ΔΙΔΥΜΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΔΙΔΥΜΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Διήγημα του Απ.Βραχιολίδη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδέρφια δίδυμα (άκου δύο …δίδυμα, λες και το δίδυμο μπορεί να υπάρξει χωρίς το δύο), ο Γιώργης κι ο Αποστόλης, που από μια ανεξήγητη φάρσα της τύχης, ήρθαν στη ζωή αυτή στο Διδυμότειχο, εκεί στην εσχατιά της επικράτειας. Δεν είναι εξακριβωμένο αν είχαν γεννηθεί και στον αστερισμό των Διδύμων, ώστε η συμφωνία-συναυλία των διδύμων να είναι πλήρης, κι όχι ημιτελής, όπως εκείνες που μας άφησε ο θείος Μπετόβεν.

 Η ΔΙΔΥΜΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ… ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΡΜΠΟΝ ΑΔΕΡΦΙΑ -Υπαρκτά πρόσωπα-ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ.. Για ποια έμπνευση μιλάμε, αφού όλα τα ιστορούμενα είναι αληθινά. Φωτογραφία του ΝΙΚΟΣ ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ.

Ο Γιώργης κι ο Αποστόλης δεν είχαν ανάγκη να ξεγελάνε τον κοσμάκη για τις πολύτιμες και πρακτικές υπηρεσίες που του πρόσφεραν. Τα πράγματα γι αυτούς ήσαν ξεκάθαρα. Σκαρπίνια, κουντούρια, η ακόμη και γουρνοτσάρουχα, σακάκια, πανταλόνια ή παλτά, ό,τι ήθελε ο κοσμάκης, αυτοί αφού έπαιρναν τα απαραίτητα “μέτρα” του πελάτη, παρέδιδαν την παραγγελία, συνήθως ποτέ μέσα στην υποσχεθείσα ημερομηνία, μα πάντοτε στην τρίχα δουλειά, πλην ελαχίστων διαμαρτυριών, από κάποιους κακότροπους, οι οποίοι έβρισκαν τα “προϊόντα” τους κανα δυο πόντους μεγαλύτερα ή μικρότερα.Ο Γιώργης ήταν τσαγκάρης κι ο Αποστόλης ράφτης-άξιοι μαστοράδες στη δουλειά τους, όπως τους παίνευαν οι συγχωριανοί τους. Κείνο τον καιρό, τα πιο αξιοπρόσεκτα επαγγέλματα ήταν ο ράφτης κι ο παπουτσής, κι όχι οι γιατροί ή οι δικηγοράδες, όπως σήμερα, που κοπανάνε μύγες, σκαρφιζόμενοι χίλιες δυο μπαγαμποντιές για να σου αρπάξουν τον ίδρωτα, είτε πείθοντάς σε να παράγεις άπαξ του μηνός μηνύσεις, είτε τρομοκρατώντας σε πως το συνάχι σου είναι προοϊμιον καρκίνου του πνεύμονος, και ειδικά αν βγάζεις και πτύελα με το φτάρνισμα…

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα δυο αδέρφια είχαν πάντα έναν πειστικό λόγο για να καθησυχάζουν τους ανικανοποίητους, πως δηλαδή, η δουλειά που παρέδιδαν ήταν η ιδανικότερη για την περίπτωσή τους. Αν το παπούτσι ήταν φαρδύτερο, ο Γιώργης εξηγούσε φωναχτά και τάχα θυμωμένος: “Τι ήθελες, βρε χριστιανέ, να κάνω με τους κάλους που έχεις; Αν έκανα το παπούτσι στα μέτρα που πήρα, θα ούρλιαζες από τους πόνους. Πάρ’ τα, πλήρωσε και να φχαριστάς το Θεό που σε φώτισε να πέσεις στα χέρια μου”. Αν τα παπούτσια έβγαιναν από το καλούπι στενά, ο Γιώργης με άψογη επιστημονική διάγνωση, παρατηρούσε:

–Σου στενεύουν, ε; Κούνια που σε κούναγε. Τι ήθελες, βρωμοποδαρά, να κάνω; Με το σφίξιμο που θάχει το ποδάρι σου, οι κάλοι σου, με τον καιρό, θα εξαφανιστούν… Αλλιώτικα θα τους κουβαλάς μέχρι τάφου”!

Αναλόγου σοβαρότητας επαγγελματικά επιχειρήματα επεστράτευε από τη μεριά του κι ο ράφτης, με αποτέλεσμα όλοι τελικά να’ ναι ευχαριστημένοι, η πελατεία να αυξάνεται κι η φήμη των διδύμων να θεριεύει σ΄ όλη την πόλη.

Με τα δίδυμα αδέρφια, λίγο-πολύ, τα πράγματα είναι γνωστά. Είναι φτιαγμένοι με την ίδια μαγιά, με το ίδιο καλούπι. Ολόφτυστοι στο μπόϊ, στις τρίχες της κεφαλής, στα μάτια, στη συμπεριφορά, στις αντιδράσεις, ακόμη και στη σκέψη και τους χτύπους της καρδιάς. Μάλιστα, λένε τα χαρτιά των σπουδαγμένων, πως άμα χτυπήσει ο ένας, πονάει κι ο άλλος. Δεν είναι γνωστό αν τέτοια λεπτομέρεια ίσχυε και στο δίδυμο αυτό. Κατά τα άλλα, δεν είχαν την παραμικρή διαφορά μεταξύ τους. Κατσαρό μαλλί, μπόϊ όχι πάνω από το 1.65μ, μάτια αετίσια και περιέργως γαλανά.

