά της, να ξεφωνίσει, μα συγκρατή-θηκε, αφού δεν ήταν βέβαιη ,πώς, θα ερμήνευαν οι φιλενάδες της μια τέτοια κίνηση.

Τα βαζάκια ήταν άδεια! Στη θέση τους, όμως. Στη σόμπα μεν, αλλά άδεια! Ούτε σταγόνα μέσα τους. Πω,πω, τι προσβολή!

Ως ορθόδοξος χριστιανή, εποίησε την νύσσα και τάχα μου σαν να μην έτρεχε τίποτε, όλο χάρη κι ομορφιά, επέστρεψε στην συντροφιά, με κάτι μισόλογα, αοριστίες, πως δα “ο καιρός, κορίτσια, σήμερα είναι για εκδρομή…Αλλά με τους ακαμάτηδες άντρες πού έχουμε…φέξε, Μάη μου, να φας τριφύλλι.. Για εκδρομές τώρα θα μιλάμε!…”

Μέσα της, όμως, κόχλαζε. Τα γλυκάκια της ήταν άφαντα. Ποντικός αποκλείονταν νά τά’χε ροκανίσει, δεδομένου ότι δεν είχε υπόψη της, οι ποντικοί να είχαν ανακαλύψει καμιά προηγμένη τεχνολογία, ώστε να ροκανίζουν το γυαλί των βάζων.

–Αχ, εκείνο το αναθεματισμένο, ο Κλέαρχός της, θά’χε κάνει την κασκαρίκα. Μα το σιχαμένο, να πάει ο νούς του και στη σόμπα, με τέτοιο μάλιστα καμουφλάζ! σκέφτονταν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί για τη σπιρτάδα του γιού της ή να θρηνεί τη δική της ανεπάρκεια στη στρατηγική προστασίας των αγαθών της. Τουτέστιν …βράσε όρυζα.

Ωστόσο, αυτή ήταν που έβραζε. Η καψερή ένιωθε άβολα.

Τέτοια αναπάντεχη νίλα! Και τι θά’λεγαν, άραγε,για την αξιοσύνη της οι φιλενάδες της; Ψύχραιμα, κουτσά-στραβά έλυσε αθόρυβα τον μπελά, προτείνοντάς… τες, αυτή τη φορά, να “ψήσει” καφέ και για να μην τις κακοκαρδίσει, τις έταξε από πάνω,να τις “πει και το φλυτζάνι”, αφού, η μάνούλα του είχε το χάρισμα να ερμηνεύει τα ανεξιχνίαστα μυστήρια του σύμπαντος μέσα από τα κατακάθια του καφέ!

Τελικά, οι παρδαλές φύγανε, απόλυτα ευχαριστημένες και προς στιγμής το επεισόδιο της έλλειψης γλυκού κουταλιού, είχε καταλαγιάσει και ο πονηρός παρακολουθών τις εξελίξεις, μπόμπιρας Κλέαρχος, έμοιαζε εφησυχασμένος, που το προβληματάκι είχε λήξει με ένα -μηδέν υπέρ της αφεντιάς του καθ΄α εκτιμούσε.

Αμ, δε! Μετά το φευγιό των φιλενάδων, η μάνα του, χωρίς πολλές περιστροφές, τον κάλεσε. Δεν του ζήτησε να απολογηθεί, διότι ο δράστης ήταν δεδόμενος, αυτονόητος.

΄Εκανε κάτι πιο πρακτικό: ΄Αρχισε να του τσιμπάει με τα γαμψά νύχια της, τα χέρια του. Μιλάμε για νύχια του κερατά. Σαν των αετών. Αν σε μάγκωναν, σωτηρία δεν είχες.

Ο Κλέαρχος μάτωσε. Ού, το θυμάται, πολύ καλά. Χαλάλι και το μάτωμα κι ο πόνος.Το γλυκό τριαντάφυλλο, ήταν καλύτερο, ασύγκριτο! Άξιζε τον κόπο! συμπέρανε.

Εκείνο που μάλλον τον δυσαρέστησε, ήταν όταν άκουσε τη μάνα του να του λέει κατάμουτρα:

–Είσαι ένας κοινός κλεφταράκος! Κλέφτη, έ, κλέφτη!

Αυτό πρέπει νάταν πάρα πολύ σοβαρό, μα δεν το νογούσε.

Έμενε με την απορία: “Το γλυκό τό’φτιαξε η μάνα μου. Εγώ είμαι της μάνας μου, άρα και το γλυκό δικό μας! Όλα δεν είναι δικά μας; Τι σημαίνει,αυτό τό: “Κλέφτης”; αναρωτιόταν -εύλογα- το σαμιαμίδι.

Πιστεύοντας απόλυτα στο “ορθό” των σκέψεών του, ο Κλέαρχος συνέχισε τις γλυκές του εξερευνήσεις. Όπου έβρισκε βαζάκι γλυκού, του άλλαζε, κοινώς, τα βάρδουλα.

Κι ας έσκουζε η ταλαίπωρη και σεβαστή, κατά πάντα, Θεομήτηρ του, επίσης γεμάτη με απορίες: “πώς, διάολο, της έτυχε να φέρει στον κόσμο ένα τέτοιο μπασταρδάκι;” Κι είχε δει κιόλα την Παναγιά στον ύπνο της, τη μέρα της γέννας του! Λες, του ότι δεν της βγήκε τόσο σόϊ, όσο θά’θελε, να οφείλεται στο ότι το βάφτισε Κλέαρχο κι όχι Παναγή; Λες;

Για ποιον, σάμπως, έφτιαχνε τα γλυκά;

Κάπως έτσι ξεγελούσε τη συνείδησή του ο μικρούλης κατσαπλιάς, λέγοντας και ξαναλέγοντας στον εαυτό του:

–Η μάνα μου δεν τα λέει καλά. Κάπου μεν έχει δίκιο,αλλά… Αυτή έφτιαξε το γλυκό. Μα να τό τρώνε οι καρακάξες; Γιατί όχι κι εγώ; Γιατί; Οπότε πήρε το δίκιο-αυτοδικία το ονοματίζουν οι δικολάβοι- με το μέρος του και καθάριζε πια μονάχος, κι οι άλλοι ας ψάχνονταν!

Ωστόσο, επειδή το πράγμα παρατραβούσε, μάνα και γιος, μετά από πολλά τέτοια κρυφτούλια, κατέληξαν σε διπλωματικό συμβιβασμό:

–“Πως ναί, τα γλυκά τά’χουμε για τους επισκέπτες,-που πρέπει, κατιτίς, να τους τρατάρουμε, μα εν τάξει, ρε μπαγασάκο, όχι κι έτσι! Λίγο φιλότιμο δεν βλάπτει, μούργο ε, μούργο! Το έχεις παρακάνει πια;

–Ναι, αποκρίθηκε ευσεβώς αυτός.

— Επειδή δεν μπορώ να σε παραβγώ- γιατί τ’ανακαλύπτεις- θα συμφωνήσουμε σε ένα: θα τρως λεύτερα τα γλυκά! Μα ν’αφήνεις και κατιτίς για τους επισκέπτες! Σύμφωνοι, βρέ αποσπόρι της κακιάς ώρας;”

–Σύμφωνοι, αποκρίθηκε ο σπόρος!

–Τι γελάς, αξιολύπητε, έ, τι χαχανίζεις; Μπας και περιφανεύεσαι για τα κατορθώματά σου; Μα κοίτα, από δω και πέρα, τέρμα! Θα βρίσκεις τα γλυκά σ΄αυτό το ράφι! Μη μου τα κάνεις όλα “ανάκατα!” τελεύτησε η μάνα.

Άλλο που δεν ήθελε ο Κλέαρχος!

Συγκατένευσε αλαλλάζοντας! Υπέγραψε τη συμφωνία ειρήνης-νίκης,ταυτόσημη μ’εκείνη που πετυχαίνουν οι Τουρκαλάδες σε βάρος της άλλης μητρός, της Ελλάδος!

Η μάνα του είχε λογική, πια! Υποχώρησε ατάκτως στην κοινή συναίνεση!

Αντί να αφήνει το ελάχιστον, ζητηθέν παρά της μητρός του για τους επισκέπτες, αυτός, γαλαντόμος, άδειαζε μόνο το μισό βάζο και τά’λλο τό άφηνε υπέρ… ευκρασίας, ευωχίας των επισκεπτών!

Ήταν μια κατάκτηση ευκλεά και για τους δυο εμπλεκόμενους!

Μεταξύ μητρός και τέκνου επήλθε ειρήνη, ανακωχή!

Επιτέλους!

Εκείνο το ακαταλαβίστικο,το “είσαι κλέφτης”, μάλλον είχε ξεχαστεί, όπως συμβαίνει στις παροδικές διενέξεις μεταξύ τέκνων, γονέων και κρατών!

Το γλυκό είναι μια πρόκληση, χωρίς άλλο. Ειδικά για τα παιδιά και τις γυναίκες, οι οποίες-γνωστόν- αενάως επιδίδονται στη δίαιτα-άθλημα- μεν, αλλά καταχωνιάζουν απιστεύτως λαίμαργα τα γλυκά. Μετά, με θεία αγαθότητα, απορούν πώς… τα παχάκια τους δεν “φύγανε ακόμη” από πάνω τους! Συμβαίνουν κι αυτά παρά τοις ανθρώποις!

Το χρήμα, ο παράς, ωστόσο, είναι μια άλλη θελκτική γλύκα που καταδυναστεύει και ροκανίζει το ανθρώπινο είδος.

Περί γλυκού κουβέντα να μην γίνεται. Ο Κλέαρχος το κατανοούσε, το αξιοποιούσε με τη δέουσα αβρότητα, με χάρη, ευσέβεια και συγκινητική προθυμία!

Για τον παρά, το χρήμα , το “μάνυ”, δεν είχε την παραμικρή ιδέα,ο ατυχής. Στην ηλικία που ήταν τότε, τι νά’ξερε; Το μόνο που καταλάβαινε, ήταν πως οι μεγάλοι, η μάνα ,ο πατέρας, όλο γι’ αυτό μιλούσαν, με τέτοιο άγριο μένος, που αμέσως ως τζίνι που ήταν, αντελήφθηκε, πως εδώ το χρήμα είναι πιο γλυκό κι από τα βάζα… γλυκού, που άδειαζε ευλαβώς!

Προβληματίζονταν το παιδί, μα δεν καταλάβαινε, πώς να το πούμε…Δεν τόχε γευτεί το “μάνυ”, τα λεπτά, το λιλί! Είχε μυριστεί, τη σημασία του. Τόχε εμπεδώσει, πως εδ[ώ είναι το αληθινό γλυκό! Του βιδώθηκε ανυπερθέτως!

΄Ετσι, άρχισε πάλι ο μικρός ντεντέκτιβ να ψάχνεται! Να διερωτάται: Τι διάολο πάθαινει η μάνα του και ολοένα ήθελει να κρύβει πράματα απ΄αυτόν, δικός της δεν ήταν;

Μήπως αυτή δεν τον ένοιωθε τόσο δικό της; Γιατί τον έφτιαξε; Για να του κρύβεται και να κρύβει μυστικά της;

Α,πια κάτι σ΄αυτόν τον κόσμο, δεν περπατάει καλά! στοχάστηκε με το μυαλουδάκι του.

Οπότε, κάποια μέρα, σκανδαλισμένος έντονα απ΄αυτό το αλλόκοτο πράμα, το χρήμα, αποφάσισε να δοκιμάσει τη γλύκα του! Να ξαφρίσει μερικές δεκάρες που βρήκε κάπου στο σπίτι. Τις χούφτωσε.΄Ενιωθε, ο Θεούλης Κλέαρχος, πως δεν μπορούσε να τις φάει! Κάτι κέρματα σιδερένια, μικρούλικα, τόσο δα, και με μια τρύπα στη μέση! Χαζά πράματα, πάντως, μα τι να κάνουμε-σκέφτηκε- η μαμά και ο μπαμπάς ολημερίς γι αυτά κουβεντιάζουν και πως χωρίς αυτά ! “δεν μπορούμε να ζήσουμε!”,λέγανε σε δραματικό τόνο.

Για να το λέγανε, κάτι ξέρανε, πιότερο από την αφεντιά του! Έτσι, καιρού επιτρέποντος, σηκώνει μερικά κέρματα. ΄Οχι όλα, όσα αντίκρυσε στο κομοδίνο. Μερικά, για δοκιμή.(Βλέπουμε ύστερα στην πορεία… το τι θα πράξουμε)!

Δυο μπιχλιμπιδάκια, στρογγυλούλια, αλαφριά, δεκάρες πάντως. Τις κοίταζε, μια πάνω, μια κάτω! Δεν καταλάβαινε. Μα τέτοια αναθεματισμένα πραματάκια και με τόση σημασία; “Είναι… η ζωή μας”, λέγανε οι γονιοί του.

Του φαίνονταν αστείο. Μα έπρεπε, απαραιτήτως, νά’ταν κάτι πολύτιμο, αφού τό’λεγαν αυτό οι γονείς του!

Το μόνο που ήξερε γι αυτά ήταν, πώς αν γούσταρε καμιά σοκολάτα, κανένα παγωτούλι, οι γονείς του δίνανε απ΄αυτά τα στρογγυλά στον μπακάλη, κι αυτός τους έδινε ό,τι του ζητούσανε και μάλιστα τους έλεγε “ευχαριστώ”, με μια υποτακτική διάθεση, πού τού’χε κάνει ξεχωριστή εντύπωση.

Τις σήκωσε, χωρίς πολλές συγκρούσεις με τον εαυτό του.

Τι να τις κάνει, όμως; Κατείχε κάτι πολύ δυνατό στα χέρια του, μα δεν ήξερε τη χρήση του.

Βασικά, δώρον-άδωρον! Τέλος πάντων, τελεσίδικα τό’χε αποφασίσει. Του γυάλισε στο μάτι κι έπρεπε να δράσει.

Πού, όμως, να κρύψει τα όβολα; Το βρήκε μονομιάς, ως έγκριτος τενεκές, ατσίδας και διάνοια αναμφισβήτητη.

Τούμπαρε μια κατσαρόλα στην κουζίνα κι έβαλε τα παράδια, από κάτω, του καλού καιρού. Ήσυχος ότι ο διώκτης του, η μάνα του, δεν θα το μυρίζονταν!

Το στουρνάρι! Τόσο τού’κοφτε!

Αμ, κι η μάνα του πάλι; Όπου αυτή έκρυβε κάτι για να προστατευτεί από τις εφορμήσεις του, τούτος εκεί, φάντης-μπαστούνι! Σα νά τό’βαζε με το χεράκι του.Τ΄ανακάλυπτε! Στο πίτς-φυτίλι!

Εδώ ο Κλέαρχος φαλτσάρισε. Δεν έλαβε υπόψη του την πολύτιμη καθημερινή χρηστικότητα της κατσαρόλας, που αποτελεί “ιερόν δοχείον” ηδονής για κάθε σοβαρή γυναίκα!

Μόλις μπαίνει στην κουζίνα, την ίδια μέρα της αφαίμαξης, η μάνα, σηκώνει την κατσαρόλα κι ανακαλύπτει τις δεκάρες! Πάει να πάθει αποπληξία. Απ΄ ό,τι ήξερε οι κατσαρόλες δεν κλωσσούσανε λεφτά! Άρα, ο νους της πήγε στον “συνήθη ύποπτο”. Στον ταλαίπωρο Κλέαρχο!

–Εσύ τά’κλεψες; Και τά’κρυψες εδώ;

–Ναι, μάνα! είπε ευθαρσώς, με μια τάση ανεξήγητης περιφάνειας ή και δικαιολογημένης ικανοποίησης! το ανευλαβές πλάσμα!

Η μάνα, “για να μην το ξανακάνει”, κατά την προσφιλή της τακτική… του αρχίζει, πάλι, τις τσιμπιές στα χεράκια του, ίσαμε που πρίστηκαν και μάτωσαν.

Σαν στούκας επέπιπταν οι νυχιές, προς… “ γνώση και συμμόρφωση.” Τις θυμόταν μέχρι τώρα! Διδαχή ανεξίτηλος!

Καλά… οι συνετισμοί που επιβάλλουν οι εξουσιαστές και ιδιαίτερα οι γονικοί αφεντάδες, όλοι πού’ναι στη φάμπρικα της ζωής, δεν έχουν ούτε αρχή, ούτε τέλος.

Θεσπίζουν νόμους, κανόνες, όπως τους κατέβει και λογαριασμό δεν δίνουν σε κανέναν κερατά. Ποιος τρίχας κανονίζει ότι αυτό είναι το καλό και τ’άλλο το κακό;

Αυτό τό’χε εγκαίρως αντιληφθεί ο Κλέαρχος, μα δεν ήταν σε θέση να αλλάξει την κατάσταση.

****

Πέρασαν χρόνοι και καιροί. Ο Κλέαρχος μεγαλωμένος, παντρεμένος πιά (νιόπαντρος για την ακρίβεια). Μια μέρα ψαχουλεύει στο πατάρι του διαμερίσματος που κατοικούσαν και μέσα σε κάτι παλιοπάπουτσα, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ένα σωρό καρούλια, μασούρια, από νομίσματα! Αν και δεινός ψαχουλευτής, τα προσπερνά. Κάποια στιγμή, λέει: “Ας τα εξετάσει! Ποιο το περιεχόμενό τους;” Φυσική περιέργεια! Τ’ανοίγει κι ανακαλύπτει πως δεν είναι δεκάρες ή εικοσάρικα. Μα ατόφιες λίρες χρυσές! Θεέ και Κύριε!

Ω, τι ευτυχία! Αναθυμήθηκε τα βαζάκια με το γλυκό και επειδή οι παιδικές ασθένειες είναι, ως γνωστόν, ανίατες, είπε “ας πάρω δύο λιρούλες”! Έτσι, για να μην προδώσει την παράδοση …του γλυκού του κουταλιού.

Μόνο δύο, από τις 100 και πάνω που υπήρχαν, χούφτωσε! Δύο χρυσές λιρούλες, αν και η γυναίκα του ισχυρίζεται, επιμένει σώνει και καλά, πως τσέπωσε οχτώ εν συνόλω!

Ποια η σημασία; Δύο ή οκτώ; Πάντως, δεν τις άρπαξε όλες, αν και λαχταριστές. Μα αυτός δεν ένιωθε την παραμικρή λαχτάρα. Τι να τις έκανε σάμπως;…

Κάποτε, αργότερα, όπως ήταν επόμενο κι αναμενόμενο, η γυναίκα του ανακάλυψε την υφαρπαγή. Το και τo συμβαίνει, του είπε με βλοσυρό τρόπο, επηρεασμένη ασφαλώς, εκείνη την εποχή, από τις αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου, οι οποίες μεταδίδονταν κάθε βράδι από το δεύτερο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας και που αυτή παρακολουθούσε ανελλειπώς!

Ο Κλέαρχος, εκτιμώντας το αστυνομικό ταμπεραμέντο της κυράς του, ομολόγησε αυθόρμητα, χωρίς περιστροφές, την πράξη του: Ναι, αυτός ήταν, όντως, που είχε αφαιρέσει απ΄ τα παπούτσια τις χρυσές λίρες.” Το παραδέχτηκε, με το πιο αγαθό ύφος και μάλιστα χαμογελώντας αναισθήτως!

Ο Κλέαρχος, χάρη σε κάποιο καπρίτσιο της φύσης, ήταν προικισμένος με τη διαστροφή να ομολογεί τα πάντα πρόθυμα και ευπειθώς, είτε αυτά ήσαν σε βάρος του, είτε όχι. Δεν έκρυβε τίποτε.Τά’βγαζε όλα στη φόρα, με τον πιο φυσικό τρόπο κι απορρούσε με το πάθος των άλλων να αναζητούν “ομολογίες-απολογίες” κι άλλα τέτοια ανωφελή και παρδαλά, καραγκιοζοπαικτικά.

΄Ηταν της θεωρίας πως “καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται κι άμα λες την αλήθεια, καμιά φοβέρα δεν σε σκιάζει”! Βέβαια,τις “θεωρίες” αυτές τις είχε πληρώσει πλειστάκις, τοις μετρητοίς, μα αυτός δεν έλεγε να μετακινηθεί από τα κάστρα της αφέλειάς του και συνέχισε ατρόμητα τον ακανθώδη βίο του, ανεξαρτήτως αν στους γάμους του εισέπραξε ένα μάτσο ευχές “δια βίον ανθόσπαρτον”.

Μεταγενέστερα, κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό, αντελήφθηκε πως και οι “ευχές” που απευθύνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι το ίδιο για τα πανηγύρια, όπως και τ’άλλα καμώματά τους. Και τώρα νάτος πάλι, γυμνός, αλλά όχι και περιδεής,ενώπιον του φοβερού δικαστού του. Της κυράς και αφέντρας της εγγάμης συγκατοίκησής τους.

Όντας, λοιπόν, τέτοιο κολοβό σκαρί, δεν μπορούσε να εξηγήσει, γιατί η γυναίκα αντίκρυ του, ήταν τόσο πάνοπλη και με εντελώς κατασπαρακτικές διαθέσεις, την ώρα που αυτός της είχε στο πιάτο σπαρταριστή την πάσαν αλήθεια!

Ήταν τόσο εύκολο γι΄αυτόν να ομολογεί την αλήθεια, ώστε δεν καταλαβαίνει τους άλλους που δίνανε ομηρικές μάχες για να την ανακαλύψουν, ενώ αυτή ήταν κάτω από τη μύτη τους και με τη γλώσσα απέξω, να περιγελάει τη στραβομάρα τους!

–Εντάξει, εγώ πήρα τις λίρες! Αν το θεωρείς λάθος, γράψ’το. Τι άλλο θες; Φάε με στη σούβλα, αν αυτό θα σε ημερέψει, της είπε.

–Είσαι κοινός κλέφτης!

Αποφάνθηκε τελεσίδικα, καταδικαστικά η κεχαριτωμένη συμβία του! Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Εισαγγελέας αυτή, μάρτυς κατηγορίας και πρόεδρος του δικαστηρίου η ίδια. Προανάκριση δεν διεξήχθη. Την αχρήστεψε, την άφησε άνευ έργου, με την ειλικρινή παραδοχή, εξαρχής του εγκλήματός του, ο κατηγορούμενος Κλέαρχος Τοπόζογλου, αγνώστου πατρός και εγνωσμένης μητρός, αφού έτσι ή αλλοιώς, χωρίς αυτήν, δεν θα μας είχε κουβαληθεί στη ζωή, για να μας ταλαιπωρεί τόσον ειδεχθώς .

–Τι τά’κανες, βρε αχαήρευτε, τα λεφτά, με ποιά τά’φαγες;

Αυτός συνέχισε να χαμογελάει του καλού καιρού, κοιτάζοντας την συγχυσμένη γυναίκα του με πονηρό, αυτή τη φορά, βλέμμα…

–Τι με κοιτάς έτσι βρέ χάχα; Νομίζεις ότι θα με ρίξεις;

–Κάνεις κουτές ερωτήσεις, χώρια που το παίζεις κι αστυνομικίνα…μανδάμ!

–Τι θες να πεις;

–Πως τις λίρες σου τις επέστρεψα σε είδος… Εσύ τις έφαγες, τελικά!..

–Α, τώρα καταλαβαίνω… Εκείνη η τσάντα και τα γοβάκια που μου έκανες δώρο ήταν από τα δικά μου λεφτά; Ούστ από κει! Κι έλεγα η δόλια, κι όλο μ΄έτρωγε το σαράκι… πώς του κατέβηκε άξαφνα αυτουνού, χωρίς να υπάρχει στη μέση καμιά γιορτή, να μου χαρίσει δώρο; Τώρα εξηγούνται όλα!

Σιχαμένε! Σου είπα κι ευχαριστώ και σε φίλησα κιόλα!

–Αν θες πάρτα πίσω! Εξάλλου, θεωρώ πρακτικότερο να φοράς πάνω σου κάτι χρήσιμο, παρά να μένουν οι λίρες αναξιοποίητες…της πέταξε εξοντωτικά ο Κλέαρχος!

–Άσε τις εξυπνάδες, κλεφταρά, έ, κλεφταρά!

–Πάντως …αμάρτησα για σένα! “΄Εκλεψα” εσένα… για σένα! Είμαι κλέφτης εγώ; Τι σόϊ κλέφτης είμαι εγώ; Εσύ τι Είσαι

σάμπως, που κρύβεσαι από μένα, που κρύβεις κάτι χωρίς να το ξέρω; Τι θεοπάλαβα είναι αυτά, μέσα στο ίδιο σπίτι,να παίζουμε μεταξύ μας κρυφτούλι; Τους κλέφτες και τους αστυνόμους;

–Α,κοίτα τον! Ζητάει και ρέστα από πάνω. Αν θες να ξέρεις είσαι δυστυχώς ένα θλιβερός κλέφτης! Άμα κρεμάσουν στην πλατεία Συντάγματος τους κλέφτες, εσύ ,παιδί μου, θα πας στράφι, υπογράμμισε, κουνώντας το κεφάλι, ολότελα απαγοητευμένη, η γυναίκα του.

Το πράμα έμεινε εκεί, χωρίς καμιά περαιτέρω δραματικότητα. Το ζεύγος τσούλησε την πορεία του μέσα στο χρόνο, κανονικά. Περίπου, δίχως σοβαρά σκαμπανεβάσματα.

Όμως, να που τώρα, ξανάρθε στην επιφάνεια το νέο κρούσμα.

Η εξαφάνιση του θησαυρού από την κατάψυξη. Προφανώς, ο ίδιος θησαυρός με εκείνον στον κρυψώνα των παπουτσιών. Θά’χε, ίσως, μετατοπιστεί στο ψυγείο, ως ασφαλέστερη, πιο απροσπέλαστη για τα νοσηρά μυαλά, περιοχή.

Η Θεά Μαριβήλη, ανυποχώρητη και εισαγγελικά ευκρινής:

–Παππού, φέρε τα λεφτά που πήρες από τη γιαγιά! Είσαι… κλέφτης! Τελείωσε!

Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω και τα σκυλιά δεμένα. Η Θεά Μαριβήλη ήταν ρηματική.

Ο “συνήθης ύποπτος” πάλι στο προσκήνιο. Και τι κάνουμε τώρα, Μαστρο-Κλέαρχε;

Το ότι, για μια ακόμη φορά, την είχε βαμμένη, ήταν εκτός πάσης συζητήσεως και εντός ημερησίας διατάξεως.

****

Επέλεξε να κάνει μια βουτιά στη θάλασσα του Ευβοϊκού!

Φόρεσε τη μάσκα και φουντάρισε. Η μαγεία του βυθού τον συνάρπαζε, σχεδόν τον εξαύλωνε. Υπερίπτατο αν και κολυμπών. ΄Η κολυμπών …υπεριπτάμενος!

Παρακολουθούσε τα ψάρια να τρέχουν με τη σκιά του. Τα μεγαλύτερα έβλεπε να τρομοκρατούνται. Τα μικρότερα , του έδειχναν μια φιλία, περίεργη. Τον πολιορκούσαν, τόσο πολύ, που άπλωνε τη χούφτα του να τα πιάσει, μα του κάκου. Αυτά ξέφευγαν με απίστευτη δεξιοτεχνία και λικνιστική χάρη. Γούσταρε να πιάσει έστω κι ένα ψαράκι, όσο το μικρό του δαχτυλάκι, και να πεταχτεί αμέσως στην επιφάνεια κραυγάζοντας, διαλαλώντας τη σημαντική κατάκτηση.