Λέμε, περιέργως, διότι τι δουλειά έχουν οι γαλανομάτηδες στον ΄Εβρο, αφού όλοι είναι μαυρομάτηδες ή καστανομάτηδες. Κάποιο λάκκο θα’ χε η φάβα. Λέτε να’ ταν μπάσταρδα κι η μάνα τους να πήγε με κανέναν ξενόφερτο; Ούτε κουβέντα να γίνεται. Οι δίδυμοι είχαν αυτόματη εξήγηση και ιστορικά πανίσχυρη.

–Ακούστε, βρε ακαμάτηδες. Είμαστε Θράκες, Θρακιώτες, ναι ή όχι; Οι Θράκες, σαν αρχαία φυλή, ήσαν ψηλοί, ξανθοί και γαλανομάτηδες. Ναι ή όχι, ρε, που κακό ψόφο να’ χετε!

–Σύμφωνοι κυρ-Γιώργη. Αλλά εσύ πώς δα μας βγήκες κοντούλης; αντιδρούσαν πονηρά οι άλλοι.

–Μα, εδώ θα κολλήσουμε; Φαίνεται ότι η ριξιά του πατέρα μας θα’ ταν λειψή στο καντάρι! απαντούσε το δίδυμο καμαρωτά-καμαρωτά.

Για να μην τους αφήσουν να πάρουν αέρα, τους ξεφούρνιζαν και το εξοντωτικό επιχείρημα περί της… γνησιότητας της αρχαϊκής καταγωγής τους.

–Τι δουλειά, βρε κουτεντέδες κάνει ο πατέρας μας; Είναι αργυροχρυσοχόος, ναι ή όχι; Για τι ξεχώριζαν οι Αρχαίοι Θράκες; Για τα αριστουργήματα τους στην αργυροχρυσοχοία, για τίποτε άλλο! Έτσι; Λοιπόν, βάλτε τη δουλειά του πατέρα μας, ο οποίος την ασκεί από πάππου- προσπάππου, βάλτε και τα δικά μας γαλανά μάτια, και τους αρχαίους Θράκες και θα καταλάβετε τότε γιατί μόνον εμείς, στο Διδυμότειχο, είμαστε όριτζιναλ απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων! Μην μας κουνιέστε, λοιπόν, και καλά θα κάνετε να ψαχθείτε μέσα σας, μπας κι είστε εσείς Τουρκόσποροι ή γαλαζοβράκηδες..

Κάπως έτσι τακτοποιούσαν τη διένεξη για τα γαλανά μάτια τους, αν και σκάλωναν βέβαια ως προς το μπόϊ, μα δεν βαριέσαι τώρα… Ακόμη και το μουστάκι τους, στριφτό και αρειμάνιο, μόδα της εποχής και δείγμα άκρατου άνδρισμού, ήταν πιστό αντίγραφο, λες και το’ χε κλαδέψει ο ίδιος κηπουρός. Το μουστάκι αυτό, για τους δυο διδύμους, φαίνεται πως ήταν σύμβολο μεγαλύτερης σημασίας κι από το εθνικό φλάμπουρο, τη σημαία, που με τίποτε δεν κατέβαζαν από τον ιστό της μούρης τους, όσα κι αν τους έταζαν οι συγχωριανοί τους, όταν είχαν κέφια να τους πειράζουν. Γενικά, για να μη μακρυγορούμε, ο Γιώργης κι ο Αποστό-λης, εκτός των άλλων κοινών, θεωρούνταν κι ομορφάντρες, πλην όμως, αποτελούσαν, όπως και να το κάνουμε, πονοκέφαλο, μέγιστη σύγχυση, για τους συντοπίτες τους, που λόγω εκπληκτικής ομοιότητάς τους, κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ποιος. Μήτε και η μάνα τους, τους ξεχώριζε! Καλούσε τον Γιώργη να απολογηθεί για κάποια αταξία, που νόμιζε ότι αυτός την είχε διαπράξει, κι εμφανίζονταν ενώπιον της ο Αποστόλης, ή ίσως κι ο Γιώργης, μα που της έλεγε σταράτα, πώς δεν ήταν αυτός ο συγκεκριμένος δράστης που έψαχνε.

–Και ποιος είσαι συ, μορμολίκιο; αγρίευε η μάνα.

–Εγώ είμαι ο Αποστόλης έλεγε, το σαμιαμίδι.

΄Η το αντίστροφο. Η μάνα, με τα πολλά, αφού είδε κι απόειδε, το’ ριξε σε άλλη στρατηγική, ώστε να μπορεί να τσιμπάει τον ένοχο. Αγανακτισμένη πρόσταζε:

–Κατέβασε, βρε, τα βρακιά σου!

Το πονηρό τεκνίο, ήθελε δεν ήθελε, κατέβαζε τα βρακιά του και, ω, του θαύματος, ο Γιώργης αποκαλύπτονταν πως ήταν ο Αποστόλης! Διότι αυτός ο κατεργαράκος στο πισωκώλι του είχε μια χαρακτηριστική ελιά, που δεν είχε ο άλλος. Κι έτσι η ταλαίπωρη μάνα τους, δια της εξερευνήσεως των οπισθίων τους, ανακάλυπτε την αλήθεια κι είχε αναπαμένη τη συνείδησή της πως, ως μήτηρ, εκτελούσε τα καθήκοντά της εν δικαίω και συν Θεώ.

Οι άλλοι, οι του έξω κόσμου, οι μη γνώστες των ηθών και εθίμων της οικογένειας, πώς να αναγνωρίσουν ποιος ήταν ο Γιώργης ή ο Αποστόλης; Θα τους έλεγαν: “κατεβάστε τις σκελαίες σας;” Τέτοιο σημείο “αναγνώρισης ταυτότητας” δεν είχε ακόμη θεσμοθετηθεί από την πολιτεία, κι έτσι άπαντες χάνανε αυγά και πασχάλια, όταν τους είχαν μπροστά τους. .Παράλληλα,οι του συγγενικού περιβάλλοντός τους, είχαν αρχίσει να ψυλλιάζονται και σιγά-σιγά έμαθαν να τους ξεχωρίζουν, προς βαθείαν αγαλλίασή τους, χωρίς να τους προστάζουν να κατεβάσουν τα βρακιά τους για αυτοψία! Το κρίσιμο πάντως σημείο αναγνώρισής τους ήταν τα χέρια τους. Κι αυτό μόνο για τους μυημένους, τους πολύ κοντινούς τους. Άμα πρόσεχες, με μια μόνη ματιά τα χέρια τους, θα καταλάβαινες ποιος ήταν ο ένας και ποιος ο άλλος, αν και με τους διδύμους αυτό ελάχιστη σημασία έχει, αφού οι δυο είναι απαράλλαχτα ένα! Ο διαχωρισμός τους γίνονταν μόνο για τεχνικούς, πρακτικούς λόγους. Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πούμε την παρακάτω ιστορία.

Μια φορά, ο Γιώργης, που είχε φτιάξει στο μεταξύ οικογένεια, όπως και τ΄ αδέρφι του, ο Αποστόλης-ανεξήγητα, αν και είχαν τα ίδια γούστα, παντρεύτηκαν διαφορετικές γυναίκες, ίσως διότι δεν είναι τόσο βολικό, δύο να μοιράζονται την αυτή γυναίκα- λέμε, λοιπόν, ο Γιώργης, για κάποιους επαγγελματικούς λόγους, έκρινε ότι έπρεπε να απουσιάσει για καμιά βδομάδα από το σπίτι του. Συνήθως τέτοιες απουσίες, προς τη Σαλονίκη, τις απέδιδε στην αγορά δερμάτων, καρφιών, σπάγκων κι άλλων υλικών, αναγκαίων στη δουλειά του.

Επιστρέφει. Η γυναίκα του πέφτει στην αγκαλιά του κι αρχίζουν τα γνωστά και φυσιολογικά μάτσα-μούτσα, οπότε ξαφνικά, η γυναίκα αρχίζει να ωρύεται, να βρίζει και να χτυπάει αλύπητα τον άνθρωπο που την αγκάλιαζε τόσον περιπαθώς!

–Ουστ, από κεί, παλιάνθρωπε, μισκίνη.. ου, να μου χαθείς! Σε σιχαίνομαι. Φύγε από μπροστά μου, να μην αρπάξω το σκουπόξυλο και σε συγυρίσω εγώ ..Όρνεο του κερατά! Παλιοτόμαρο! ξέσπασε ξάφνου η γυναίκα. Το υβρεολόγιο ήταν ακατάσχετο. Η αγανάκτηση πλέρια. Η κυρά άφριζε, ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Τι είχε συμβεί;

Η γυναίκα του Γιώργη, κατά τη διάρκεια των εναγκαλισμών και δακρύβρεκτων ασπασμών, ξάφνου παρατηρεί τα χέρια του… “άντρα” της και διεπιστώνει ότι δεν ήταν ο… άντρας της, αλλά ο αδερφός του ο Αποστόλης, ο κουνιάδος της! Δικαίως είχε εκμανεί. Πού να υποπτευθεί, η κατακαημένη, τη μπλόφα! Η ομοιότητα των δυο αδερφών ήταν τέτοια, που απαιτούσε οξύτατη προσοχή προς αναγνωρίσή τους μια κι έξω. Να την αγκαλιάζει και να την φιλάει ο αδερφός του, ποια ήταν αυτή; Κοινής χρήσεως γυνή δύο αδελφών; Αυτό υπερέβαινε κάθε φαντασία, κάθε απαντοχή της μοσχοβόλου ελληνοχριστιανικής ηθικής. Να πάρει η οργή! ΄Ηταν αποφασισμένη να του βγάλει τ’άντερα με το ψαλίδι που κρατούσε εκείνη τη στιγμή, μια κι αυτή ήταν μοδιστρούλα κι είχε στη δούλεψή της ένα σωρό κοριτσομάνι, ως μαθητριούλες ραπτικής, που ολόχαρες και περίφανες τραγουδούσαν το άσμα: “της μοδιστρούλας τα χείλη να φιλήσω, της καπελούς να μην τα ξαναδώ…”

Ο μόνος τρόπος αναγνώρισης των διδύμων ήταν τα χέρια τους και ειδικότερα τα δάχτυλά τους, όπως είπαμε και πριν.

Τι είχαν αυτά τα δάχτυλα επιτέλους, ώστε να αποτελούν το μόνο ασφαλές για την αναγνώρισή τους στοιχείο; ΄Οχι, δεν πρόκειται για τα λεγόμενα δακτυλικά αποτυπώματα, διότι γι’ αυτά χρειάζεται και φούμο για να εντοπίσεις τη διαφορά, κι άρα είναι το ίδιο με το κατέβασμα των βρακιών, μέθοδος που, επίσης δημοκρατικά, είχε υιοθετήσει η μάνα των τζαναμπέτηδων διδύμων,με ξέχωρο σεβασμό των προσωπικών τους απόκρυφων δεδομένων… Λόγω επαγγελματικής ειδικότητας, τα χέρια τους, με τον καιρό, είχαν προσαρμοστεί στα της δουλειάς που έκαναν.