Μα ποτέ ο Κλέαρχος δεν έπιασε μήτε ένα, έτσι για δείγμα, βρε αδερφέ. Για να σπάσει την γκίνια, ας πούμε.

Έτσι ήταν γραφτό καί τό’χε χωνέψει δεόντως. Οπότε, την ανάγκη ποιούμενος, “κατάντησε” να γίνει συνειδητός πια ταϊστής, τροφός ψαριών.

Έβρισκε κοχύλια,τά’σπαγε πάνω στις πέτρες του βυθού και το πανηγύρι με τα ψάρια άρχιζε. Έτρεχαν γύρω του ποιο θα πρωτοτσακώσει το έδεσμα του σπασμένου κοχυλιού κι αυτός αποθαύμαζε την ανείπωτη μαεστρία τους στη διεκδίκηση της λιχουδιάς…

Ηταν μια αίσθηση πρωτόγνωρη,που τον διασκέδαζε απίστευτα. “ Αφού δεν μπορώ να πιάσω ψάρια, τουλάχιστον ας τα ταϊζω” έλεγε αγαθώς.

Η προσπάθεια για να ζήσεις είναι μια ιερότητα που πάντα τον συγκλόνιζε. Εκεί, στο βυθό, είχε τώρα την εικόνα της ιερότητας αυτής, ανάγλυφη. Σ΄όλη της την μεγαλοπρέπεια. Παρακολουθούσε τον τρελό χορό των ψαριών, το ποιο πρώτο θα αρπάξει την τροφή, το ψαχνό του κοχυλιού. Σχεδόν τα συμπονούσε.΄Ενιωθε την αγωνία τους.Τα καταλάβαινε. Και δώσ’του έσπαζε το ένα κοχύλι πίσω απ΄τ’άλλο. Είχε καταληφθεί από τη μανία, το σύνδρομο της πατρικής φροντίδας. Τόσο, ώστε πρόσεξε πως τα θρυμματισμένα κοχύλια, που τ’άφηνε εκεί στις πέτρες όπου τα κοπανούσε, αυτό μάλλον δυσκόλευε τα ψάρια. Σκέφθηκε,για να διευκολύνει την πιό άνετη τροφοδοσία τους, να αμολάει το ψαχνό του κοχυλιού στο νερό! Πράγματι διαπίστωσε πως έτσι ήταν καλύτερα και πως περισσότερα ψάρια, είχαν πιο ίσες δυνατότητες να διεκδικήσουν τον επιπλέοντα μεζέ.Το κυνήγι ήταν πιο συναρπαστικό. Χαίρονταν τον ανταγωνισμό, την ταχύτητα και τα αντανακλαστικά τους, στη μάχη της αρπαγής του λαχταριστού εδέσματος. Καμιά φορά θύμωνε ωστόσο.

–Α, όχι κι έτσι κατεργάρηδες, έλεγε.

Εξαγριωνότανε, βλέποντας κάποια ψαράκια να χυμάνε ακάθεκτα σε ένα άλλο, που πρώτο είχε προλάβει να τσιμπήσει την τροφή, επιδιώκοντας να την αποσπάσουν από το στόμα του.

–Ούστ, από κεί, παλιοκλεφταράδες ωρύονταν, χειρονομώντας άτσαλα μέσα στο νερό.

Νάτα μας, κι άλλοι κλεφταράδες! Αλλά αυτό το είδος της αρπαγής-κλεψιάς δε του καλάρεσε, έλεγε από μέσα του.

Οι βουτιές, το κολύμπι του δεν διαρκούσαν περισσότερο από μισή ώρα.΄Υστερα, έβγαινε. Κάποτε κάπνιζε κανένα τσιγαράκι, αλλά κυρίως,μάζευε τα μπογαλάκια του κι αποσύρονταν στο παραθαλάσσιο καταφύγιό του.

Σήμερα πάλι έκανε το ίδιο!…Τό ίδιο τροπάρι. Σήμερα ήταν, ωστόσο, κάπως διαφορετικά.

Την ώρα που αποπειρώνταν να “μαλώσει” τους κλεφταράδες, του “ψωμιού του αλλουνού,”του τυχερού-με το που πήγε, να ανοίξει το στόμα του, η μάσκα γιόμισε νερό. Μπούκωσαν τα λαρύγγια του κι αμέσως πετάχτηκε προς την επιφάνεια.

Τι ηλίθιος που ήταν! Νοιάζονταν για το δίκαιο των ψαριών! Να μην αρπάζουν, ό,τι κατείχε το άλλο!΄Ετσι του δίδαξε η μάνα του και απόδειξη οι νυχιές στα χέρια του.Έτσι τον κατακεραύνωνε η δικιά του γυναίκα. ΄Ορισμένως δεν διέφερε από τα ψάρια. Αισθάνθηκε την ανάγκη να βάλει τα γέλια, διασκεδάζοντας τις αφέλειές του. Μα που να κοτίσει..

Σήμερα βαραίνονταν με το ίδιο αμάρτημα. Κατηγορούνταν ευθέως ως κλέφτης του μικρού θησαυρού της γυναίκας του.΄Ενα αρπαχτικό, τιποτένιο και σιχαμερό ον, με βεβαρυμένο ιστορικό! Ποιος σοβαρός και μάλιστα χριστιανός ορθόδοξος, θα πίστευε πως ήταν αθώος, όπως ισχυρίζονταν;

Οι δικοί του είχαν, περίπου, πιστέψει ότι αυτός έκλεψε τον μικρό θησαυρό της γιαγιάς, με μόνο κριτήριο το άτακτο παρελθόν του.΄Ενας άνθρωπος που έχει χούγι να κλέβει, θα κλέβει εσαεί! Ήταν η σταθερή άποψη. Περίπτωση να ανανύψει δεν προβλέπεται εκ του καταστατικού Κώδικα ηθικής που είχαν καλλιεργήσει για λογαριασμό τους.

Τό’δειχναν με τη στάση τους. Άπλωναν πάνω του ένα δίχτυ απόλυτης βουβαμάρας, που δεν άφηνε περιθώρια για καμιά παρερμηνεία. Τον θεωρούσαν κλέφτη-άλλο αν δεν το ξεστόμιζαν, κατάμουτρα- πλην του “θύματος” -γιαγιά και της θεάς Μαριβήλη, η οποία ως ακριβοδίκαια, δεν είχε κανένα λόγο να σιγεί και να μην εξαπολύει τους φονικούς κεραυνούς της.

΄Αλλωστε, οι Θεοί τόχουν αυτό το ύποπτο συνήθειο. Από καταβολής κόσμου. Αστροπελέκια είχαν καταπλακώσει το Όρος Σινά, όταν ο Μέγας Κύρης των επουρανίων και επιγείων χάραξε πάνω σε κάτι ταφόπετρες το “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”. Βασικώς και ειδικώς ευρωπαϊκές, παγκοσμιοποιημένες οδηγίες πλεύσης, εν οίς η σημαντικότερη είναι το ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ. Νά’ναι καλά ο Οβριός χαμάμης Κούριερ Μωϋσής, ο οποίος μάς έφερε το αβάσταχτο μαντάτο-φάκελο από το Σινά.

Από τότε, φαίνεται, σκάρτεψε το πράμα και κρατάει ίσαμε τις αχαμνές μέρες μας. Αναρωτιονταν:

Γιατί …ού κλέψεις κι όχι “ΝΑΙ, ΚΛΕΨΕΙΣ”;

Και τι γίνεται με τα ψαράκια; Αυτά εξαιρούνται από την Ευρωπαϊκή, Παγκοσμιοποιημένη Οδηγία;

Και το “ΟΥ ΚΡΥΨΕΙΣ αντικείμενο ή μυστικό άλλο, από τα μέλη της οικογένειάς σου” πού κολάει; Ο Θεός δεν το πρόβλεψε;΄Η μήπως ο Μωϋσάκος έκανε καμιά τρίπλα και για λόγους πολιτικής, απέκρυψε από τους νομάδες τσοπαναραίους που ηγείτο τη σοβαρότατη αυτή εντολή;

Ήταν βέβαιο ότι ο Κλέαρχος Τοπούζογλου παραδέρνονταν, χτυπιόταν από συγκλονιστικές, μπερδεμένες σκέψεις.

Γι΄αυτόν, αν το ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ ήταν (θεωρητικά) κατάπτυστη πράξη, εξίσου, υποστήριζε, κατάπτυστο, ευτελές, αηδιαστικό και προσβλητικό ήταν και το “ΟΥ ΚΡΥΨΕΙΣ, ο,τιδήποτε από άτομα του αυτού οικογενειακού περιβάλλοντος”. Μέσα σ΄ένα σπιτικό, ξέχωρα μπαϊράκια δε φτουράνε. Αλλιώτικα είναι κεραμιδαριό. Καρικατούρα. Πάντως, όχι σπιτικό.

Τι… κλέβειν, τι… κρύβειν, παραληρούσε…Ομογάλακτα, ίδια γεύση και τα δυο! Αν κι έκλεινε, προς την άποψη ότι το δεύτερο ήταν μάλλον βαρύτερο από το πρώτο, μα αφού δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα, δεν γούσταρε, επίσης, και να πολυψάξει το πράμα…

Ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό ασυναίσθητα, για μια από τις ελάχιστες φορές στη ζωή του, και είπε να παρακαλέσει τις θείες δυνάμεις να του συμπαρασταθούν! Μπράβο σθένος, τόλμη να μπάσει στα δικά του νιτερέσια τρίτους! Το ήθελε, όμως, διακαώς. Δεν είχε πού να στηριχθεί.

Ποιον, ποιους, όμως, έπρεπε να επικαλεστεί για να του κάνουν το ρουσφέτι; Να μεσιτεύσουν στον Πλανητάρχη Θεό; Από αρχής απέκλεισε την Πλατυτέρα των Ουρανών, την Θεομήτορα. “΄Ασε, την Παναγιά στην μπάντα”, είπε. Αυτή έχει πολλές φασαρίες. Πνίγεται στη γραφειοκρατία. Ποιανού αίτημα να πρωτοϊκανοποιήσει, η δόλια, όταν πάντες οι ατυχούντες προς Αυτήν προστρέχουν;

Μετά έψαξε για τους πιο διάσημους Αγίους Μεσίτες: Τον

το Άη Γιώργη τον Καβαλάρη! Τον Άη-Μήτσο,τον Μυροβλήτη! Τον Άη-Νικόλα, αντίδωρο μετάλλαξης του Ποσειδώνα. Μα αυτοί, σκέφτηκε,δεν προλαβαίνουν να δίνουν αυτόγραφα! Βγαίνουν, σαν τους δικολάβους, στα τελεβίζικα παράθυρα, εκδίδουν ανακοινώσεις μοναστηριακών καλοσιτισμένων-τοποτηρητών τους και πολλά άλλα… Άσε!

Την αφεντιά του θα σκέφτονταν; Εξάλλου ο Κλέαρχος δεν ζητούσε συγγνώμη ή“άφεση αμαρτιών”. ΄Ολα κι όλα! Δεν συμβιβάζονταν με την ταπείνωση αυτή. Θεωρούσε ότι δεν διέπραξε κανένα αδίκημα. Απλά ήθελε την εντόπιση του πραγματικού δράστη και κατ΄επέκταση την αποκατάσταση της “τιμής και της υπόληψής του”! Τρομάρα στα μπατζάκια του!΄Ενα απλό πραματάκι,τοσοδούλι ζητούσε.Ζητούσε πολλά;

Άμα, όμως, του έβγαζαν τα παλιά τεφτέρια τους, του ανοίγανε το φάκελλό του και βλέπανε ότι το παρελθόν του ήταν μαγαρισμένο,τι θά’κανε;

Καμιά κουβέντα, καμιά λέξη επ΄αυτού. Δεν έμπαινε τέτοιο θέμα στο τραπέζι κι ας γινόταν Δευτέρα Παρουσία!

Σκασίλα του! Τό’χε ξεκαθαρίσει τούτο μέσα του.

Προς στιγμής, του καλοφάνηκε να επικαλεστεί τον Άγιο Κωνσταντή και τη μάνα του τη Λενιώ.

–Κάτσε, αναλογίστηκε, τούτοι δώ, … έχουν προσόντα!

Και κλέφτες,άρπαγες ήσανε, και κόσμο και κοσμάκι σφάξανε κι Άγιοι γινήκανε! Αυτοί τελικά θα με καταλάβουν πιότερο, ως πιο “συγγενείς” προς εμέ.

Κλέφτης γάρ κι αυτός, ως η μαύρη προπαγάνδα διέδιδε!

Σαν καλό του φάνηκε. Μεταξύ κατεργαραίων υπάρχει αλληλεγγύη! Λέγεται. Αλλά… αυτός κατεργάρης, από που κι ως πού; Για λίγες κουταλιές γλυκού από τα βάζα της μάνας του; ΄Η τάχα για τις δυό-ή δέκα ,έστω, χρυσές ψωρολίρες που σούφρωσε από το δικό του σπίτι;

Έκλεψε τάχα κανέναν άλλον, ξένο, τρίτον; Εκινείτο στις βέβηλες αυτές λαθροχειρίες εντός οικογενειακών χωρικών υδάτων! Δεν παραβίασε την υφαλοκρηπίδα ουδενός άλλου, τρίτου, ξένου!

–Α, πα πα, αποκλείονται κι αυτοί. Αναφώνησε, αναθεωρών την αρχική του επιλογή.

Διότι αυτοί, οι ΄Αγιοι Κωνσταντίνος κι Ελένη, “μπορεί να μου φερθούν ανταγωνιστικά και να βάλλουν καμιά τρικλοποδιά κι άντε, νά’χεις ξεμπέρδεμα! Αυτοί έχουν πιο βεβαρυμένο ποινικό Μητρώο από μένα.. Πού ξέρεις; Μπορεί να ζηλέψουν και να με συμπαθήσει ο Θεούλης…

Όχι, δεν του γέμιζαν το μάτι. Υπήρχε κίνδυνος να πνίξουν το αίτημά του.