Τα χέρια του άντρα της, του Γιώργη, ήσαν σκληρά πετσοκομμένα, χαραγμένα και ταλαιπωρημένα… Δεν είναι εύκολο να φέρεις βόλτα ένα παπούτσι σε καλούπι. Χρειάζονται σφυριές, φαλτσετιές, και χίλια δυο άλλα, οπότε με τον καιρό, τουλάχιστον, τα δάχτυλα παραμορφώνονται. Γίνονται πιο άγρια, σκληρά, τραχιά. Κατ΄ ανάγκη. Η δουλειά που κάνουμε αναμφίβολα, διαμορφώνει ανάλογα, σχηματοποιεί, όχι μόνο τον χαρακτήρα, αλλά και τα σαρκία μας, τις κοκαλήθρες, τα πετσιά μας εν γένει. Από την άλλη, ένας ράφτης, με το βελονάκι στο χέρι, με τα υφάσματα, τις δαχτυλήθρες και τα φιγουρίνια, έχει αλλιώτικα χέρια, είναι φυσικό τα δάχτυλά του, να’ ναι πιο λεπτεπίλεπτα, κι άρα, η κυρά του Γιώργη εγκαίρως είδε τη διαφορά, κατά τη θεία λειτουργία του μάτσα-μούτσου, αντιδρώσα όπως αντέδρασε, μετά βδελιγμίας κατά του πλαστού “συζύγου”.

Πριν-ευτυχώς-καταλήξει επί της κλίνης, όπως είναι το πατροπαράδοτο με τα ζευγάρια, όταν για ποικίλους λόγους χωρίζονται παροδικά κι ο ένας, ευλόγως… διψάει για τον άλλον. Εξάλλου, τούτη τη δίψα την προβλέπει και η Αγία Γραφή, οπότε μη χολοσκάμε, διότι επίμεπτον δεν υπάρχει. Η βασιλεία των ουρανών μάς ανήκει αυτοδικαίως-διότι ουρανοκατέβατοι είμαστε- είτε ανάβουμε κεράκι στη χάρη του Άη-Μάμα, είτε όταν τον διαολοστέλνουμε με την ίδια κεχαριτωμένη ευσέβεια και λατρεία.

Εκεί πάνω που η κυρά έσκουζε, με οργή και γέλια πια μαζί, αναγνωρίζοντας τελικά πως την “είχε πατήσει” μεγαλοπρεπώς, στο βάθος της πόρτας, είδε να ξεπροβάλλει κι ο άλλος δίδυμος, ο Γιώργης, ο άντρας της, που χασκογελούσε- το τομάρι- του καλού καιρού! Το τι επακολούθησε είναι άνευ περιγραφής και καταγραφής. Τα δυο δίδυμα αδέρφια είχαν φτιάξει πάλι μια κασκαρίκα, από τις τόσες που επινοούσαν για να “σπάνε πλάκες”.

Οι δίδυμοι είναι απρόβλεπτοι. Μπορούν να φέρουν ολάκερο τον κόσμο τούμπα. Αν είχαν πιότερο νιονιό, θα διάβαζε ο ένας και θα παίρνανε πτυχία από το Πανεπιστήμιο και οι δυο. Άστα να πάνε, μη σου βγουν στο διάβα. Την πάτησες πατόκορφα. Μα οι δικοί μας δίδυμοι την προίκα που τους είχε δωρίσει η φύση, τη χρησιμοποιούσαν αναιδώς για τις πλάκες τους.

Έτσι είναι, μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Σου δίνω αυτό, μα σου στερώ τ’ άλλο, λέει ο σοφός Πανάγαθος. Πολλές τέτοιες πλάκες σκάρωναν, οι βλογιοκομμένοι. Να κι άλλη μια: Τα δυο δίδυμα αδέρφια είχαν και μια άλλη ορθόδοξη αρετή. Το έτσουζαν. Πίνανε τον άπατο. Ήσαν μεθυσμένοι τον μισό καιρό. Είχαν στα σπίτια τους-πέρα από τους τεκέδες όπου ροβολούσαν τακτικά, τουλάχιστον κι από ένα βαρέλι κρασί, που του άλλαζαν τον αδόξαστο, ιδίως στους μήνες του χειμώνα, όπου ο χιονιάς- Διδυμότειχο γαρ- ήταν ιδιαίτερα σκληρός.

Πίνανε επί μια βδομάδα, χωρίς να μετακινούνται! Εκεί κατάχαμα, στο πάτωμα, στον οντά, με κουρελούδες και μαξιλάρια γύρω-γύρω, για να’ χουν άνετο αραλίκι. Πάνω στο σοφρά, οι κανάτες με το κρασί και τα πιατικά με τα μεζεκλίκια-λαρδί, αγριογούρονο κι αγριόπαπιες, που “χτυπούσαν” οι ίδιοι στο μεγάλο ποτάμι. Και φυσικά, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, που μοσχοβολούσε κούτσουρο και θεία κάπνα από τά κοψίδια που έψηναν, πάνω στην αυτοσχέδια σχάρα. Όξω ας χιόνιζε! Έστω κι αν , η εξώπορτα του κονακιού, είχε ασφαλιστεί με δύο μέτρα χιόνι, και που για να την ανοίξεις χρειάζονταν φτυαριές και φτυαριές… εκχιονισμού.

Κοντολογής, οι δίδυμοι γινόντανε στουπί, προς γενική ευφροσύνη των γυναικών τους- της ταλαίπωρης κυρά-Ευταλίας και της κυρά- Λένκως- που τους είχαν στα πόδια τους, σιμά τους, και δεν ξεπόρτιζαν, γιατί με το ξεπόρτισμα ποτέ δεν είσαι βέβαιος τι τσιλιμπούρδισμα μπορεί να σου λάχει. “Καλύτερα μεθυσμένοι και δίπλα.. παρά έξω και να σε βασανίζουν οι υπόνοιες…”

Τέτοιες μέρες ήταν που να μην ήταν. Μακάρι να’ ταν, βέβαια, παντοτινές. Θα το γλένταγαν ολόψυχα, δοξάζουσες τον Κύριο,για όλη την πρόνοιά του προς τα ευπαθή δίποδά του. Συνεχές το λακιρντί περί ανέμων και υδάτων και πιοτί του θανατά. ΄Ολο εκείνο το ρημάδι το βαρέλι έσταζε, έσταζε και δεν καταλάβαιναν σε ποιο ύψος ήταν το υγρό, μα αυτή η άγνοια, ε, τους γέμιζε μ΄ ελπίδα, πως ακόμη είχε κι άλλο, κι άλλο, ώσπου το βαρέλι κάποτε πάτωνε και τότε συναποφάσιζαν να λύσουν την κατανυκτική σύναξη και να ασχοληθούν με τις δουλειές τους, που τις είχαν ρίξει στο σορολόπι, χωρίς να δίνουν δεκάρα για τις υποσχετικές που σέρβιραν ανευλαβώς προς τους πελάτες τους. Ποιός τους λογάριαζε σάμπως; Οι δυο τους καλοπερνούσαν, αυτό είχε σημασία. ΄Ετσι: Μια μέρα εισέρχεται ο Γιώργης, σ΄ έναν τεκέ, εκεί στην Πυροστιά. Η Πυροστιά ήταν ένα Ρωμαϊκό απομεινάρι, κούφιο με τέσσαρες κολόνες, μαρμάρινες ή από άλλο υλικό-σαν εκείνα τα μικρά σιδερένια καλούπια, έτσι σαν τετράποδη σχάρα, που βάζουμε πάνω στα μαγκάλια για να στηρίξουμε την κατσαρόλα για τη βράση της εθνεγέρτιδας φασουλάδας. Εξ ού και το“πυροστιά”. Μάλλον, εστία πυρός πρέπει να σημαίνει, αν δεν λαθεύω!

Μπαίνοντας ο Γιώργης στο κουτούκι και ξέροντας ο κάπελας ότι είναι γερό ποτήρι, του’ ριξε στην μάπα την πατσαβούρα-πρόκληση:

–Γιώργη, αυτό το βαρέλι με το κρασί, το βλέπεις;

–Στραβός είμαι να μην το βλέπω; αποκρίθηκε ο Γιώργης.

–Ωραία! Θα γίνει δικό σου, αν καταφέρεις να πιεις πενήντα καραφάκια ούζο!

–Το μπορώ, είπε σταθερά και κάθετα ο Γιώργης.

Συμφωνήσανε. Το στοίχημα άρχισε να λειτουργεί.

Ο Γιώργης ήξερε από πείρα πως το να πιει 50 καραφάκια ούζο δεν θα το κατάφερνε με τίποτε, κι ο κόσμος να’ ρχονταν ανάποδα. ΄Ομως, άγνωστο γιατί, ανταποκρίθηκε αυθόρμητα στην πρόκληση του κάπελα. Άρχισε να πίνει…το στοίχημα.

Ξάφνου, απ’ έξω , από την τζαμόπορτα, είδε να σουλατσάρει ο δίδυμος αδερφός του. Τσίνησε. ΄Ηλεκτρίστηκε. Δεν ήταν πρέπον, για τα μουστάκια του να χάσει το στοίχημα που είχε βάλει, χωρίς να ξέρει πώς και γιατί. Διότι, αν και γερός πότης, κατανοούσε, απλά, πως ένα άτομο δεν ήταν μπορετό να καταπιεί, στραγγίσει 50 καραφάκια ούζο. Θα έσκαγε. Κι ο Γιώργης δεν είχε τέτοιο πρόγραμμα.

Βλέποντας τον αδελφό του αντίκρυ, λέει στον κάπελα:

–Ρε Τραχανά, θα βγω λιγάκι όξω να κατουρήσω, γιατί πια παραφούσκωσα…!

–Και δεν πας, ρε Γιώργη! αποκρίθηκε ο κάπελας αγαθώς!

Πρέπει να εξηγηθεί ότι την εποχή εκείνη, το κράτος, δεν είχε προνοήσει την υποχρέωση, τα διάφορα συχναστήρια, να διαθέτουν αποπάτους για το κατούρημα κι άλλα σκληρά αφοδευτικά του ανθρώπινου οργανισμού.

Οπότε ο Γιώργης σαλτάρει στο έξω. Σφυρίζει στον αδελφό του να πλησιάσει. Το και το του λέει. ΄Ο σαχλαμάρας, ο κάπελας, έβαλε στοίχημα μαζί μου για να πιω τόσα καραφάκια ούζο και σαν κότινο θα μας δώσει ένα βαρέλι κρασί . Τό’παιξα, δεν πισωπάτησα, τι να’ κανα;

–Καλά έκανες! Καταλαβαίνω. Σαλτάρω εγώ για σένα και συνεχίζω το στοίχημα! Άσε, θα σπάσουμε πλάκα! Πενήντα καραφάκια… Αν κι είναι πολλά, θα το παίξουμε, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! αποκρίθηκε, ο έμπειρος σε τέτοια, Αποστόλης.

–Ναι μωρέ αδερφάκι, έκανα την αποκοτιά, μα δεν πρέπει να πισωπατήσω! Καταλαβαίνεις; Για τα μουστάκια μας!