Έτσι, ο Κλέαρχος Τοπούζογλου έβγαλε από τη λίστα κι αυτούς και ψάχνονταν, μετά, για τον επόμενο μεσίτη.

Στάθηκε για λίγο στους Άγιους Πάντες. “ Α, εκεί γίνεται πολύ σπρωξίδι, μεγάλη βαβούρα. Εκεί χάνει η μάνα το παιδί κι όλοι τους αυγά και πασχάλια.Τι να σου κάνουν κι αυτοί; Σχέτη οβρέϊκια χάβρα, έβγαλε το συμπέρασμα .

Αναζητώντας και σκαλίζοντας, κάποια στιγμή, φρενάρισε στους Αγίους Αποστόλους, στους 12. Ομάδα πρώτης εθνικής κατηγορίας, όπως και οι 12 Θεοί του Ολύμπου. Καλό σημάδι σκέφτηκε.Οι Θεοί, ΄Ελληνες ή Οβριοί, είχαν για ανεξήγητους λόγους, αδυναμία στο νούμερο 12. Τώρα πώς του κατέβηκε του Χριστού να φτιάξει Δωδεκάδα κι όχι, ας πούμε, Εντεκάδα, όπως και οι ομάδάρες του κλωτσοσκουφιού, αυτό ήταν πέραν των νοητικών δυνατοτήτων του Κλέαρχου, ο οποίος, κατά δήλωσή του: “μη κατανοών τα μυστήρια της φύσεως, απόφευγε να ανακατεύεται στα δυσνόητά τους”. Ούτως πώς, την περνούσε κοτσάνι και δόξα τω Γεραμπή, κι άσε τους άλλους να τσιγαρίζονται.

Οι 12 Απόστολοι, κατά την κρίση του, ήταν σπουδαία άτομα.

΄Ηταν μια ομάδα κρούσης, οι Ράμπο του Χριστού, οι οποίοι με τη δράση τους, έφεραν τα πάνω -κάτω κι ελαφρώς τούρλα!

Βασικά, ήσαν οι 12, ασκούμενοι δημοσιογράφοι, απεσταλμένοι, και ανταποκριτές της συμφοράς. Μα ήσαν, τι να κάνουμε, πιονέρηδες στις μεταφυσικές αγχώδεις περιπλανήσεις του πόπολου;

Ο Κλέαρχος τούς είχε σε μεγάλη εκτίμηση, πάντως!

Χωρίς, αυτούς, έλεγε ο Θεός θά’ταν τρέχα γύρευε. Ανύπαρκτος! Πάπαλα! Νά’ναι καλά οι δώδεκα Απόστολοί του, που τον ανέδειξαν !…

Ομολογούσε ότι ήταν η μόνη οργανωμένη,συγκροτημένη ομάδα, όπως, ας πούμε, το Υπουργείο ΄Αμυνας, ή Αστυνό-μευσής μας.

Επίσης, ήξεραν από Δημόσιες Σχέσεις και γενικώς “κόντακτ”, όπως λένε εις την βαρβαρικήν διάλεκτον.

Ο Κύριος, αναγνωρίζων το περισπούδαστον έργο τους, τους κατέστησε ισόβιους υπουργούς του. Στο βασίλειό του! Δηλαδή, δεξί του χέρι, εξουσία πρώτης γραμμής. Αν και δοτής εξουσίας, όχι εκλεγμένης για να ακριβολογούμε!

Στα μέσα και στα έξω! Στο ιδιαίτερο γραφείο του Θεού!

Όπερ, σημαίνει ότι είχαν τη δυνατότητα να διαπράττουν αιωνίως,οποιοδήποτε ρουσφέτι τους ζητιόταν. Δι,ό και ευσεβέστατα προσκυνούνται, ανά τους αιώνας από τον ευσεβή λαουτζίκο!

Μέχρις εδώ, καλά, σκέφτηκε ο Κλέαρχος.Το ματζούνι δένει! Εκεί,όμως, που καταλήφθηκε από ενθουσιασμό, μέχρις ακράτου διουρήσεως, ήταν ότι οι 12 μόνιμοι υπουργοί του Θεού ήσαν και ψαράδες! Επαγγελματίες!

Οι ψαράδες είναι οι μόνοι ειδικοί που κατέχουν την τεχνική της συμπεριφοράς των ψαριών, κι αυτό του καλάρεσε! Καλαναρχούσαν, δούλευαν αυτός κι αυτοί το ίδιο αντικείμενο. Βέβαια, με μια μικρή διαφορά: η αφεντιά του εξελίσσονταν σε ταϊστή, τροφοδότη ψαριών, ενώ η θεϊκή Δωδεκάδα ήταν εξολοθρευτές ψαριών! Ψαράδες, ώστόσο, απαξάντες! Ο ένας τα τάϊζε κι ο άλλοι, οι Απόστολοι και κολλητοί Θεού, τα εξόντωναν! Εν ψυχική αγαλλιάσει απαξάπαντες επίσης!

Ναι, φαίνονταν ότι υπήρχε τέτοια συγγένεια ανάμεσά τους.

Φυσικά, πολλά χρόνια μετά, οι Άγιοί Απόστολοι μεταπλάστηκαν σε “ αλιείς ψυχών”, μα αυτό δεν βασάνιζε καθόλου τον Κλέαρχο. Εξάλλου, πολλοί αλλάζουν συχνά επάγγελμα!

Ο Κλέαρχος Τοπούζογλου, που δεν του ξέφευγαν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, περιορίστηκε να συμβιβαστεί και ψήφισε μονοκούκι τους 12 Αποστόλους, κρίνοντάς τους ως καταληλλότερους για την προώθηση του αιτήματός του προς τα ανώτερα κλιμάκια της αιωνίου βουλήσεως.

“–Άϊ- Δωδεκαθεήτες του Ολύμπου …ω, παρδόν, Δώδεκα Απόστολοι, λέω, κάντε το θαύμα σας! Φωτίστε μας. Ξέρετε, πως εγώ δεν έχω καμιά σχέση με το Θησαυρό.Δεν με νοιάζει η πάρτη μου. Με νοιάζει η Θεά Μαριβήλη! Θαρρώ πως αυτή η Θεά έχει πικραθεί..΄΄Εχει πέσει από τα σύννεφα για την κατάντια του παππού της!! Δεν θά έπρεπε.Έγινε όμως!, Λέω, Κύριοι συνάδελφοι-στα ψάρια- Άϊ-Απόστολοι, μια Θεά μπορεί να φαρμακώνεται;΄Οχι, πείτε μου, μωρέ καρντάσια! Βάλτε κι εσείς ένα χεράκι. Κάντε το θάμα σας!”

Αχού..Ού…… Ο Κλέαρχος Τοπούζογλου, είχε σχεδόν απόδρασει! Χώρια και η συγκυρία που το καλύβι του βρισκόταν στον Κάλαμο Αττικής, και ακριβώς στον παραθαλάσιο, γραφικό οικισμό με το όνομα καλούπι- συμβολικό: ΄Αγιοι Απόστολοι! Τη λεπτομέρεια τη θεώρησε εξαιρετικά σημαδιακή κι έτσι τό’ριξε, πλήρης ελπίδας, στο Κύριε ελέησον!

Προσευχότανε! Επικαλούνταν τους 12 συνασπισμένους Αγίους! Ποιος θα το πίστευε;

Στο βάθος, δεν προσδοκούσε καμιά, εξ ουρανού, επέμβαση.΄Ετσι κι αλλιώς,τον κατέτρωγαν μέσα του οι αμφιβολίες. Τώρα έπιανε τον εαυτό να ζητάει “συμπαράσταση λαέ”! Τη χρειάζονταν τέτοια συμπαράσταση! Βρίσκονταν σε δεινή θέση, ομολογουμένως.

Μουντζουρωμένος, στιγματισμένος, τελείως ξεφτιλισμένος. Βασικά, έλεγε, πως δεν τον ενδιέφερε. Η καρδούλα του τό’ξερε. Οι δικοί του ήσαν βέβαιοι πως αυτός ήταν ο κλέφτης του “θησαυρού! Κάθετα! Ο,τι και να ισχυρίζονταν, ήταν κομμένος- καμμένος από χέρι. Καταδικασμένος!

Η θεά Μαριβήλη ήταν ξεκάθαρη και χωρίς περιστροφές.

Η ρομφαία της απόλυτα συντριπτική.

Ο Κλέαρχος, με τα τόσα και τα τέτοια, διεβίβασε το φάκελλο στους Δώδεκα Αποστόλους κι “ό,τι βρέξει πια, ας κατεβάσει”…Ο Θεός ας τους φωτίσει!

Ως συντοπίτης τους στον οικισμό, στους Αγίους Αποστόλους Καλάμου, αφιερωμένο στο όνομά τους, πάνω στην ανακατωσούρα του, έπιασε ένα πουρνό, τον εαυτό του να πηγαίνει στο εκκλησάκι τους και με κάθε σοβαρότητα να ανάβει ένα κεράκι στην εικόνα τους.

Τό’κανε, ασυναίσθητα παρά πάσαν λογική , αυτή που, εν πάση περιπτώσει, κουβαλούσε στο κρανίο του. Ποιος θα το πίστευε!

Τι να γίνει, όμως, έτσι συμβαίνει με τα δίποδα. Συχνά κάνουν πράματα που δεν ξέρουν γιατί τα κάνουν.

****

΄Εκανε ένα ντους. Ξεπλύθηκε από τα αλάτια της θάλασσας και τα φύκια, που απρεπώς είχαν κολλήσει στο πετσί του.

Δεν έφαγε τίποτε.΄Ηταν μπουχτισμένος.Έπεσε στο κρεβάτι του, μα τελικά δεν κοιμήθηκε. Οι σκέψεις, η μία πίσω από την άλλη, σαν ποντίκια, ολονυκτίς τον ροκάνιζαν!

Όχι,δεν ένιωθε πικραμένος.Την “αδικία” που του προσήπταν, δεν την χώραγε ο νους του. Εν τούτοις, την κατανοούσε!

Κλέφτης, ξεκλέφτης, αυτός πια είχε πάρει τη ρότα του.

–Και τι σάμπως, αν με βρίζουν, αν με λοιδωρούν και με αποπέμπουν; Θα χάσει, σάμπως, “ο Χριστός το κρεμμύδι του”!

Τουτέστιν, ερμήνευε .. “εχέσθη η φορβάς εν τοις αλωνίοις”!

Ναι μεν, μπορεί να τό’παιρνε έτσι, τάχα ψυχρά και ψύχραιμα, στο βάθος, ωστόσο, η καρδούλα του χοροπηδούσε. Σχεδόν αγωνιούσε, χωρίς νά’χει μέσα του έντονα την αίσθηση αυτής της περίεργης κατάστασης. Παρά ταύτα: αναρωτιότανε:

— Από πού κι ως πού, κλεψιά; Αν κάποιο μέλος του σπιτιού, πάρει κατιτίς μέσα απ΄αυτό, καθίσταται κλέφτης; Πώς βγαίνει αυτό;΄Ολα τα του σπιτιού δεν είναι κτήμα όλων; Αν όχι, τότε σίγουρα υπάρχει πρόβλημα. Σκέτη διαίρεση! Μπορεί τα μέλη της οικογένειας να συμπεριφέρονται σαν ξένοι μεταξύ τους; Όπότε, εύλογη η κατακραυγή! Άρα να μη μιλάμε για οικογένεια, αλλά για μια παρέα ξένων…όπου ο ένας φυλάγεται και κρύβεται από τον άλλο! Σκέτη συμφορά! Οικογένεια τρέχα- γύρευε!

–Αλλά κι εσύ,κύριε, πώς, με ποιό δικαίωμα, καταχεριάζεις κάτι που δεν σου ανήκει, κάτι για το οποίο δεν ίδρωσες για να τό’χεις; Πως το αφαιρείς απ΄ τον άλλον; Ρώτησες; Τι είσαι; πια; Μήπως ένας κοινός κατσαπλιάς… Κλέφτης κι αρματωλός, έστω και χωρίς αρματωσιά;

–Μα, είμαι δικός του! Ο άλλος του σπιτιού κι εγώ είμαστε ΔΙΚΟΙ! Όλοι ΕΝΑ. Αδιαίρετοι!. ΡΕ…. πάρτε το χαμπάρι! Για να μη σας πάρει ο διάολος! Πότε εγώ ξεχώρισα τα δικά μου από τα δικά σας, πότε, πέστε μου! Τα δικά σου, δικά μου κι αντίστροφα, έτσι ξέρω εγώ! Αυτό είναι το τακτικό,το σωστό! είπε απλοϊκά, μέσα στο θυμωμένο παραμιλητό του.

Τι νά’κανε; Το πρόβλημα ήταν σκληροκόκκαλο! Το κεφάλι του κουδούνιζε.Τα νεύρα του, παρά το “ψύχραιμο” του χαρακτήρα του, ήσαν τεντωμένα. Για μια στιγμή τον έπιασε ο οίστρος να λύσει το γρίφο. Μα οι δίαυλοι, με τη γυναίκα του είχαν κοπεί αυτόματα, καθώς εκείνη , από την πρώτη στιγμή είχε ταμπουρωθεί στη βεβαιότητα, ότι δράστης ήταν αυτός! Μόνον. Και ουδείς έτερος!

****

Αποπειράθηκε, στο τηλέφωνο, να την ημερέψει και να της δώσει να εννοήσει ότι, πέρα από τον ίδιο, μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι ύποπτοι. “Μην κολλάμε στον έναν και μας φύγει η ουσία!” Πήγε να της ορκιστεί πως δεν ήταν αυτός ο κλέφτης. Μάταιο. Της γυναίκας του, αν της βιδώνονταν κάτι, με τίποτε δεν μεταστρέφονταν, χώρια που ήταν εξοπλισμένη με την ύψιστη αρετή να μη ζητάει συγνώμη για τα λάθη της, όταν καταλάβαινε, πως φάλτσαρε. Κιχ δεν έβγαζε.

Χώρια που και ο ίδιος ήταν αναξιόπιστος, οπότε, όποιος όρκος του, θά’ταν μια ακόμη τρύπα στο νερό.

Παρά ταύτα προσπαθούσε, συνεχίζων το χαβά του..

–Ας κάνουμε μερικές υποθέσεις, μήπως ακουμπήσουμε κάποια αλήθεια, διότι διαφορετικά δεν βγαίνουμε από το αδιέξοδο, τής τόνισε με όση σοβαρότητα του είχε απομείνει ύστερα απ΄αυτό τον αιφνίδιο κάζο.

-Ποιος άλλος μπορεί να έκλεψε τις λίρες σου, εκτός από μένα; Κάνε μια μικρή προσπάθεια, καλή μου, για να δούμε αν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο…

–Κανείς άλλος πλήν εσού! αποκρίθηκε κοφτά η γυναίκα του.

–Μα είναι άδικο αυτό! διαμαρτυρήθηκε. Οι πάντες είναι ύποπτοι, ανεξαρτήτως από τo αυτονόητo της αθωότητάς τους! Και πρώτα απ΄όλους εσύ, κυρά μου!

–Εγώ; χύμηξε εκκωφαντικά στο ακουστικό η γυνή.

–Ναι, γιατί όχι; Μπορεί σε μια στιγμή αφηρημάδας σου να μετακίνησες το πουγκί σου….Ο κίνδυνος, επίσης, να έχει πεταχτεί στα σκουπίδια δεν πρέπει να αποκλείεται, αν και τίποτε, κατά τη διερεύνηση δεν πρέπει να αποκλειστεί. ΄Ολα παίζουν. Κατάλαβες μωρέ;

Κατά την ώρα της μετακίνησης, μπορεί να αποσπάστηκε η προσοχή σου, από τυχαίο συμβάν:΄Ενα τηλεφώνημα φορτισμένο, ένα κουδούνισμα στην εξώπορτα, μια κραυγή κάποιου από τα εγγόνια σου ή μια ξαφνική επίσκεψη στο σπίτι. Ολα μπορεί να έχουν συμβεί…

–Αυτά είναι χαζά που λες! Θες να τα κουκουλώσεις για να βγεις στο τέλος λάδι εσύ! Αντέδρασε η συφοριασμένη!

–Τέλος πάντων, εγώ συνιστώ να προσπαθήσεις να θυμηθείς τις κινήσεις σου, που έγιναν στη συγκεκριμένη εκείνη κρίσιμη στιγμή που είχες την τελευταία επαφή με το κομπόδεμα…

–Αποκλείεται, είπε αυτή, σμπαραλιάζοντας κάθε είδος κοινής λογικής. Για να προσθέσει αμέσως: Έψαξα παντού και τέτοια περίπτωση να την ξεχάσεις. Εδώ υπάρχει χέρι! Χέρι τρίτο. Κι αυτό είναι το δικό σου! Πάρτο χαμπάρι, είμαι βεβαία χίλια τα εκατό”!

Λίγο τό’χε ο Κλέαρχος Τοπούζογλου να αρχίσει να κατεβάζει καντήλια. Εκεί πια είχε φτάσει.

Συγκρατήθηκε και συνέχισε να δίνει νέους ερρεθισμούς στο θέμα, πάντα σε ήχο πλάγιο και ελαφρώς μειλίχιο.

–Ποιοι άλλοι μπαίνουν μέσα στο σπίτι, εκτός από τα παιδιά σου;

–Να αφήσεις κατά μέρος τα παιδιά μου! Κανείς δεν μπαίνει σπίτι μου…

–Α, τα παιδιά μας είναι υπεράνω πάσης υποψίας….Λες!

–Και βέβαια είναι!

–Και οι άλλοι που μπαίνουν; Κι αυτοί είναι υπεράνω κάθε υποψίας;

–Ποιοι είναι αυτοί;

–Γράφε: φιλενάδες σου, φίλοι σου, συνεργάτες στη δουλειά σου, γκόμενες των παιδιών σου, που ξενυχτάνε σπίτι όταν εσύ λείπεις… ένα τσούρμο νοματαίοι, κι αυτοί στο απυρόβλητο, καθαροί από κάθε υπόνοια είναι επιτέλους;

–Ναι, γιατί δεν είναι κλέφτες.. Κι εξάλλου πού να πάει ο νους τους ότι οι λίρες ήταν μέσα στην κατάψυξη! Χώρια που δεν έχουν καμιά δουλειά με το ψυγείο!

–Λες ψέματα. Εγώ, τουλάχιστον, ξέρω έναν φίλο σου, που πασπατεύει, με προφάσεις, το ψυγείο σου. Να μην αναφέρω κι άλλα πρόσωπα, τρίτα, που το σκαλίζουν με χίλιες δυο αιτιολογίες… Αποκλείονται αυτοί;

–Τι εννοείς;

–Τούτο πού’ναι κι απλό.Σου ζητάει κάποιος επισκέπτης, στον οποίο έχεις εκχωρήσει δικαιώματα οικειότητας, ένα ποτήρι νερό κι ενώ εσύ πας να το προσφέρεις, ξάφνου κάτι γίνεται, αποσπάται η προσοχή σου, κι αθώα του λες:

“΄Ανοιξε το ψυγείο και βάλε μόνος σου νερό”!

–Χμ… έτσι λες;

–Υποθέσεις κάνω. Να και μια άλλη υπόθεση: αποκλείεις, ότι ενώ είσαι, κατά τη μετακίνηση του θησαυρού, απασχολημένη με το μέτρημα των λιρών, να σού’ρχεται αιφνίδια ένας επισκέπτης κι εσύ να αφαιρείσαι,να τις παρατάς-αποχαμένη- κι αυτός τις βλέπει και τις καταχεριάζει; Ριψοκίνδυνο γι αυτόν ,αλλά όχι κι απίθανο!

Παραγνωρίζεις ότι ο κάθε επισκέπτης, όταν βρεθεί μόνος στον χώρο επίσκεψης, διακατέχεται από ακατανίκητη περιέργεια να ψαχουλεύει τα αντικείμενα που βλέπει γύρω του;

–Ναι, ναι, κρίνεις από την αφεντιά σου! αποκρίθηκε η κυρά.

–Μα, τα πάντα τα κρίνουμε από την αφεντιά μας! παρατήρησε ο κατηγορούμενος Κλέαρχος.

Η άλλη, για να κόψει προφανώς τον βαρετό τηλεφωνικό διάλογο, επανέλαβε το πρόσταγμα:

–Το καλό που σου θέλω είναι να φέρεις τις λίρες πίσω! Αλλιώτικα θα πάω στην Αστυνομία!

–Ναι, μου τό’πε και η Μαριβήλη, η εγγόνα μας…

–Καλά έκανε το παιδί!

–Συνεχίζεις να παραλογίζεσαι, βλέπω, και δεν έχεις συναίσθηση για τα εξακολουθητικά εγκλήματα που διαπράττεις, κυρίως σε βάρος της ψυχούλας της Μαριβήλης!

–Άκου! Ζητάει και ρέστα από πάνω ο Αρχικλεφταράς! κατέληξε και κατέβασε το ακουστικό!

–Αϊ στο διάολο, μωρή άμυαλη . Τι ανάγκη έχω να σε κλέψω; έσκουξε ολοφάνερα τσατισμένος, αλλά μη ακουόμενος.

****

Για λίγα δευτερόλεπτα συνέχισε οργισμένος να παραμιλάει:

–Μα αν ήμουν κλέφτης εγώ, θα άφηνα τάχα ίχνη πίσω μου; Κι όσες φορές “έκλεψα”, αν δεν το μολογούσα εγώ, άντε μην είδατε τον Παναγή! Κανείς δεν θά’ξερε!

Τά’λεγε στον βρόντο. Είχε καμιά αξία; Ποιος θα τον άκουγε; Το παν, συμπέρανε, είναι να μην σου βγει τό όνομα. Τώρα καταλάβαινε γιατί οι μόρτες που βγαίνουν από τις φυλακές, δεν μπορούν να στεργιώσουν πουθενά.Το κοινωνικό σύστημα τους απορρίπτει. Κι αυτόν ,τον Κλέαρχο, τον είχε απορρίψει,το οικογενειακό καθεστώς. Η μαύρη προπαγάνδα είχε περάσει μέχρι και εγγονών. Η Μαριβήλη ήταν ξεκάθαρη! Το σύστημα λειτουργούσε καλά.

Δόξα τω Παναγάθω Θεώ.

Μετά κάλεσε στο τηλέφωνο το γιό του. Τού’πε τα καθέκαστα και του ζήτησε να μην αφαιθεί το θέμα της κλεψιάς … στις καλένδες. Να ψάξουν όλοι, αν ήθελαν, να βρουν άκρη!

–Σού’πα, εγώ, ρε πατέρα, ότι εσύ έκλεψες τις λίρες;

–Οχι, δεν τό’πες! Μα με όλη τη στάση σου, αυτό εννοείς! Δεν με νοιάζει… Μα να,.. θέλω να βρεθεί ο πραγματικός λαθροχείρας! Πρόσεξε, και κάνε κάτι κι εσύ:

**Η μάνα σου πρέπει να εξετάσει τις τελευταίες κινήσεις της πέριξ του θησαυρού.

**Να μην θέτει στο απυρόβλητο κανέναν, ούτε εσάς τα παιδιά της, ούτε κανέναν άλλον εισερχόμενο στο σπίτι.

Όλοι μας, καλώς ή κακώς, είμαστε ύποπτοι! Χωνέψτε το!

**Δεν είναι τίμιο νά’μαι μονάχα εγώ ο ύποπτος ό ένας!

**Να μην πάει στην αστυνομία, γιατί αυτή είναι, εξ επαγγέλματος, στραβοί και θα μας σκατώσει όλους!

**Να ζητήσετε από την Τράπεζα της Ελλάδος αν κάποιος εξαργύρωσε 52 ή 54 λίρες στο τελευταίο δίμηνο.

**Μπορούμε, επίσης, να μπλοφάρουμε κάθε πιθανόν ύποπτο με ό,τι μας κατέβει! Πολλά μπορούμε, και πάντα με την επιφύλαξη, ότι η χαζοβιόλα μάνα σου, δεν πέταξε τον θησαυρό στα σκουπίδια! Το και πιθανότερο για μένα!

** Να κάνουμε κάτι, ό,τι είναι μπορετό, για να εντοπίσουμε τον πραγματικό δράστη! Κανείς, ούτε από μας ,ούτε από όλους εκείνους που έχουν σούρτα-φέρτα με τη μάνα σου, δεν μένει στο ανέγγιχτο.Όλοι μας είμαστε ύποπτοι! Και καθαροί, μέχρι της αποδείξεως του εναντίου!

Κατάλαβες τι λέω;

–Κατάλαβα, είπε το περιούσιον τέκνον.

Τόσο πολύ κατάλαβε, που φάνηκε την επομένη, όταν καλεσε τον Κλέαρχο στο τηλέφωνο και αγαθώς τού είπε :

–Η μαμά απορεί, πώς,τάχα, εσύ ξέρεις ότι οι λίρες …ανταλλάσσονται στην Τράπεζα της Ελλάδας;

Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ.΄Εσκασε,πάλι στα γέλια. Στα δύσκολα πάντα ξερνούσε ….γέλια.

–Μα, αθεόφοβε, άπ΄όσους ερεθισμούς σού’δωσα, αυτό μόνο βρήκατε να παρατηρήσετε; Ξέρει η μάνα σου για ανταλλακτήρια λιρών και δεν ξέρω εγώ; Έχεις τίποτε άλλο να επισημάνεις, εξυπνάκια;

–΄Οχι, μόνο αυτό! Είπε ο, κατά τ’άλλα, ευφυής υιός, αλλά ουχί και κατ΄εικόνα και ομοίωσή του.

***

Συμπτωματικά,την ίδια μέρα το απόγευμα, παραβρέθηκε ο Κλέαρχος Τοπούζογλου σε μια δεξίωση, φιλική σύναξη. Βασικά, σε ένα πολύ καλό τσιμπούσιον, που άρχισε με κεράκια, ψαλμωδίες, αρτοκλασία κι άλλα τέτοια βαθέως θρησκευτικά, για να καταλήξει εις άγριον ντερλίκωμα οβελία με άφθονον οίνον, που ευφραίνει καρδίαν, κατά τας … απιθάνως θεόπνευστες Γραφές.

Μέρα γιορτής της Αγ. Παρασκευής, προστάτιδας δε και των οπτικών, η αφορμή για όλα αυτά τα πατροπαράδοτα κι ελληνοπρεπέστατα.

Σε κάποια φάση, μερικοί από τη συντροφιά ύψωσαν το ποτήρι τους, ευχόμενοι στον ευκλεή Κλέαρχο:

–Να χαίρεσαι τα παιδιά σου!

–Δεν κατάλαβα, γιατί να τα χαίρομαι; αντέτεινε, σχεδόν ξαφνιασμένος από την αλλόκοτη ευχή!

–Μα, δεν πρέπει να χαιρόμαστε τα παιδιά μας; κοπάνησε κάποιος άλλος,το ίδιο ξαφνιασμένος, μα υπεραμυνόμενος, ανέξοδα, του μοσχοβόλου συστήματος μας.

΄Ενας άλλος, που κάτι “έπιασε”, ερμήνευσε:

–Μα, πρώτιστα τα παιδιά πρέπει να χαίρονται τον πατέρα τους!