–Άσε, θα το ρυθμίσω εγώ! Παίρνω τη σκυτάλη από σένα κι όσο αντέξω, είπε ενθαρρυντικά ο αδερφός.

–΄Οχι, δεν θ΄ αντέξεις. Ρούφηξε όσα περισσότερα μπορείς.

Μετά κάνεις πως βγαίνεις για κατούρημα κι εσύ, και σ΄αντικαθιστώ για τη συνέχεια! Θάμαι εδώ δίπλα στο χωράφι, για ξαπόσταση. Ξέρεις, με δέκα λεπτά ύπνου, θάμαι περδίκι. Θα πάρω έναν υπνάκο κάτω από τη βελανιδιά…εκεί.

–Άσ’το σε μένα, πάω μέσα, είπε αποφασιστικά αισιόδοξος, ο Αποστόλης. Θα χειριστώ το θέμα επάξια της αφεντιάς μας.

Πήγε μέσα στον τεκέ. Ρούφηξε όσο μπορούσε και μετά βγήκε κι αυτός για κατούρημα! Αυτό το σούρτα-φέρτα με το κατούρημα για αλλαγή βάρδιας, κράτησε κάπου έξι ώρες, χωρίς να υποψιαστεί κανείς το παραμικρό. Η συμφωνηθείσα ποσότητα ούζο κάποτε εξαντλήθηκε μπρος στον έκπληκτο κάπελα, που ωστόσο στάθηκε στο επιβαλλόμενο ύψος του, κρύβοντας την όποια πίκρα του για το χουνέρι που είχε πάθει και με αξιοπρέπεια παρέδωσε το πολύτιμο βαρέλι.

–Πάρ’το Γιώργη, ντερβίση και μερακλή! Χαλάλι σου. Έχεις τα σεβάσματά μου. Δεν το περίμενα, ομολογώ…Μπράβο!

Ο Γιώργης, που δεν ήταν Γιώργης, αλλά ο Αποστόλης, διέταξε να’ ρθει ένα λαντώ. Φόρτωσε το βαρέλι με το κρασί και έφυγε, τράβώντας για σπίτι του.

Πίσω από το λαντώ, σε μια σιδεριά που διαθέτουν αυτά, είχε σκαρφαλώσει με ένα σάλτο, ο Γιώργης, ο οποίος, στο μεταξύ, είχε υποπτευθεί την εξέλιξη στο κουτούκι και καραδοκούσε, όπως οι αστυνόμοι κάνουν καραούλι μέσα στα δέντρα, τις φυλλωσιές κι άλλα πονηρά σημεία, για να πιάσουν, τάχα, τον παραβάτη, του τροχαίου και να του δώσουν την “κλήση”, δικαιολογώντας έτσι την επί γης… ευεργετική παρουσία τους.

Ο Γιώργης, εκεί πίσω, στη σιδεριά, σαν σκαλομαρία σε τράμ της Σαλονίκης, γέλαγε, πλάνταζε στο γέλιο ασταμάτητα. Το βαρέλι που μετέφερε ο αδερφός του τον συνάρπαζε.

Έσκουζε, χωρίς να τον ακούει κανείς, διότι το λαντώ πάνω στη στράτα, το πλακόστρωτο, δημιουργούσε τόσο θόρυβο, ώστε, μήτε ο Θεός μπορούσε να τον ακούσει. Πάντως, αυτός, κρεμασμένος στη σιδεριά και τάβλα στο μεθύσι, αν κι αλαφρωμένος από τον σύντομο ύπνο, έσκουζε:

–Τράβα λαντονέρη.. Τράβα παναθεμά σε! Αρπάξαμε το βαρέλι κι άντε πνιγείτε όλοι σας! Τράβα ρε , μη μας πάρουν χαμπάρι! Τράβαααα…. Ρίξε καμτσίκι στα ψωράλογά σου! ’Αντε και φτάνουμε!… Γελούσε και περιγελούσε.

Φτάσανε σπίτι. Ο Γιώργης , σαν σκιά , τη σκαπούλαρε από το λαντόνι. Ξεκρεμάστηκε από τη σιδεριά αθόρυβα, κρίνοντας πως δεν ήταν ανάγκη να τον μυριστεί ο λαντονιέρης,διότι κάτι τέτοιο θά’ταν συντριβή για τα καμώματά τους και θα γίνονταν, άστοχα, βούκινο στην πόλη. Δεν χρειάζονταν, και δεν θα’ ταν, επιτέλους, ωφέλιμο, έτσι ή αλλιώς, για κανέναν. Θα’ ταν μάλλον μια μικρή τραγωδία.

Ενώ κάπου εδώ είχα την πρόθεση να φρενάρω την ιστόρηση των διδύμων, δεν το αντέχω και θα πω κι άλλη μία, με όχι και τόσο ευτυχή κατάληξη, όπως με το στοίχημα του βαρελιού.

΄Ηταν Κυριακή πρωϊ, ο Γιώργης πετάχτηκε στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου και για μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να φάει μια μπουγάτσα. Κατευθύνθηκε προς το μπουγατσάδικο, ενός Εβραίου, αντίκρυ από το τζαμί του Μουράτ Β!, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Παράγγειλε μια μερίδα μπουγάτσα και κάθισε στο τραπεζάκι, που ήταν έξω από το μαγαζί.

Τι το’ θελε ο Εβραίος να τον προκαλέσει;

–Άμα φας εφτά μερίδες, μπουγάτσα, Γιώργη, θα σου δώσω ένα ταψί δώρο, κατάδικό σου! είπε.