–Λάθος! ΄Εσκουξε ο Κλέαρχος. Ούτε τό’να είναι σωστό, ούτε τ’άλλο, υπογράμμισε με φανερή διάθεση διαμαρτυρίας.

Και εξήγησε: Χαίρεσαι για κάτι δικό σου. Τα παιδιά μας είναι καμώματα, φτιάξιμο της φύσης. Εγώ γιατί να χαρώ, να κοκορευτώ; Δεν είναι δικό μου φτιάξιμο! Ας χαίρεται η φύση,τα παιδιά μου! Ας καμαρώνει αυτή! Δικό της το έργο. Απλά, αυτή μέ χρησιμοποίησε, για τα δικά της τα κέφια! Ε, καλά τώρα, ας πούμε, ότι έβαλα κι εγώ το χεράκι μου στο …φτιάξιμό τους! Μην έχουμε αυταπάτες… λίγα πασαλείμματα μονάχα και τίποτε, ως ουσία! παρατήρησε.

Οι πάντες, όπως ήταν φυσικό, ύστερα απ΄αυτή την ανατρεπτική, για τα ειωθώτα τους εκδοχή, έσκασαν στα γέλια… Ωστόσο, αυτός δεν γελούσε!

Ίσως λίγοι κατάλαβαν, τι ακριβώς νογούσε.

΄Ηταν όλοι τους στουπί, σκνίπα στο πιοτί!

H ανυπαρξία ελάχιστης κοινής λογικής, η απουσία κάθε καλής διάθεσης στην αναζήτηση της όποιας αλήθειας και κυρίως το ταμπούρωμα στο οχυρό της αναμφισβήτητης ενοχής του από μέρους της γυναίκας του στένευε κάθε ελπίδα για τον εντοπισμό του δράστη και κατά συνέπεια, την αποκατάστηση του δυσμενούς κλίματος, που αίφνης τον σκέπαζε, αλλά καταπλάκωνε και τους άλλους.

Η πληγή, όπως όλα μαρτυρούσαν, θα παρέμεινε ανοιχτή και η Θεά Μαριβήλη, κι όλα τ’άλλα θεϊκά, και ζιζάνια της φαμίλιας, με το στόμα μονίμως ανοιχτό.

Οι άλλοι, οι δικοί του, ο καθένας με τον τρόπο του, ήταν στις πολεμίστρες, αρματωμένοι και με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ίδού ο νυμφίος. Ο μέγας ύποπτος! Σταύρωσον αυτόν! Φτύστε τον. Απολαύστε τον γενικώς.

Τα μούτρα τους πέτσινα, σουφρωμένα, κατσούφικα. Το βλέμμα τους επιτιμητικό, αυστηρό, αποφλοιωμένο από την αλλοτινή τρυφερότητα και ζεστασιά.

Το νά’ναι κανείς ύποπτος είναι χειρότερο κι από το νά’ναι ένοχος αληθινά. Πώς μπλέχτηκε; Τον έμπλεξαν μια ανοιξιάτικη γελαστή μέρα και σήμερα ζούσε έναν απέραντο παγωμένο χειμώνα.΄Ολοι τους, από τη μια στιγμή στην άλλη, είχαν μεταστραφεί, μεταλλαχτεί σαν τις αγελάδες. Ο παππούς, ο Θεός, ήταν για φτύσιμο! Για ροχάλα!

΄Ολοι τους, υπεράνω πάσης υποψίας! Ωστόσο κι αυτοί μεταξύ τους, αλληλουποβλέπονταν. Ας μη το ξεστόμιζαν. Η μάνα, δεν σήκωνε καμιά κουβέντα. Τους κάλυπτε όλους με τις φοβερές μητρικές φτερούγες της.

— Είσαι με τα καλά σου; ούρλιαζε.Τα παιδιά μου να υποπτευθώ, τα βλαστάρια μου; Καμιά συζήτηση επ΄αυτού! Ούτε κατά διάνοια! σφυροκοπούσε τον Κλέαρχο, νευροσπαστικά, σε κάθε απόπειρα σχετικής συζήτησης.

–Είμαι εγώ , δηλαδή, ο αυτονόητος στόχος; Μόνον εγώ;

–Να φρόντιζες να μην είχες κακό παρελθόν…τον ξέκοβε με νόημα.

Νάτοι πάλι οι “γνωστοί-άγνωστοι”, οι συνήθεις ύποπτοι της Ασφάλειας.

— Και οι άλλοι που μπαίνουν σπίτι σου; Κι αυτοί, εκτός ελέγχου, στό απυρόβλητο; Αποκλείεις ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

–Το αποκλείω! ΄Εχουν δείξει μέχρι τώρα καλή διαγωγή, έλεγε η γυναίκα του, σφαλίζοντας μ΄αυτό τον τρόπο κάθε προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας στο πρόβλημα που δραματικώς είχε ενσκύψει.

Έβλεπε το μάταιο.Μα εξακολουθούσε να προσπαθεί.

–Αν συνεργαστούμε, και με …δεδηλωμένο(εδώ η ειρωνία του ήταν καρφωτή), το δικό σου αστυνομικό δαιμόνιο, μπορούμε σιγά-σιγά να οδηγηθούμε σε ξέφωτο! Της πρότεινε, χωρίς να ξέρει θετικά αν έτσι έπρεπε να γίνει, για να τσουλήσει κάπως, επιτέλους, η υπόθεση!

–Δικό σου θέμα να αποδείξεις ότι δεν έκλεψες εσύ τις λίρες από την κατάψυξη! επέμενε,ανένδοτα, η κυρά!

–Δικό μου; Καλέ τι λες; ΄Οταν εσένα σου κατεβαίνει να δακτυλοδεικτείς εμένα, επειδή έχεις τις φαντασιώσεις σου και τα απωθημένα σου, είναι δικό μου το πρόβλημα; Άει πνίξου, μωρή!

Δεν άντεχε τα μονοκόμματά της. Παρά το ότι συνειδητοποιούσε, ότι αυτό το “μωρή” δεν ήταν ιδιαίτερα κομψό,αλλά μερικές φορές έβγαινε από τα ρούχα του, όταν το μυαλό αντίκρυ του, συμπεριφέρονταν ως ξύλο απελέκητο.

–Και τι θα βγει, εξακολούθησε αντιδρών, αν βρω τον πραγματικό δράστη; Θα αποκατασταθεί το ονομά μου, το κύρος μου; Θα αποζημιωθεί η θεά Μαριβήλη; Θα εξαφανιστεί και πώς, από πάνω μου, η λίγδα, η ρετσινιά, που σκόρπισες; Για σένα άχρι θανάτου, πάντα θα είμαι ο κλέφτης και για μένα εσύ, θά’σαι, η βλαμμένη, η άδικη, που ούτε θα σ΄εμπιστεύομαι, ούτε θα μ΄εμπιστεύεσαι! Προς τι λοιπόν να εντοπίσω τον δράστη; Χώρια που, αν εντοπιστεί κάποιος,-λέω- κάποιο από τα παιδιά μας,την έχουμε βαμμένη άπαντες πατόκορφα και θα γίνουμε όλοι φύλλο και φτερό! Θα μας κλαίνε, τουτέστιν, και οι ρέγκες. Άστο, δέν έχω ανάγκη να αποδείξω τίποτε! Τρώω στη μάπα τη χυλόπιτα κι όλα ηρεμούν!

–Καλύτερα έτσι, συμφώνησε με το ευατό του. Προτιμότερο κλέφτης, μα γνωστικός κλέφτης. Ευεργέτης, παρά εξολο-θρευτής. Καλύτερα. Ας μείνω στην ιστορία της φαμίλιας, ως κλέφτης! Ούτε κρύο,ούτε ζεστό!

Του άρεσε αυτή η νέα διάσταση που του κατέβηκε. Σχεδόν τον ενθουσίαζε.Φαίνεται, ότι ο Κλέαρχος οδηγούνταν σταθερά προς την τελική επολογή του.

Δεν βαριέσαι! Για την υστεροφημία του δεν νοιάζονταν! Άμα ψωφούσε, καρφί δεν θα του καίγονταν.“Αυτοί”,όμως, θάταν “περήφανοι” για τον κλεφταρά τους!“ Χι..χι.. Να μια πολύτιμη κληρονομιά”, που θα τους άφηνε, και μάλιστα χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του! Αυτό κι άν είναι θεσπέσιο. Ασύλληπτο, ανεπανάληπτο! Θα τους τραβολογούσε μέχρι θανάτου τους! Θα ξεχαρβαλώνονταν από περηφάνεια για την αφεντιά του! ” Χι…χι,χα.Του άρεσε!

–΄Οχι, δεν ενδιαφέρομαι, μαντάμ, να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Να λείπει το βύσινο.΄Οπως τά’φτιαξες, φάτα τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!

Παραληρούσε. Δεν ήξερε τι έλεγε και γιατί τά’λεγε. Αναμνήστηκε τη μάνα του, που τον είχε μόνιμα στο δόκανο της καχυποψίας.΄Οσους όρκους αν έπαιρνε για την αθωότητά του, αυτηνής δεν της έβγαινε από το μυαλό πως την κατεργαριά την είχε διαπράξει αυτός και κανείς άλλος!

Το αδέρφι του, που μαζί καταχωνιάζανε τα γλυκά κουταλιού ή κάνανε, άλλες παιδικές σκανδαλιές, απαλλάσσονταν μονοκούκι, λόγω ηλικίας! Ήταν μικρότερος κι άρα αθώος εκ προοιμίου! Σκέτο γλέντι διαχρονικό, μακράς διαρκείας.

Λονγκ πλέυ, κατά τους εξ Εσπερίας, ούτως ειπείν.

Ό,τι και να γινότανε…πάλι την επομένη η γυναίκα του-ολόφτυστα με τη μάνα του-κάτι θα έβρισκε, για να τον πλήξει. Άρα, “χαιρέτα μας τον πλάτανο”!

Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια. Η ιστορία επαναλαμβάνονταν, με εκπληκτική πιστότητα φωτοτυπίας. Στο στόχαστρο, στο επίκεντρο, πάντα αυτός! Αντίκρυ του μόνιμα, μια γυναίκα! Μια μάνα συγκεκριμένα με το δάχτυλο τεντωμένο να τον κεραυνοβολεί.Χτές η δικιά του μάνα! Σήμερα η μάνα των παιδιών του! Αυτός, τελικά, είχε το κοκκαλάκι της νυχτερίδας, ώστε να συγκεντρώνει τόση ακατάσχετη, σπαρταριστή συμπάθεια, ή οι γυναίκες-μάνες ήταν τόσο ξεκουτιασμένες; Τι μυστήριο κι αυτό πιά!

Τέτοια διαολεμένη σύμπτωση, μετά μισόν αιώνα; Ίδια στοιχεία, ίδια χαρακτηριστικά, ίδιες αντιδράσεις, από διαφορετικά μεν πρόσωπα, μα με τον ίδιο φυσικό ρόλο (γυναίκα-μάνα)!

Ήταν, οπωσδήποτε, πελαγωμένος, αλλοιωμένος. Συμπέρασμα χρήσιμο δεν έβγαζε, όσο κι αν έστιβε το μυαλό του.

Κουρασμένος. Αναγουλιασμένος. Αηδιασμένος. Σμπαραλιασμένος. Αίολος.

Έτσι περίπου ήταν, έτσι αισθάνονταν ο αξιότιμος Τυπογράφος Κλέαρχος Τοπούζογλου, με το χουνέρι που τού’ρθε απρόσμενα.

Για μια ακόμη φορά μπροστά του υψώνονταν ένα ντουβάρι θεόρατο, απροσπέλαστο.΄Ενα τείχος του αίσχους! Στην κυριολεξία.

Φως από καμιά μεριά.

Εκείνη, η Θεά Μαριβήλη, όλο στροβιλίζονταν στο μυαλό του, τον σακάτευε εξοντωτικά. Πώς και με τι κότσια τής απηύθυναν μια τέτοια ύβρι; Πώς της γκρέμισαν ένα Θεό; Τι τάχα νά’παθε μέσα της η μικρούλα θέα αυτή, από τα καμώματα που αποδίδονταν στον δικό της Θεό, τον παππού της, τον Κλέαρχό, τον… ευκλεή, όπως “ερμήνευε” χαριεντιζόμενος;

Σμπαράλι και η Θεά και ο Θεός παππούς! Καψίδια! Σκορπίδια! Μ΄ένα σμπάρο, με μια αστόχαστη ντουφεκιά- μπάμ- και τα δυο τριγώνια, τέζα! Για τον χαμό ενός παναθεματισμένου, κρυμμένου σε… κατάψυξη πουγκιού!

΄Ετσι απλά. Αβάσταχτο.΄Οσο και παρακρουστικό.

Για μια στιγμή, τού’ρθε να προβεί σε καμιά “απονενοημένη πράξη”!Οχι γιατί παλάβωσε, μα έτσι για νά δώσει ένα μαθηματάκι συνετισμού! Μα τέτοια μουρλά, δεν ήταν του χαρακτήρα του, χώρια που οι Θεοί ποτέ δεν αυτοκτονούν!

Τους αυτοκτονούν(καλή ώρα οι Δώδεκα του Ολύμπου),αλλά δεν αυτοκτονούν ποτέ οι ίδιοι. Γιατί δεν είναι κορόιδα!

Παράτησε την παλαβιάρα πρόκληση ασυζητητί!

Αντίς να αυτοκτονήσει, προτίμησε το επωφελέστερο:

Ήπιε ένα βαρβάτο διπλό ουίσκυ, προσδοκώντας αμυδρά να τού’ρθει καμιά καλύτερη φώτιση, ιδέα! Το εύχονταν ολόψυχα. Έκανε μια ακόμη απόπειρα να απευθυνθεί προς τους 12 Αγίους Αποστόλους, αλλά το θεώρησε τόσο επιπόλαιο κι ευτελές, που σταμάτησε, εκεί ακριβώς που ξεστομούσε το: “Κάντε, ΄Αγιοι μου, το θάμα σας”.