–Θα προσπαθήσω, φέρ’ τες, διέταξε ο Γιώργης.

Τι να προσπαθούσε; Πώς να φάει εφτά μερίδες; Θα νταλάκιαζε! Ωστόσο συμφώνησε!

Την ώρα που μασούλαγε, βλέπει , απέναντι το αδέρφι του, να’ ναι σ΄ένα λούστρο και να γυαλίζει τα πατούμενά του. Ανέβλεψε. Του κάνει σινιάλο κι αυτός καταφθάνει με κάθε προφύλαξη στη γωνιά που ήταν το τραπεζάκι. Δίνονται οι εξηγήσεις και με μια κίνηση-αστραπή φεύγει ο Γιώργης από το τραπέζι και τη θέση του παίρνει ο Αποστόλης, ο οποίος σε λίγη ώρα ξεπαστρεύει το υπόλοιπο της μπουγάτσας. Ο Εβραίος τα’ χε χαμένα.

–Γρουσούζ, αλά γρουσούζ, πού την έβαλες τόση μπουγάτσα! Μπας και την πέταξες σε κανένα σκυλί, ορέ;

–Μπροστά στα μάτια σου είμαι, βρε χαμένε, για ποιο σκυλί μιλάς, στραβός είσαι;

Ο Εβραίος, μπροστά στο ακλόνητο γεγονός και μουρμουρίζοντας ακατάλυπτα εβραϊκά, αναγκάστηκε να πάρει ένα ταψί μπουγάτσας και να το δώσει στον δίδυμο.

–Πάρτο, βρέ αχαϊρευτε. Κανένας Ρωμιός εμένα δεν μου βγήκε έτσι όπως εσύ! Ακούς να χάσω κι εφτά μερίδες κι ένα ταψί… Πω..πω.. συμφορά μου..

–Έλα.. έλα, μην το παίρνεις έτσι.. Εσύ με προκάλεσες εξάλλου!

Ο Εβραίος, ξάφνου, τσιτώθηκε.“Για ξαναπέστο αυτό”, είπε στον “Γιώργη”. Ο “Γιώργης” επανέλαβε αυτά που είπε πριν.

–Κάτσε λεβέντη, έσκουξε ο Εβραίος μπουγατσατζής. Σε τσάκωσα! Κάτι συμβαίνει μέ σένα. ΄Οταν έβαλα το στοίχημα, εσύ μου μιλούσες τουρκικά και τώρα μιλάς εβραϊκά;.. Τι άλλαξε σε σένα;

–Ε, μιλάω Ελληνικά, εβραϊκά, και τουρκικά.. απάντησε.

–Ωραία.. Ας μιλήσουμε τουρκικά, όπως αρχινίσαμε.. προκάλεσε ο πονηρός εβραίος. Πήγε να προσπαθήσει ο “Γιώργης”, μα ήταν φανερό πως δεν σκάμπαζε γρι από τουρκικά! Ο αδελφός του τα μιλούσε σχεδόν τέλεια. Αυτός, περίπου, τέλεια, την εβραϊκή. Ως γνωστόν, τότε, στο Διδυμότειχο, εκτός από Τουρκόγυφτους, “γαλαζοβράκηδες” ανθούσε και μια μεγάλη εβραϊκή κοινότητα, έτσι για να μην ψάχνεστε…

Ψάχνονταν, όμως, ο “Γιώργης”, που δεν μπορούσε να ψελίσει ούτε μια τουρκική φράση! Σχέτο δράμα. Οπότε, του τη δίνει και βγαίνει στο εξώπορτο, σφυρίζει και νάσου φάντης-μπαστούνι ο αδερφός του. Του προστάζει:

–Μίλα σ΄αυτόν τον κωλοεβραίο τουρκικά για να τελειώνουμε!

Ο Εβραίος τάχε κακαρώσει. Έβλεπε δυο ανθρώπους, ίδιο σουλούπι.. ούνα φάτσα, ούνα ράτσα, πανομοιότυπους! Δεν ήξερε με ποιόν είχε βάλει το στοίχημα. Στο τέλος, αναγκάστηκε να παραδεχτεί:

–Γρουσούζηδες, τέτοια περίπτωση, πρώτη φορά μου τυχαίνει. Ταψί δεν σας δίνω, αλλά χαλάλι ό,τι φάγατε, όπως το φάγατε! Φράγκο δεν θα σας πάρω! Μα ταψί…γιοκ!

Οι δίδυμοι φύγανε από το μαγαζί, σκασμένοι στα γέλια.

Πέρασαν χρόνια και καιροί. Ο Γιώργης κάποια στιγμή τα κακάρωσε.. Ψόφησε, και με το παρδόν πάντως! Πέθανε μωρέ, πώς το λένε, πια. Θάφτηκε! Σε βαθειά γεράματα. Πάνω στα εννιάμερα έγινε, κατά το ορθόδοξο εθιμικό, το λεγόμενο, μνημόσυνο του. Τι συνήθεια πια και τούτη διασκεδαστικώς υποκριτική! Τουτέστιν εχέσθη η φορβάς εν τοις αλωνίοις! Οι κακαρωμένοι δεν καταλαβαίνουν! Οι ζώντες απλά έχουν φαντασιώσεις, πως τάχα κάνουν το “καθήκον” τους.. προς τελευτήσαντες! Τι καθήκον και τρέχα γύρευε προς μη υπάρχοντες; Κόσμος και κοσμάκης συγκεντρώθηκε στο παρεκκλήσι του Κοιμητηρίου, εκεί στην άκρη της πόλης, όπου βάζουν, όσους έχουν ξοφλήσει το γραμμάτιο της ζήσης.

Ωστόσο, κάτι αλλόκοτο αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι κοιτάζονταν μεταξύ τους απορεμένοι κι ανήσυχοι. Εκείνος, να, εκεί έξω στο προαύλιο! Καλέ τι ήταν πάλι τούτο; Στέκονταν παρέα με κάτι νεαρούς-. Καλέ ο… μακαρίτης! Μήπως δεν έβλεπαν καλά; Μνημόσυνο του Γιώργη κάνανε, μα τι μνημόσυνο πια κι αυτό; Ο Γιώργης ήταν όξω ολοζώντανος! Κουστουμαρισμένος, γραβατωμένος, αειθαλής, στητός και με δυο τρία τζόβενα τριγύρω του, που χαχάνιζαν ασεβώς ,ως προς την περίσταση! Οι άνθρωποι που είχαν προστρέξει στο μνημόσυνο σταυροκοπιούνταν και μετά, απολύτως αποβλακωμένοι, ένας-ένας το’ βαζε στα πόδια. Δεν ήταν πράματα αυτά!

Αναστήθηκε ο άνθρωπος; Εμείς του κάνουμε μνημόσυνο κι αυτός είναι εκεί, στον αυλόγυρο, χαριεντιζόμενος αναιδώς με κάποια τσογλάνια! Του καλού καιρού! Ήμαρτον Κύριε! Το φάντασμά του είναι; Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Ήταν βέβαιο πως οι περισσότεροι είχαν τσιρλιστεί. Ελαφρώς. Φεύγανε άρον-άρον! Προσπερνούσανε το ‘φάντασμα” που βλέπανε, με γουρλωμένα μάτια και με γρήγορο βήμα έσπευδαν να απομακρύνθούν από το Κοιμητήριο, Νεκροταφείο, Αναπαυτήριο ή όπως διάολο το λένε, ιδέα δεν έχω! Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Για μνημόσυνο κουβαλήθηκαν, για τον αείμνηστο Γιώργη, μα ο Γιώργης ήταν ατόφια ζωντανός, έξω, στο προαύλιο του Νεκροταφείου της Νέας Ιωνίας Βόλου-εκεί τελικά, είχε ξεπεζέψει ο Γιώργης, όταν χώρισε με τη γυναίκα του- Γι αυτό και κανείς εκεί δεν ήξερε τη δίδυμη περίπτωσή τους.

Θου Κύριε….Ελέησον ημάς! Πώς να τους ελεήσει ο Κύριος! Και γιατί τάχα;

Κάποιοι, που το τζιγέρι τους, δεν το άντεξε, πλησίασαν στην περίεργη βρυκολακεσμένη συντροφιά του Γιώργη….Δηλαδή του Αποστόλη. Το’ λεγε η ψυχούλα τους να μιλήσουν με …φάντασμα!

–Μα εσείς δεν έχετε πεθάνει;.. Ρώτησαν δειλά τον υποτιθέμενο Γιώργη! Πώς κι είστε εδώ; Εμείς εκπέμπουμε ευχές για τη σωτηρία της ψυχής σας! Τι συμβαίνει;

–Ω φίλοι μου! Να κάνετε όσες… εκπομπές θέλετε. Τη σωτηρία μου, δεν μπορεί να την εξασφαλίσετε, το Θεό μπάρμπα να’ χετε! Εγώ δεν είμαι ο… πεθαμένος! Δεν είμαι αυτός, για τον οποίον γίνεται το μνημόσυνο! ΄Ηρθα κι εγώ για το μνημόσυνο!

–Μα… τότε;

–΄Αντε θα σας κάνω τη χάρη…για να πάψετε να βασανίζεστε. Απλά, είμαι ο δίδυμος αδερφός του μακαρίτη κι όχι το φάντασμά του! Μην σκιάζεστε !

–Είπαμε κι εμείς οι δόλιοι! Χολοσκάσαμε, βρε άνθρωπε, μόλις σε είδαμε! Δόξα τω Θεώ! Να μας έχει καλά! Σ΄αυτό τον κόσμο βλέπουμε πολλά και λαχταρίσαμε με σένα….

–Να δείτε πόσα άλλα θα παθαίνατε αν ζούσε το αδερφάκι μου…μουρμούρισε, με νόημα, ο Αποστόλης

–Τι είπατε;

–Ω, τίποτε… τα δικά μου, λέω..

–Δόξα τω Θεώ!.. Να μην ανατριχιάζουμε άλλο πια! Μέγας είσαι, Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου!

Εκείνο πού παραμένει ακόμη μυστήριο είναι πως διάολο, αναχώρησε από τη ζωή νωρίτερα ο Γιώργης κι άφησε στον θάλαμο αναμονής θανάτου τον αδερφό του, Αποστόλη, την ώρα που κατά τους σπουδαγμένους, θα’ πρεπε λογικά να τελευτήσουν ταυτόχρονα! Ως δίδυμοι γάρ…

΄Ισως να έπαιξε ρόλο; Το ότι ο Γιώργης, γεννήθηκε δυο λεπτά νωρίτερα, από τον Αποστόλη, ο οποίος, ωστόσο, τον ακολούθησε στην Επουράνιο Βασιλεία, μετά από έξι μήνες ακριβώς;

Το ότι μπήκανε στον Παράδεισο τα δίδυμα αδέρφια, τουλάχιστον από το παραθυράκι, τούτο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. ΄Αντε να παραβγεί μαζί τους ο κλειδαράς ο Αη-Πέτρος! Αν ήταν δυνατόν..;

ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ

Γράφτηκε στις 13/9/2001-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.