Έξάλλου, δεν είχαν δώσει έως στιγμής κανένα σημάδι ενδιαφέροντος για το αίτημά του κι οπότε, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Ποτέ δεν κρούεις τη θύρα δυο φορές! Εκτός κι αν είσαι γαλατάς ή ταχυδρόμος!

Μια, και πολύ είναι! Για να πληρωθεί το ρηθέν παρά Κυρίου, “ζητείτε και δοθήσεται υμίν”. Του κάκου. Ο Κλέαρχος ζήτησε και οι Άγιοι Απόστολοι ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! Τον έγραψαν στα τρύπια σανδάλια τους! Και τους είχε, να πάρει η ευχή, σε εκτίμηση!

Στο τέλος ομολόγησε: Ολα είναι τόσο χαζά, που δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω. Δεν… τ΄άντέχω!

****

Φόρεσε τη μάσκα του (το μαγιώ τόχε φορεμένο απ΄το σπίτι),την οποία δεν την αποχωρίζονταν ποτέ, αφού πίστευε σταθερά πως μ΄αυτά τα “υποβρύχια τζάμια” ο κόσμος μεταμορφώνοταν σε θαύμα και ποίηση. Βούτηξε στο υγρό βασίλειο του Ποσειδώνα, με την αίσθηση ότι η ζωή μπορεί να επιφυλάσσει κασκαρίκες στον καθένα, μα ωστόσο έχει κι άλλες πτυχές, όπως η θάλασσα, που σ΄αποζημιώνουν!

Το νερό της θάλασσας του έκανε ένα απίθανο μασάζ κι ένιωθε ευχάριστα, σχεδόν πανέμορφα.

Τα ψαράκια του γιαλού, εκείνα τα χρυσαφί,τ΄ ασημένια, με τις χιλιάδες ανταύγιες στις ραβδώσεις τους, τον συνόδευαν στο χορό με ασταμάτητες γυροβολιές, παιχνιδίσματα, και ταραντέλλες. Είχε την εντύπωση πως κορόιδευαν, περιγελούσαν την ανικανότητά του να τα … χουφτώσει. Τι αφέλεια πια κι αυτή…

Κολυμπούσε περίπου μια ώρα. Αυτή τη φορά δεν διαμαρτυρήθηκε που τό’να ψάρι σούφρωνε την τροφή απ΄το στόμα του αλλουνού.Δεν φώναξε: “Α, ούστ, από κει! Παλιοκλεφτρόνια”!

Το θεώρησε ματαιοπονία, ανοησία. Συνέχισε να κολυμπάει, ταϊζοντάς τα, με θρυψαλλισμένα μαμμούνια, κοχύλια.

Αν και βαρεμένος, ο Κλέαρχος Τοπούζογλου έμοιαζε να χαίρεται, τρόπος ειπείν, τη θαλασσινή του περιπλάνηση κάτω από το νερό, στον περίπου κάτω κόσμο, όπως του άρεσε να λέει…..

Είχε αποξεχαστεί. Η βάσανος του υπόπτου μέσα του, σχεδόν, ξεθώριαζε.Τον τσιγγλούσε μεν, που και που, αλλά μάνι-μάνι καθησύχαζε, αποδιώχνοντας όλες τις σκοτεινές σκέψεις.

Ο “πατρικός” του οίστρος για τάισμα των ψαριών, να φάνε ένα “κομμάτι ψωμί”, ένα μεζεδάκι,τον μεθούσε… τον παρέσυρε στη λησμονιά. Ω, τι χαρά, τι ομορφάδα κι αυτή πιά!

Εκείνος, ώστόσο ο κόμπος,να εκει, πάνω-κάτω από το στομάχι, τον στρίμωχνε, τον βάραινε! Δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Ο παναθεματισμένος!

Κάτι πήγε να ξεστομίσει. Ωστόσο απορροφημένος, αποξεχασμένος από την υγρή μαγεία, μπούκωσε η μάσκα του με νερό και στο τσάφ, πάλι ο Κλέαρχοςς πετάχτηκε στην επιφάνεια!

Μόλις πήρε μια ανάσα, κραύγασε δυνατά κι αυθόρμητα:

–Βρε ούστ από κει όλοι σας! Άι στο Διάολο!

Κι αυτό το φώναξε με όση δύναμη διέθετε…Είχε, καθώς όλα έδειχναν, καταλήξει στις τελειωτικές,καθοριστικές αποφάσεις του.Δεν πήγαινε πάρα πέρα πια! Η αφροσύνη κυρίαρχος!

Η κραυγή του πέρασε τον Ευβοϊκό, από την ακτή της Αττικής ακούμπησε στα ψηλώματα της Εύβοιας και ξαναεπέστρεψε εκκωφαντικά στ΄αυτιά του.

Ο αχός,ο αντίλλαλος τον ξένισε! ΄Ενιωσε μια περίεργη ανατριχίλα. Αυτόματα κοίταξε τη γαλάζια θάλασσα! Μετά, ύψωσε το βλέμμα του στον ουράνιο θόλο-χούγι κι αυτό να στρέφεται πρός τους ουρανούς-! Άλλά όχι και τόσο περίεργο, αφού είναι σύνηθες στους μοναχικούς ανθρώπους. Αφού δεν έχουν σε ποιον να πουν τους καημούς τους, το ρίχνουν στο λακιρντί με τους ουρανούς! Η μόνη καταφυγή τους. Ασυναίσθητα, ψέλλισε:

–Εν τάξει, Θεέ, γράψε φάλτσο. ΄Οχι δεν πρέπει να πάει κανείς στον όξω από δω! Κράτησέ τους για πάρτη Σου! Μην χάσεις τα κελεπούρια. Μην τους εκχωρείς στο διάολο. Συμπάθα με και συμπάθα τους! Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…! Μήπως κι εγώ ξέρω, σάμπως, τι ποιώ; παραμιλούσε ο Κλέαρχος Τοπούζογλου.

–Ού ,ξέρεις, παναθεματισμένε! Ήρθε εξ ύψους, η φωνή!

Νόμισε, πως ο Θεός σχολίαζε τις σκέψεις του. Ή ίσως κι οι κολλητοί του, ΄Αγιοι Απόστολοι, που ήταν και η ξέχωρη αδυναμία του, απ΄όλο το Αγιολόγιο.

Δεν μπορούσε νά’ναι απόλυτα βέβαιος με τα πετεινά και σκιάχτρα αυτά της ζωής! Έτσι τα θεωρούσε.

–Άσε τώρα, μην καμώνεσαι πως…τάχα μου, δεν ξέρεις για τον θησαυρό στην κατάψυξη; Όχι, μεταξύ μας, δηλαδή! μούγκρισε η φωνή εξ ουρανού ή εκ θαλάσσης. Πάντως εκεί γύρω, σιμά, υπέθετε πως υπήρχαν τα ηχεία ή μεγάφωνά της!

Χαμογέλασε.

–΄Οχι και γελάκια, παλιοκατεργάρη…Αφού ξέρουμε εμείς οι… άνωθεν! Όχι τσαλίμια σε μας! Τα ξέρουμε όλα! Ξανάβρυχήθηκε η ουράνια Φωνή!

–Και τι ξέρετε;

–Αυτό που ξέρεις κι εσύ!

Κατέβασε τα μάτια του με υποκριτική σεμνότητα. Τι έμπνευση πια κι αυτή πάλι, να κουβεντιάζει με τον Θεό κι άλλα εξωτικά, υποθαλάσσια ή επουράνια; Τι ήθελε και τα σκάλιζε μαζί τους; Για να τον στριμώχνουν;

Στο μεταξύ, άρχισε να σηκώνει τα πράγματά του, τα γυαλιά του, την καπελαδούρα του-πετσέτα δεν κουβάλαγε ποτέ, γιατί έλεγε “δεν χρειάζονταν, αφού όσότου πάω σπίτι, ο ήλιος θα με σφουγγίσει”-κι ετοιμάζονταν να δρασκελίσει προς το κονάκι του. Εξάλλου, ποτέ δεν ένιωθε κρυάδες, μετά το κολύμπι. Το πετσί του άντεχε το ψύχος.

–Ε, παραβιάζεσαι, δεν τελειώσαμε… πάλι άκουσε τη φωνή από πάνω…

–Δεν μας είπες, τσίφτη μας, αν οι λίρες στην κατάψυξη ήταν 52 ή 54;

Ο Κλέαρχος Τοπούζογλου αισθάνθηκε, κάπως, να κοκκινίζει. Μα δεν το επέτρεψε στον εαυτό του και για τον σημαντικό λόγο πως “κανένα αερικό” εξ ύψους δεν θα μπορούσε να τον “δουλεύει”-πίστευε-να του παραβγεί σε κολπάκια.

΄Ηταν, όμως, με το κολύμπι, χαλαρωμένος και στη διάθεση απάντων των στοιχειών και καπριτσών της φύσης! Εν ολίγοις, σε θέση: “πάρε με και σφάξε με, Αγά μου”!

Άνευ παραμικρής αντιστάσεως, πράγμα εντελώς παράδοξο για το σκαρί του!

Ξάφνου, πήγε να εξακοντίσει τις φωνάρες του, αλλά συγκρατήθηκε. Ήδη, οι λουόμενοι πέριξ τον κοίταζαν απορεμένοι για τα παραμιλητά του. Σοφώς ποιών, το βούλωσε. Μην γίνει δα περίγελως και τελείως ρεζίλι!

Αυτό του έλειπε.

–Λοιπόν, τι θέλετε; Τι 52, τι 54 λίρες, απάντησε αχνά… Εσάς τι σας κόφτει;

–Μας κόφτει! Δια την τάξη των πραγμάτων! είπαν οι επουράνιοι, οι άυλοι, οι εξωγήινοι!!

–Α,τα πιτσουνάκια μου! Μου το παίζετε και αστυνόμοι! “Δώσε ταυτότητα, άδεια οδήγησης,άδεια κάρου,χαρτί από τον παπά της Ενορίας, Ασφάλεια, ΚΤΕΟ, καυσαέρια, το αυτό της Χάιδως σε λαδόκολλα, και …Ψηλά τα χέρια, μην κουνιέσαι, γιατί σου την ανάψαμε!” ΄Ετσι σας είπανε;

–Ασε τα κόλπα, φτωχόμαγκα ..Εμείς είμαστε τροχονόμοι ζωής κι όχι της ασφάλτου! Πες μας, λοιπόν, 52 ή 54 ήσαν οι λίρες στην κατάψυξη, και τα επιδέλοιπα δέστα κόμπο!

–Εντάξει! Ήσαν 54 και τις έκανα 52! Λοιπόν; Για να μην σας πω, ότι, μα τω Θεώ, ποτέ δεν καταδέχτηκα να τις μετρήσω! Μού’φτανε, μόνο που τις ανακάλυψα! Ουδέν κρυπτόν από τον Κλέαρχον!

–Δηλαδή, ήξερες περί της καταψυγμένης κρύπτης;

–Καλά, εσείς εξ ουρανού μύγες κοπανάτε; Και βέβαια τό’ξερα! Μοιάζω για χαλβάς; Ο διαολάκος που ανακάλυπτε μέσα στα μπουριά της σόμπας τα γλυκά της μάνας του δεν θα ανακάλυπτε την κατάψυξη; Έλα, Χριστέ! Μην λέμε και σαχλαμάρες, επιτέλους, Κύριοι Επουράνιοι και σεβαστοί!

–Τελικά, Κλέαρχε, είσαι μικρομπαγασάκος! Ούτε καν μια στάλα αξιοπρέπειας δεν έχεις. Δεν μπορείς νάσαι, ούτε καν κλέφτης ολοκληρωμένος, εκσυχρονισμένος, κλέφτης με λοφίο…ας πούμε! Μας χαλάς τη μαγιά! Δεν ξέρουμε που να σε κατατάξουμε! Εσύ, τέκνον μας , όπως ροβολάς, μήτε σε παράδεισο σε βλέπουμε, μήτε σε κόλαση!

— Φταίω εγώ; Έτσι δεν με φτιάξατε; Βγάλτε τα πέρα μονάχοι σας…Εσείς έχετε το μαχαίρι και το πεπόνι, εμένα τι με ταλανίζετε; Άμα πια! Με πρήξατε!

–Κλέαρχε, Κλέαρχε, μην είσαι αυθάδης! Η περίπτωσή σου δεν προβλέπεται! Παράδεισος και κόλαση πάνε στράφι μέ σένα! Ακούς εκεί, να δεις ολάκερη γαβάθα με μέλι και να πάρεις μια μόνο δαχτυλιά! Δεν είναι ορθόδοξα αυτά! Εχεις ξεφτιλίσει το σύστημα! Μας ξεχαρβαλώνεις! Το νογάς ή όχι;

Ο μακαρίτης ο Αδάμ τιμωρήθηκε για ολάκερο το μήλο, όχι για μια δαγκωματιά. Εσένα, βρε τρεχαντήρι της κακιάς Σκάλας Ωρωπού πού να σε βάλουμε; Για μια δαχτυλιά; Χώρια που έφερες σε μεγάλη σύγχυση και μπερδεμό κείνη την κατα-καημένη γριά σου, που δεν ξέρει επακριβώς τι είχε στο κομπόδεμά της 52 ή 54 λίρες; Γιατί της προκάλεσες τέτοιο κακό, να την κάνεις να παραμιλάει, μην ξέροντας πόσα είχε στο σεντουκάκι της; Όχι πες μας! Επικατάρατε!

–Τό’παμε, εγώ πήρα δύο(2).Το πόσες ήταν,δεν τις μέτρησα ποτέ,γιατί δεν μ΄ένοιαζε! Αυτή που τις έκρυψε, αυτή και ξέρει..αποκρίθηκε ο Κλέαρχος.

— Συνεχίζεις νά’σαι ένας αδιόρθωτος ρεζίλης. Ούτε καν τη στοιχειώδη περιέργεια δεν είχες να κάτσεις να μετρήσεις τις λίρες! Τέτοιος μπουνταλάς! Από πού μας ξεφύτρωσες εσύ και δεν σε πήραμε χαμπάρι;

–Πάντως, εγώ το μολογάω και αμαρτίαν ούκ έχω! είπε κοφτά ο Κλέαρχος, με φανερή διάθεση να πάψει αυτή η φλυαρία, που οδηγούσε στο πουθενά από τους Πουθενάδες!

–Μπα; Έτσι σου είπανε; Αμαρτίαν ούκ έχεις;

–Βεβαίως! Το προλαλήσατε,εσείς, ήδη! Για μια “δαχτυλιά” θα ασχολούμαστε; είπατε.Στο κάτω της γραφής, τις δυο λίρες που “δανείστηκα” ήταν πριν από 5-6 χρόνια κι άρα, το όποιο αδίκημα, έχει παραγραφεί! έκανε ο Κλέαρχος, φουσκώνοντας σαν ξιπασμένη γαλοπούλα. Σίγουρος για το φουλ του ΄Ασου που πέταξε στους αόρατους συνομιλητές του. Προς στιγμής, οι άλλοι μουγκάθηκαν. Άχνα δεν έβγαζαν. Θα ψάχνουν τα τεφτέρια τους, συλλογίστηκε.

Μετά,από λίγο, ακούστηκαν δειλά:

–Τι είναι αυτή η “παραγραφή”, που τσαμπουνάς; Στα δικά μας χαρτιά δεν υπάρχει τέτοιο πράμα! Παραγραφές και διαγραφές δεν ισχύουν σε μας!

–Φαίνεται δεν θά’στε αρκούντως ενημερωμένοι! πέταξε ο Κλέαρχος το χαρτί. Το λένε οι Νόμοι, καθαρά: “Αδικήματα τελεσθέντα προ πενταετίας παραγράφονται”.Ταρίφα!

–Ποιοι Νόμοι;

–Οι Νόμοι, βέβαια… Καλά, δεν είστε συνδρομητές στον “Νομικό Βήμα”; Μηχανοργάνωση δεν έχετε;

–Α, πέσ’το, Χριστιανέ μας, και μας κοψοχόλιασες! Για τέτοιους Νόμους μάς μιλάς; Τέτοιους, σαν τη μούρη σας; Που παράγετε νυχθημερόν και φρένο δεν έχετε; Ντούκου -ντούκου οι φάμπρικές σας εκδίδουν ολοένα και νέους νόμους, σαν τα κατοχικά χρήματα. Τις Δέκα Εντολές-Νόμους, που σας εδόθησαν, εσείς τους πολλαπλασιάσατε σε μιλιούνια.΄Απληστοι. Κάνατε τον Νόμο, είδος εκμεταλλεύσιμο. Φαγώσιμο. Γι’ αυτό αποχάνεστε! Είπαμε κι εμείς! Περί ποιας “παραγραφής” μάς λέει τούτος ο τζαναμπέτης! Σε μάς τέτοια φτιασίδια δεν ισχύουν. Τίποτε σε μάς δεν παραγράφεται…! Βάλτο στο νιονιό σου!

–Υπάρχει…Παραγραφή! Παραϋπάρχει,ού..! τσιτώθηκε ο Κλέαρχος καμαρωτός-καμαρωτός. Για να προσθέσει:

–Το καλό που σας θέλω, βιαστείτε να βρείτε τον αληθινό κλέφτη! Τώρα που ο τέντζερης είναι στη βράση. Γιατί όσο περνάει ο καιρός και μένετε με σταυρωμένα χέρια, βλέπω νά’ρχεται και νέα παραγραφή!

Τα αερικά των Ουρανών πάλι έπεσαν σε άκρα σιγή τάφου. Μιλιά δεν βγάλανε. Εσίγησαν. Τι, τάχα, να έπαθαν; Μήπως, πάλι, τους έβαζε δύσκολα ο Κλέαρχος και ξεφύλλιζαν τα τεφτέρια τους; Μα, όλο κι όλο, 10 Νόμοι είναι-αν και γι’ αυτόν έπρεπε να υπάρχει κι η ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ, εκείνο, το ΟΥ ΚΡΥΨΕΙΣ. Με μια ματιά έχουν πλήρη άποψη για την κατάσταση. Δεν χρειάζεται πολύ νταβαντούρι το πράμα… συλλογίστηκε.

–Ε, ψιτ.. πού χαθήκατε, δεν τελειώσαμε ακόμη! Υπέβαλα ένα αίτημα στους 12 Αποστόλους, τι έγινε; Το καταχωνιάσατε κι αυτό στα συρτάρια σας; αποπειράθηκε να ταρακουνήσει τη βουβαμάρα τους. Μάταιο. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

΄Ιδια όλοι τους είναι. Πήγε να πει, “ίδια σκατά”, μα δαγκώθηκε, αναγνωρίζοντας ότι το επίπεδο συνομιλίας πού’χε με τους “αποπάνω” ήταν υψηλό και ομολογουμένως κρατήθηκε σε πλαίσια επαρκούς αλληλοκατανόησης κι επιβαλλόμενης ευπρέπειας!

Κοινόν ανακοινωθέν, βεβαίως, δεν εξεδόθη, καθόσον η “σύνοδος” ήταν έκτακτη και μη αναμενόμενη.

Απροσδοκήτως θλιβερή μεν, αλλά, ούτως ή άλλως, διδακτική και για τις δυο πτέρυγες των συνομιλητών.

Ο Κλέαρχος Τοπούζογλου, για λίγες στιγμές ακόμη, τους αναζητούσε. Αλλά αυτοί, είχανε γίνει μπουχός. Την κοπάνησαν κοινώς και δεόντως στα μουλωχτά, όπως είχε συμβεί και με την εμφάνισή τους!

****

Ζώντας μέσα σε ένα τέτοιο υπέρκαλο, ανατριχιαστικό κλίμα, αιφνιδίως του φάνηκε πως εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, να, πάνω στις οροσειρές της Εύβοιας, ήταν σαν νά’βλεπε κάτι περίεργες οπτασίες, σκιές, βουβές μα περιβεβλημένες με φωτοστέφανα. Να… “η παρέα μου! Κι εγώ που σας έψαχνα”, έκανε ξαφνιασμένος, και λιγάκι έντρομος ο Κλέαρχος.

Η μία φιγούρα έμοιαζε με τον Αη- Πέτρο, τον πιο μόρτη της παρέας των δώδεκα. Νόμισε ότι τού’κλεινε το δεξί του μάτι, με περίεργη οικειότητα, χωρίς να μπορεί να εννοήσει αν αυτό περιείχε κάποιο και ποιο μήνυμα!

Είδε και τον Παυλή εκ της Ταρσού, τον οποίο δεν είχε περί πολλού, καθ΄οτι τέως Συνταγματάρχης -χιλίαρχος και με τα “στρατά” αυτός,ο Κλέαρχος δεν κόλαγε με τίποτε! Αναγούλιαζε μπροστά σ΄αυτά τα “ αποφασίζομεν και διατάσσομεν”, “Ημιανάπαυση και Προσοχή!”

Ο Κλέαρχος θεωρούσε τον Παύλο, Απόστολο -τσόντα, αν και συμφωνούσε πως είχε νιονιό ξουράφι. Τι σημασία όμως; Ο δικός του ο καημός ήταν άλλος, και μάλιστα σοβαρότερος από τα επουράνια.Ήταν δραματικά επίγειος.

Παραδίπλα από όλη αυτή τη μάζωξη που έβλεπε να υπερίπταται μέσα στα σύννεφα, πάνω από τις κορφές των βουνών της Εύβοιας, πρόσεξε κι άλλες φάτσες. Όλοι, οι του Δωδεκαμελούς Ιερ-Αποστολικού κογκλαβίου παρόντες, έτσι όπως βγαίνουμε στις οικογενειακές φωτογραφίες σε παράταξη. Οι κοντύτεροι ένα σκαλί πιο πάνω και οι ψηλότεροι πιο κάτω, για να πιάνει ο φακός, τουλάχιστον, τα κεφάλια τους. Λιγάκι αψηλότερα ο Πλανητάρχης, μεγεθυμένος, με την παχιά καλοθρεμμένη γενειάδα του και την αετίσια ματιά. Κυριάρχος της Νόστρα Αγίας φαμίλιας. Ο αφέντης Godfather.!

Είδε και τη μεγάλη Κυρά, την Παναγιά, την υπέρ- Υπουργό της Ουράνιας Κυβέρνησης. Γλυκιά, μεν αλλά “φράγκο δεν έπιανε” μπροστά στη θεά Μαριβήλη του. Ου να λέγεται!

Αυτή ήταν σε αψηλότερο πάτωμα. Πάνω απ΄όλους, πιο ψηλά κι απ τον Παντοκράτορα η Υπέρτατη θεά Μαριβήλη. Ανυπέρβλητη, Γλυκυτέρα και Πλατυτέρα και Αει-Πάρθενος, μια εκτυφλωτική ζωγραφιά.Πιο αψηλά απ΄όλο το θεϊκό συγ-κρότημα. Πανέμορφη, θεσπέσια, η πιο φωτεινή και λαμπερή απ’ ολάκερη την ουράνια οπτασία.

Μόνο, παρατήρησε, πως στο ροδαλό μαγουλάκι της, έδειχνε να στάζει ένα μαργαριταρένιο δάκρυ, στάλα-στάλα.

Κυλούσε, κυλούσε, και σταματημό δεν είχε.

Τα κοραλλένια, άλικα, γλυκά χειλάκια της, σφιγμένα, σ΄ ένα απέραντο παράπονο, σ΄ένα μορφασμό απορίας, πόνου, βαθύτατης απαγοήτεψης. Στα υγρά ματάκια της, ένα μεγάλο αναπάντητο ερωτηματικό:

–Γιατί, Θεέ μου, Παππούλη μου; Αγαπημένε μου; Γιατί;

Ο Κλέαρχος τινάχτηκε. Τσιμπήθηκε για να διαπιστώσει αν υπάρχει και ότι δεν ονειρεύονταν. Υπήρχε σίγουρα! Καλύτερα, όμως, θάταν να μην υπήρχε. Πόσο θα τό’θελε! Θά’χε, ίσως, γλυτώσει απ΄όλα αυτά τα ακατανόητα που βιούσε.

Η εικόνα της Θεάς Μαριβήλη, τρισδιάστατη σαν σινεμασκόπ, τον γέμιζε, τον ζάλιζε. Το δάκρυ της συνέχιζε να στάζει.

Για μια στιγμή, νόμισε, πως δεν κάθονταν καλά στο πόστο της. Κατιτίς την δυσκόλευε από πίσω, στην πλάτη.΄Ισως ένα στιλέτο, υπέθεσε. Έτσι του φάνηκε, μπορεί και να λάθευε.΄Ισως ο θρόνος της, εκεί ψηλά, ανάμεσα σε τόσους βαρύγδουπους, να μην της ήταν τόσο βολικός.Ίσως.

Στο πρόσωπό του ξανασχηματίσθηκε εκείνο το γνώριμό του στραβωμένο, αλλόκοτο χαμόγελο.

Κούνησε το κεφάλι του, σε μια προσπάθεια να αποδιώξει τον εφιάλτη. Καταλάβαινε πως έφτανε στο τέλος. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα. Αποφάσισε να ξεκόψει απ΄όλους τους δικούς του! Δεν τραβούσε το πράμα. Αυτοί το δρόμο τους και με τις υποψίες τους, κι αυτός τον δικό του με τη ρετσινιά. Λυπόταν μόνο που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια τη θεά Μαριβήλη. Με τι μούτρα άλλωστε;

Για να κοιτάς κατάματα έναν Θεό, χρειάζονται κότσια και πάνω απ΄όλα καθάριο πρόσωπο και νταϊλίκι για να παραβγείς μαζί του. Κι ο αξιότιμος τυπογράφος Κλέαρχος Τοπούζογλου,δεν θεωρούσε πως διέθετε πια τέτοιο προσόν, τουλάχιστον κείνη τη στιγμή. Είχε δυστυχώς γεράσει, έπαιρνε, μοιραία, την κάτω βόλτα.

Η οπτασία της Θεάς Μαριβήλη χάθηκε,εξαερώθηκε.Τα βουνά της Εύβοιας ξαναλευτερώθηκαν.Το βαρύ πλάκωμα από την παρουσία των φαντασμάτων έφυγε και τα ουράνια, ξανάγιναν καταγάλανα.

Δεν του έμεινε παρά, και κατά το συνήθειο του,μετά απ΄όλα αυτά τα αδιέξοδα, να πλαντάξει ξανά στα γέλια.

Τα δύσκολα, ο Κλέαρχος, για λόγους αυτοάμυνας, αυτοσυντήρησης, τ΄ αντιμετώπιζε με τρανταχτά,τραγικά γέλια.

Γελούσε… γελούσε. Είχε αποφασίσει να ξεκόψει απ΄όλους! Απ΄ ανθρώπους, Θεούς και Θεές! Μια απόφαση εξαιρετικά ριψοκίνδυνη, ομολογουμένως. Την πήρε όμως και “γαία πυρί μιχθήτω”.

Βάδιζε για το καλύβι του. Σχέτη καρικατούρα! Με τις σαγιονάρες του, ημίγυμνος, με τα νερά να στάζουν πάνω του, καμπουριασμένος, βαρύς και στραβοκάνικος.

΄Ενας ξεπεσμένος, πρώην Θεός, μέσα στην κάψα της καλοκαιριάς.

ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ

**Γράφτηκε μεταξύ 1ης και 16ης Αυγούστου του σωτηρίου έτους 2001

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.